Η Οδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Γιώργος Γεωργιάδης

0

Ο λούστρος, ο τελάλης, ο κυρ Ανέστης ο καφεπώλης και χαλβατζής, ο φούρνος του Τσεκούρα, οι λουκουμάδες του Καραμανλάκη, το γιαούρτι στου Αυγερόπουλου. Οι άνθρωποι της οδού Ερμού, μαγαζάτορες, πλανόδιοι, πωλητές, χαρακτήρες και φυσιογνωμίες που αντικατοπτρίζουν την εικόνα της εποχής, την ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων μετά την κατοχή, σε μια αγορά που προσπαθεί να επιβιώσει, να αναπτυχθεί και να ανθίσει. Αυτούς τους ανθρώπους μας συστήνει σ΄ αυτό το απόσπασμα ο Γιώργος Γεωργιάδης και από τις περιγραφές του είναι σαν να τους γνωρίζουμε κι εμείς.

Οι άνθρωποι της οδού Ερμού

Κυκλοφορούσαν πολλοί χαρακτηριστικοί τύποι στο Μαρούσι. Ένας από αυτούς ήταν κι ο λούστρος ο Κανέλλος ο οποίος όπως προηγουμένως ανέφερα, πρωτοστατούσε των νεκρώσιμων πομπών που διέσχιζαν την Ερμού. Κοντός και φτωχός, γύριζε από μαγαζί σε μαγαζί μέχρι τον σταθμό του τρένου για να γυαλίσει τα πατούμενα στους μαγαζάτορες αλλά και στους περαστικούς. Όσο μπόι τού έλειπε όμως, τόση θέληση είχε για οποιαδήποτε δουλειά του προσφερόταν, κι αν ήθελες να μάθεις ποια ταβέρνα είχε το πιο καλό κρασί σίγουρα ο Κανέλλος θα ήξερε να σου πει.

Άλλος ένας τύπος που ξεχώριζε και που τον έβλεπες να τριγυρνάει όχι μόνο  στην οδό Ερμού αλλά και στους γύρω δρόμους ήταν ο κυρ Κώστας, ο τυφλός τελάλης. Ο κυρ Κώστας, ένας σωματώδης άντρας που παλαιότερα ήταν πηγαδάς είχε χάσει  τα μάτια του από έκρηξη δυναμίτιδας κατά τη διάρκεια της δουλειάς του, κι εκτός από τα τσιγάρα που πουλούσε –συνήθως  χύμα μέσα σε κούτες– διαλαλούσε σ’ όλες τις γωνιές του δρόμου κατόπιν παραγγελίας των καταστηματαρχών της περιοχής, με το αζημίωτο βέβαια, διάφορες ειδήσεις κυρίως όμως αναγγελίες προϊόντων˙ ήταν ο γνωστός τελάλης. Ακουγόταν λοιπόν να φωνάζει βάζοντας το χέρι δίπλα στο στόμα του: «Μαρουσιώτες και Μαρουσιώτισσες, σήμερα στο χασάπικο του Μονεμβασιώτη σφάξανε μοσχάρι. Όποιος θέλει ν’ αγοράσει κρέας να τρέξει γιατί θα τελειώσει!» Κάποιες φορές είχα δει να σφάζουν ένα μοσχάρι που δένανε από το διχτυωτό ρολό του γωνιακού κρεοπωλείου, Ερμού και Διονύσου, μπροστά σε όλο τον κόσμο που παρακολουθούσε τη θυσία του ζώου ατάραχος. Σκληρή εποχή.

Ένας ακόμα ανάπηρος της εποχής εκείνης, ήταν ένας σχετικά νέος άνθρωπος  που του έλειπαν και τα δύο του χέρια. Με κρεμασμένο από τον λαιμό του έναν ταβά πουλούσε τσιγάρα, σπίρτα, φιτίλια και τσακμάκια για αναπτήρες. Αυτό που εντυπωσίαζε τα παιδικά μου μάτια ήταν η ευκολία του να πιάνει τα χρήματα με τα λειψά του χέρια, χωρίς καν παλάμες και δάχτυλα, και το ότι αντίθετα με τον κυρ Κώστα, αυτός δεν μιλούσε πολύ μα ούτε και διαλαλούσε το εμπόρευμά του. Έχω την εντύπωση πως ήταν κωφάλαλος.

Ακόμη θυμάμαι το γερο-Βότση που για να θρέψει την πολυμελή οικογένειά του γυρνούσε την Ερμού από μαγαζί σε μαγαζί του δρόμου αυτού πουλώντας λαχνούς, πότε  για ένα μεγάλο ψάρι που κουβαλούσε στην πλάτη του και πότε για ένα τσαμπί μπανάνες ή ό,τι ακόμη έβρισκε το οποίο θα μπορούσε να μπει σε κλήρο. Αρκετές φορές ίσως για να ξεχάσει τα βάσανά του, το έριχνε στο κρασί – τον θυμάμαι τύφλα στο μεθύσι. Ήσαν τότε πολλοί οι βασανισμένοι άνθρωποι από την ανέχεια και την ανασφάλεια του πολέμου και της Κατοχής. «Για να ξεχνάω τα κοπανάω τις νύχτες και τα δειλινά», που τραγουδούσε ο γνωστός μεθύστακας Ορέστης Μακρής.

Επίσης αξέχαστος θα μου μείνει ο Μπουρίκος όπως τον έλεγαν, παρ’ όλο που δεν ξέρω αν αυτό ήταν το όνομά του ή το παρατσούκλι του. Ήταν περίπου τότε δώδεκα χρόνων και γύριζε κι αυτός στην περιοχή κάνοντας τον δικό του αγώνα επιβίωσης, για να συντηρήσει τον εαυτό του και τα μικρότερα αδέλφια του. Έκλεβε διάφορα ασπρόρουχα, σεντόνια, κουβέρτες, χαλιά αλλά και ρούχα, τα οποία αντάλλασσε στους μαυραγορίτες παίρνοντας ψωμί, ζάχαρη ή σταφίδες. Η μέθοδος που χρησιμοποιούσε ήταν ευρεσιτεχνία του και βασιζόταν στη γάτα που κουβαλούσε σε μία σακούλα την οποία πετούσε στα μπαλκόνια ή τα παράθυρα που είχαν απλωμένα ρούχα, με αποτέλεσμα εκείνη να γαντζώνεται απ’ αυτά ρίχνοντάς τα στα χέρια του.

Έτσι όπως περιέγραψα τώρα τη μέθοδο του Μπουρίκου, για να εξασφαλίσει λίγη τροφή, μού ’ρθε στον νου ότι την ίδια εποχή κάποια μεσημέρια, τα παιδιά της γειτονιάς μα κι εγώ μαζί –εν αγνοία βέβαια του πατέρα μου– ακολουθούσαμε τους Γερμανούς όταν έπαιρναν και μετέφεραν το συσσίτιό τους από το πρώην τρελοκομείο στο σπίτι που είχαν επιτάξει. Κατόπιν περιμέναμε, πολλές φορές παρακαλώντας κιόλας, κάτω από τα παράθυρά τους να μας πετάξουν λίγα αποφάγια κουραμάνας ή άλλου φαγητού για να κορέσουμε κάπως την πείνα μας. Μου ’χει μείνει έντονα στη μνήμη πως ανάμεσά τους ήταν κι ένας Αυστριακός στρατιώτης που λεγόταν Πίτας, ο οποίος μας άλειβε κάποιες φέτες με μαργαρίνη και μας τις μοίραζε.

Στις πιο καλές όμως μέρες, θυμάμαι με νοσταλγία τον κυρ Ανέστη τον καφεπώλη και χαλβατζή που ζύμωνε σε σκάφη χρησιμοποιώντας τους αγκώνες του τον ζεστό χαλβά που έφτιαχνε με ταχίνι, ζάχαρη και τσουένι. Σαν περνούσα από εκεί μ’ έστελνε να πάρω από τον απέναντι φούρνο του Τσεκούρα ένα ψωμάκι που το άνοιγε και μου έβαζε μέσα ένα κομμάτι ζεστό χαλβά˙ δεν έχω φάει πιο νόστιμο γλυκό απ’ αυτό στη ζωή μου. Το εσωτερικό του μαγαζιού του που για να μπεις κατέβαινες δύο σκαλάκια, μοσχοβολούσε από τους καφέδες. Ο πατέρας μου του είχε ζωγραφίσει σ’ όλο το μήκος ενός τοίχου περίπου έξι μέτρων μια σκηνή με ένα καραβάνι, το οποίο μέσα σε μία ατμόσφαιρα που θύμιζε σούρουπο διέσχιζε ένα αραβικό τοπίο με φοίνικες και αμμόλοφους, μεταφέροντας φορτία με καφέδες.

❃❃❃

Πρέπει να σας πω πως πολύ αργότερα, όταν πια άλλαξε δραματικά ο αστικός τρόπος ζωής λόγω της όλο και αυξανόμενης χρήσης των μέσων μεταφοράς –τρένο, λεωφορείο και ιδιωτικό αυτοκίνητο–  πολλοί καταστηματάρχες δεν ήσαν πλέον κάτοικοι της περιοχής άλλα έρχονταν από αλλού μόνο για να λειτουργήσουν τα μαγαζιά τους. Έτσι σιγά σιγά άρχισαν να υπάρχουν και άγνωστοι άνθρωποι στην οδό Ερμού, ξένοι μεταξύ ξένων. Τότε όμως ακόμη, τη εποχή που περιγράφω οι λιγοστοί κάτοικοί της γνωρίζονταν καλά μεταξύ τους με αποτέλεσμα ο δρόμος αυτός να είναι απ’ άκρης σ’ άκρη μια φιλική γειτονιά. Θυμάμαι πως όταν είχε αρρωστήσει βαριά ο κυρ Αντρέας Χαϊμαντάς που είχε το καρβουνιάρικο απέναντι από το μαγαζί μας, όλοι οι κάτοικοι στην Ερμού ρωτούσαν με αγωνία καθημερινά για την πορεία της υγείας του. Υπήρχε ένα ψυχικός δεσμός μεταξύ των ανθρώπων αυτού του δρόμου.

 

Καφενείο με άτεχνη επιγραφή

Πιο δυνατό δεσμό είχαν αυτοί που τους ένωνε η κοινή καταγωγή τους από τη Μικρά Ασία και δεν ήσαν λίγοι: ο Βαφειάδης, ο Σπυριδωνίδης, ο Συμεωνίδης, ο Λευκοφρύδης, ο Παυλίδης, ο Γαϊτανίδης, οι Γιώργης, Σάββας και Ιωάννης Γεωργιάδης, ο Αλεπικός, ο Καραμπέτ, ο Σάββας Παυλίδης, ο Παπαδόπουλος, ο Ακιγιάν, ο Σιδηρόπουλος και αρκετοί άλλοι που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Όλοι ήσαν με καταστήματα στην οδό Ερμού και λόγω καταγωγής με ήξεραν και μ’ αγαπούσαν. Με συγκίνηση θυμάμαι που ο πατέρας μου μου ’λεγε να πηγαίνω σ’ όποιο μαγαζί ήθελα και να τρώω ό,τι τραβούσε η όρεξή μου. Τότε ήμουν δέκα χρόνων και η Κατοχή ήταν παρελθόν. Κατόπιν, εκείνος περνώντας πλήρωνε τη ζημιά, αφού προηγουμένως τον είχα ενημερώσει για την πάστα στα «ΚΥΒΕΛΕΙΑ», τους λουκουμάδες στου Καραμανλάκη, το γιαούρτι στου Αυγερόπουλου ή την τυρόπιτα στου Τσεκούρα.

Αυτοί όλοι οι πρόσφυγες που εδώ τους αποκαλούσαν «τουρκόσπορους», είχαν μεταξύ τους αλληλεγγύη, κατανόηση και αλληλοϋποστηρίζονταν. Η λέξη «τουρκόσπορος» τους πίκραινε γιατί όπως έλεγαν στις εκκλησίες της Σμύρνης και των Αδάνων όταν έβγαινε ο δίσκος για την Ελλάδα γέμιζε μέχρι επάνω με μπαγκανότες και χρυσές λίρες.

Την αδελφή του πατέρα μου και θεία μου Ελισάβετ,  επτά χρόνων τότε, επειδή στο σχολείο την κορόιδευαν φωνάζοντάς την «τουρκοσποράκι» αναγκάστηκαν να τη γράψουν στο ιδιωτικό σχολείο του Γκολτσίνα που ήταν κάπου στο όρια του Μαρουσιού και της Κηφισιάς πληρώνοντας μέσα στην ανέχειά τους δίδακτρα. Αυτή η ίδια μου έλεγε πως είχε δάσκαλο κάποιον Παπαδόπουλο, που τον γνώρισα αργότερα υπέργηρο στο μαγαζί του πατέρα μου, ο οποίος παραδέχτηκε ότι τότε υπήρχε πράγματι έντονος ρατσισμός, κάτι που άλλωστε συμβαίνει και στις μέρες μας με τους πρόσφυγες από τη Συρία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν και την Αφρική.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας