Η Οδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Ο Γιώργος Γεωργιάδης συνεχίζει σε αυτό το απόσπασμα να μας διηγείται με γλαφυρό τρόπο την ζωή στο Μαρούσι μιας άλλης εποχής, τόσο παραστατικά που οι εικόνες είναι λες και ζωντανεύουν μπροστά στα μάτια μας. Η ποτίστρα του δήμου, ο αρκουδιάρης, ο λατερνατζής αλλά και η πομπή που ακολουθούσε τις κηδείες, χαρακτηριστικά από το παρελθόν που όσο πάει χάνεται στο βάθος του χρόνου….

 

Μία εντελώς διαφορετική εικόνα που έχει μείνει στο μυαλό μου τόσα χρόνια, είναι εκείνη της οδού Ερμού όταν απ’ αυτήν περνούσαν εν πομπή οι κηδείες, με προορισμό το νεκροταφείο που βρισκόταν στα σύνορα του Αμαρουσίου με τα Μελίσσια. Το παλαιότερο νεκροταφείο του Μαρουσιού ήταν όλη η σημερινή πλατεία Αγίας Λαύρας. Δεν μπορώ να ξεχάσω πως μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος το 1940, εκεί σ’ αυτή την πλατεία που τώρα είναι γεμάτη από κόσμο και μαγαζιά, σκάβοντας οι εργάτες για να φτιάξουν τα σε σχήμα ζικ-ζακ καταφύγια, ξέθαβαν και σκελετούς. Οι πομπές από τις κηδείες λοιπόν, που διέσχιζαν την οδό Ερμού δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο.

Αν ήταν καλοκαίρι περνούσε πρώτα το μικρό βυτιοφόρο του δήμου, η «ποτίστρα»,  που οδηγούσε ο κυρ Σπύρος –όπως θυμάμαι πως τον έλεγαν– και κατάβρεχε αριστερά και δεξιά τον δρόμο με νερό που πετούσε με πίεση εν είδει βεντάλιας. Το κουρνιαχτό που σηκωνόταν σκέπαζε τα πάντα και οι καταστηματάρχες έκλειναν τις πόρτες τους, για να γλυτώσουν απ’ το σύννεφο της σκόνης. Κι όμως παρά το ότι ο δρόμος ήτανε παραμελειμένος, τα μαρμάρινα ρείθρα των πεζοδρομίων τόσο της οδού Ερμού όσο και των άλλων δρόμων του Μαρουσιού άστραφταν. Κάθε δέκα περίπου μέρες τα άσπριζε με μια βούρτσα και ασβέστη κάποιος που του ανέθεταν τη δουλειά οι καταστηματάρχες έναντι μικρής αμοιβής.

Να επανέλθουμε στα των κηδειών. Μπροστά λοιπόν, στην αρχή της πομπής πήγαινε συνήθως ο Κανέλλος ο λούστρος και μέγας γευσιγνώστης των κρασιών του Μαρουσιού, κρατώντας έναν ξύλινο σταυρό. Ακολουθούσε το φέρετρο στους ώμους τεσσάρων ανδρών, ξεσκέπαστο με τον μακαρίτη ή τη μακαρίτισσα μέσα, κατά πόδας κάποιος ο οποίος μετέφερε το κάλυμμά του, εν συνεχεία ο ιερέας με τον ψάλτη και από πίσω οι άμεσοι συγγενείς με τους απαραίτητους κλαυθμούς και οδυρμούς. Οι καταστηματάρχες συνήθως διέκοπταν τη δουλειά τους κι έβγαιναν στο πεζοδρόμιο κάνοντας τον σταυρό τους και ψιθυρίζοντας: «Θεός σχωρέστον, τον άνθρωπο» και «Καλό ταξίδι».

Αλλά υπήρχαν και οι ευχάριστες εικόνες από τον δρόμο αυτό. Κάποιες φορές περνούσε  ένας αρκουδιάρης που χτυπώντας ρυθμικά το ντέφι του και κρατώντας ένα μακρύ ραβδί που είχε κάτω από τη μασχάλη του, έκανε την αρκούδα να χορεύει κρατώντας την συγχρόνως από μια χοντρή αλυσίδα. Εμείς το τσούρμο τρέχαμε από πίσω για να χορτάσουμε το θέαμα. Επίσης περνούσε και ένας λατερνατζής που γέμιζε με καμπανιστούς ήχους το δρόμο αυτό. Οι περαστικοί και οι μαγαζάτορες του έριχναν χρήματα στο ντέφι του.

❃❃❃

Ας συνεχίσω όμως με τα μαγαζιά της οδού Ερμού. Κοντά στον σταθμό, εκεί  που άρχιζε ο δρόμος, υπήρχε ένα στιλβωτήριο υποδημάτων το οποίο διέθετε μπρούντζινα υποπόδια στηρίγματα και ψηλά ένα είδος καναπέ με κάλυμμα από κόκκινο βελούδο, για να κάθεται ο πελάτης. Ο ιδιοκτήτης του, όπως θυμάμαι, είχε δύο ή τρία παιδιά κι έμενε στο πίσω μέρος του μαγαζιού το οποίο εξωτερικά είχε μια μεγάλη επιγραφή –έργο του πατέρα μου– με τη λέξη «CORDONERIE».  Θυμάμαι ότι το αστείο ήταν πως έκανε ομοιοκαταληξία με την επιγραφή «ΟΥΖΕΡΙ» –φτιαγμένη κι αυτή από τα χέρια του πατέρα μου– του μαγαζιού που βρισκόταν ακριβώς απέναντι, το οποίο ήταν το καφενείο του κυρ Σπυριδωνίδη, του γονιού των φίλων μου Προδρόμου και Δέσποινας. Λίγο πιο ψηλά βρίσκονταν τα μανάβικα του Δέδε, που ο γιος του ήταν συμμαθητής μου, και του Γκούφα κι ανάμεσά τους το καφεκοπτείο και χαλβατζίδικο του κυρ Ανέστη Συμεωνίδη με το παχύ μουστάκι που όπως κι από εκείνο των αδελφών Μερκούρη, όταν καβούρντιζε τον φρέσκο καφέ έξω από την πόρτα του μοσχοβολούσε ο τόπος όλος.

Τα απογεύματα περνούσε από τα μαγαζιά ένας οδηγός ενός φορτηγού αυτοκινήτου και έπαιρνε παραγγελίες από τον καθένα, τι ήθελε να του φέρει από την Αθήνα. Ο πατέρας μου του έλεγε να φέρει δύο φιάλες οξυγόνου, ο Γούλας ένα βαρέλι φέτα, ο κυρ Θόδωρος ένα δέμα μπαμπάκι κ.λ.π. Την άλλη μέρα αυτός γύρω στο απομεσήμερο, έφερνε τις παραγγελίες και τις άφηνε μπροστά στα μαγαζιά που είχαν κλείσει, τις οποίες δεν τις πείραζε κανείς.  Το βραδάκι λοιπόν, ξαναπερνούσε για να πληρωθεί και να πάρει τις καινούργιες παραγγελίες. Όλη αυτή η διαδικασία με εντυπωσίαζε και ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του δρόμου.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας