Στο φύλλο αυτό της εφημερίδας, ο γνωστός γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης μας αφηγείται, με τον γλαφυρό και παραστατικό του τρόπο τα χρόνια που έζησε στην γειτονική Πεύκη, το πρώτο σπίτι της οικογένειάς του και την ζωή στο ήσυχο αυτό προάστιο της εποχής εκείνης.
Όπως έχω ήδη αναφέρει, δικό μας σπίτι μπορέσαμε να αποκτήσουμε το 1946 όταν πρωτοπήγα στο γυμνάσιο Αμαρουσίου. Ήταν στην Μαγκουφάνα, τη σημερινή Πεύκη, γωνία Κουντουριώτου και Ρήγα Φεραίου. Όλη η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη εκτός από τους προσφυγικούς συνοικισμούς που βρίσκονταν προς τη βόρεια και νότια πλευρά της. Ο καθαρός αέρας από τα πεύκα και τα θυμάρια ήταν έντονα αισθητός. Στο σπίτι μας στην αρχή ενώ είχε τέσσερα δωμάτια, κατοικήσαμε μόνο στα δύο από αυτά αν και ήταν ακόμη ημιτελή. Τουαλέτα και κουζίνα υπήρχαν στη μικρή παράγκα έξω από το σπίτι με αποχέτευση σε βόθρο όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα λιγοστά σπίτια που υπήρχαν τριγύρω. Οι δρόμοι ήσαν χωμάτινοι, κι όπως ήταν φυσικό δεν υπήρχε ακόμα ρεύμα, νερό και τηλέφωνο. Φωτιζόμασταν με λάμπες πετρελαίου ενώ το νερό μάς το έφερνε με το κάρο του ο Μανώλης απ’ τα αρτεσιανά του Αργύρη και του Κοτζαμάνη. Για ζεστασιά είχαμε μια ξυλόσομπα και το μαγκάλι με την πυρήνα.
Στο πιο κεντρικό σημείο της περιοχής στην δέκατη τρίτη στάση των λεωφορείων υπήρχε μόνο ένα περίπτερο, του Κώστα, κι ένα καφενείο, του κυρ Γιάννη, που έψηνε και σουβλάκια. Επίσης όλη η περιοχή εξυπηρετείτο από τα παντοπωλεία του Κυρμιζά στη Δωδέκατη στάση, του Μανωλάκη λίγο πιο κάτω από το άλσος Μορέλα και του Μακρή κάτω από το σπίτι του αρχιτέκτονα Χάρη Βαρδαξόγλου στον Άγιο Παντελεήμονα, ενώ λίγο αργότερα άνοιξε και ακόμη ένα στη Δωδέκατη στάση, αυτό του Μπίτσικα. Πολύ κοντά μας υπήρχε ένα τεράστιο κτήμα με φιστικιές και μια στέρνα που ήταν του Σταματάκη. Τώρα τη θέση του καταλαμβάνει ένα πευκόφυτο άλσος, με ένα δημοτικό παιδικό σταθμό και πολυκατοικίες. Διοικητικά εκείνη την εποχή, όπως ανέφερα και στη αρχή της διήγησής μου, η Μαγκουφάνα ανήκε στον Δήμο Αμαρουσίου, λίγο όμως μετά την εγκατάστασή μας εκεί έγινε κοινότητα και όπως θυμάμαι το Πάσχα του 1946 λειτούργησε για πρώτη φορά η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα – στο σημερινό βέβαια υπόγειο μια και ο ναός δεν είχε κτισθεί ακόμα. Οι ιερείς είχαν έλθει από τους Αγίους Αναργύρους του Μαρουσιού που τους γνώριζα, πολύ περισσότερο τον παπα-Λεωνίδα γιατί στην ενορία του ντυνόμουνα παπαδάκι. Κατοικούσε στο ισόγειο του γνωστού τρελοκομείου της οδού Μόσχα κι είχε πολλά παιδιά, ανάμεσα σε αυτά και μια κόρη που μου άρεσε πολύ.
❃❃❃
Ο πρώτος πρόεδρος της κοινότητας της Μαγκουφάνας ήταν ο Μανώλης Τρυπιάς, ο οποίος με εκτιμούσε ιδιαίτερα, όπως άλλωστε τον εκτιμούσα κι εγώ. Όταν μάλιστα είχα πάρει το πτυχίο μου της γλυπτικής μού ζήτησε να φιλοτεχνήσω το πρώτο ηρώο της Μαγκουφάνας. Ήταν ένα άτομο δραστήριο και τολμηρό που δούλευε ακούραστα για να νοικοκυρέψει το προάστιο. Στο παρελθόν υπήρξε σωματοφύλακας γνωστών πολιτικών όπως του Νικολάου Πλαστήρα και του Σοφοκλή Βενιζέλου, των οποίων τις προτομές σε ορείχαλκο φιλοτέχνησα αργότερα κατόπιν παραγγελίας του, ώστε να τοποθετηθούν στις δύο κεντρικές πλατείες της μετέπειτα Πεύκης.
Ο Μανώλης Τρυπιάς με τις γνωριμίες και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε σε μικρό χρονικό διάστημα να φέρει στην κοινότητα ρεύμα, νερό και τηλέφωνο, καθώς επίσης και να ασφαλτοστρώσει κάποιους κεντρικούς δρόμους – ανάμεσα σ’ αυτούς και την οδό Κουντουριώτου αφού στο τέλος της βρισκόταν η κατοικία του. Στην αρχή βέβαια, δεν υπήρχε υδροδότηση κατευθείαν στα σπίτια, απλά μόνο σε κάποιες γωνιές των δρόμων υπήρχαν βρύσες τις οποίες άνοιγε εκ περιτροπής ένας υπάλληλος της κοινότητας κάθε δύο ή τρεις μέρες και μόνο για μία ώρα, προκειμένου να προμηθευτούμε νερό. Για μεγάλη χαρά της μάνας μου μία απ’ αυτές τις βρύσες ήταν στη γωνία του σπιτιού μας, Ρήγα Φεραίου και Κουντουριώτου. Μέχρι τότε το πόσιμο νερό το παίρναμε με κανάτια απ’ το πηγάδι του Βασιλόπουλου που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από εμάς, κοντά στην εκκλησία.
Αυτοκίνητα πολλά, όπως είπα, δεν κυκλοφορούσαν παρά μόνο τα παμπάλαια λεωφορεία της γραμμής Μαρούσι-Αθήνα μέσω Μαγκουφάνας, Ηρακλείου, Νέας Ιωνίας, τα οποία έκαναν μιάμιση ώρα για να φτάσουν, αν δεν χαλούσαν στη διαδρομή. Όταν λοιπόν, αραιά και πού, περνούσε κάποιο αυτοκίνητο από τους χωμάτινους δρόμους της περιοχής σηκώνοντας σύννεφα σκόνης, τις περισσότερες φορές ξέραμε προτού καν εμφανιστεί, ότι ήταν του προέδρου Τρυπιά που από τη θητεία του σαν μπράβος, είχε αγοράσει μια κούρσα ξεσκέπαστη σπορ και έτρεχε μ’ αυτή σαν δαιμονισμένος.
Παμπάλαια λοιπόν, τα λεωφορεία που έκαναν σε αραιά διαστήματα τα δρομολόγια της περιοχής, έτσι συνήθως από τη Μαγκουφάνα στο γυμνάσιο του Μαρουσιού πήγαινα, αν βέβαια δεν έβρεχε, με τα πόδια παρέα με τους γειτόνους μου Βαγγέλη Βαργαρήγο, τα αδέλφια Μαίρη και Μενέλαο Χατζηδημητράκη, τον Σταύρο Κυρμιζά, τη Νάντια Κωνσταντοπούλου που τη φωνάζαμε Κωστούλα και τον Βαγγελάκη τον Ρούσο. Θυμάμαι πως όπως κατεβαίναμε στο Μαρούσι ακολουθώντας τη διαδρομή του λεωφορείου περνάγαμε κι από τη στάση που είχε την περίεργη ονομασία «Δώδεκα και μισή». Η «Δώδεκα και μισή» στάση του Σταματάκη προέκυψε επειδή η απόσταση από τη Δωδέκατη μέχρι την Δέκατη τρίτη ήταν μεγάλη και ενδιάμεσα εκτός από το ότι υπήρχαν αρκετοί κάτοικοι, κυρίως στην Κουντουριώτου που έπρεπε να εξυπηρετηθούν, επιπλέον βρισκόταν και το σπίτι του Τρυπιά. Ο ίδιος λοιπόν, μερίμνησε για τη δημιουργία αυτής της αλλοπρόσαλλης στάσης που τις περισσότερες φορές οι οδηγοί των λεωφορείων δεν την τηρούσαν με αποτέλεσμα να έχουμε καθημερινά καυγάδες μέχρι που η στάση αυτή έγινε «Δωδέκατη» και άλλαξαν νούμερο όλες οι άλλες.
Αρκετά όμως σας κούρασα με τα της Μαγκουφάνας, μα όλα αυτά που προανέφερα παίζουν κάποιο ρόλο στη σχέση μου με το Μαρούσι μια και η ζωή μου εξελίχτηκε σε αυτές τις δύο περιοχές, οι οποίες ήταν τότε συνυφασμένες στο μυαλό μου αφού την οδό Ερμού την αισθανόμουν να επεκτείνεται προς την Πεύκη αλλάζοντας μόνο ονομασία.