Τα ιστορικά κανατάδικα αναφέρει στο νέο του απόσπασμα ο Γιώργος Γεωργιάδης και συνεχίζει την αφήγηση των καταστημάτων και των εμπόρων της οδού Ερμού. Το παπλωματάδικο του κυρ Θόδωρα, το παντοπωλείο του Ράμου, τα ψιλικά του Αντώνη Πετρούτσου, ο φούρνος του Παπασυμεών, το υποδηματοποιείο του Γεμελιάρη και το μανάβικο του Αντρέα Χαιμαντά συμπληρώνουν την εικόνα της οδού Ερμού, λίγα μόλις χρόνια μετά τον πόλεμο και την Κατοχή.
Στο τσαγκάρικο λοιπόν του μπαρμπα-Σπύρου και το φωτογραφείο του Μανώλη σύχναζα παρατηρώντας την τέχνη τους όταν δεν με χρειαζόταν ο πατέρας μου, όμως κοντά σ’ εκείνον ήταν που έμαθα να κάνω τις περισσότερες δουλειές. Κατ’ αρχάς συνήθισα στην τάξη και τη μέθοδο, αλλά το κυριότερο αντιλήφθηκα τι σημαίνει επαγγελματισμός βλέποντας τη συνέπεια που έδειχνε σε κάθε υποχρέωση που αναλάμβανε – εφόδιο που με βοήθησε αργότερα και στη δική μου σταδιοδρομία. Έτσι για αρχή, προκειμένου να κερδίζω κάποια χρήματα και να τα εκτιμώ, μου έμαθε να φτιάχνω επιγραφές καταστημάτων. Διδάχθηκα λοιπόν από μικρό παιδί –κι αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπε ο παππούς μου πριν πεθάνει– πως η εργασία είναι ευλογημένη και συνυφασμένη με τη ζωή του ανθρώπου.
Έτσι όπως μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα της οδού Ερμού με τα μαγαζιά της στα τέλη της δεκαετίας του τριάντα, είναι ακριβώς η ίδια μ’ αυτήν σε ένα έργο του πατέρα μου. Αριστερά στον πίνακα το μαγαζί μας, στην άλλη άκρη το παπλωματάδικο του κυρ Θόδωρα κι ανάμεσά τους το τσαγκάρικο του κυρ Σπύρου, η ξύλινη πόρτα του Σιδέρη και δύο δίπατα μικρά σπίτια μ’ ένα μπαλκονάκι γεμάτο γλάστρες που έβλεπε στον δρόμο. Ήταν γραφικά και στο ισόγειό τους είχαν χώρο για τα ζώα – μια κατσίκα και ένα γαϊδουράκι. Πολλά τέτοια σπιτάκια στο Μαρούσι ήσαν Σιφνιών κανατάδων που είχαν εργαστήρια κεραμικής γιατί εδώ υπήρχε αργιλόχωμα, κοκκινόχωμα όπως το ’λεγαν στη δουλειά τους, μα και πολλή πελατεία Το σημείο στο οποίο βρίσκονταν τα εργαστήριά τους που δεν ήταν και λίγα, ονομαζόταν Κανατάδικα και αποτελούσε σημείο αναφοράς για την περιοχή αφού ανεβαίνοντας το λεωφορείο της γραμμής από την Αθήνα, σαν άρχιζε να μυρίζει ο καπνός από τα καμίνια ήξερες ότι φτάνεις στο Μαρούσι.
Δίπλα σ’ αυτά τα δύο σπιτάκια υπήρχε όπως ανέφερα, το παπλωματάδικο του κυρ Θόδωρα που καθώς θυμάμαι είχε κάποιο πρόβλημα στο ένα του μάτι, κατόπιν το παντοπωλείο του Ράμου και συνεχίζοντας νοερά τον πίνακα το κατάστημα ψιλικών του Αντώνη Πετρούτσου από τον οποίο είχαμε νοικιάσει όταν ήμουν δύο χρόνων το δεύτερο σπίτι στο Μαρούσι κοντά στα σχολεία. Ο μικρός του γιος ο Στέλιος ο Κουλού ήταν φίλος μου. Τον θυμάμαι που ήταν ένα παιδάκι αδύνατο γιατί ο μπαμπάς του για να μην παχύνει του έκανε ειδική δίαιτα, εμπειρική όπως έλεγε με ελιές και νερό. Εδώ, με την ευκαιρία αυτής της ιδιότυπης διατροφής θέλω να επισημάνω πως αν και έχουν μεσολαβήσει τόσα χρόνια από τότε, προσπαθώ όσο μου είναι δυνατό να είμαι σαφής και όλα όσα περιγράφω να είναι ακριβώς ό,τι είδα και άκουσα κατά καιρούς.
❃❃❃
Μετά λοιπόν το μαγαζί του Πετρούτσου και στη γωνία πλέον της Ερμού με την Πλαστήρα, ήταν το κατάστημα του Δαμουλάκη που με την πανέμορφη Ελένη την κόρη του που στο μυαλό μου φάνταζε σαν την ωραία Ελένη της Τροίας, είμασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. Στην απέναντι γωνία ήταν ο φούρνος του Παπασυμεών ο οποίος θυμάμαι πως κούτσαινε. Έφερνε βόλτα τη δουλειά μαζί με τη γυναίκα του κι είχε δύο κόρες κι έναν μικρό γιο που σκοτώθηκε σ’ αυτό ακριβώς το σημείο του δρόμου μαζί με άλλα δύο αγόρια παίζοντας με ένα εγκαταλειμμένο βλήμα όλμου. Ήταν μια πραγματική τραγωδία που οδήγησε την Καιτούλα την αμέσως μεγαλύτερη αδελφή του, σε νευρικό κλονισμό. Θυμάμαι πως σ’ αυτόν τον φούρνο του Παπασυμεών έφερναν οι Μαρουσιώτισσες αμέσως μετά τον πόλεμο, τα ζυμωτά ψωμιά τους σε πινακωτές, για να τα ψήσουν και μοσχοβολούσε ο τόπος. Μα θυμάμαι και πρωτύτερα κατά τη διάρκεια του πολέμου, την ουρά από κόσμο έξω από την πόρτα του, ο οποίος περίμενε με το δελτίο ψωμιού τα γνωστά τότε κουπόνια στο χέρι, για να πάρει ένα μικρό κομμάτι μπομπότα που φτιαχνόταν από καλαμποκάλευρο κι αλεύρι από κεχρί το λεγόμενο σκουπάλευρο. Το σπίτι της οικογένειας Παπασυμεών βρισκότανε πάνω από τον φούρνο κι είχε είσοδο απ’ την οδό Πλαστήρα.
❃❃❃
Ανεβαίνοντας πιο ψηλά στην Ερμού, προς τον σταθμό του τρένου ήταν το μικρό μπακάλικο του Μαρίνου με λιγοστά πράγματα και δίπλα το τυροπωλείο του Γούλα που ’χε για κράχτες ψεύτικα από ξύλο κεφαλοτύρια στο πεζοδρόμιο και μια ξύλινη καρδάρα με κρεμασμένα σε σακουλάκια στραγγιστά γιαούρτια. Μετά ήταν ένα μεγάλο κατάστημα νεωτερισμών του Μήλα που έβρισκε κανείς ό,τι ζητούσε από υφάσματα ως και είδη ραπτικής.
Ο ίδιος ο Μήλας ήταν και επί πολλά χρόνια πρόεδρος των επαγγελματιών του Μαρουσιού. Ακολουθούσε το μαγαζί των αδελφών Δούση που κατά διαστήματα άλλαζε εμπορεύματα και κάποια καλοκαίρια μάλιστα, πουλούσε παγωμένα καρπούζια λόγω του μεγάλου ηλεκτρικού ψυγείου που είχε απομείνει από το ιχθυοπωλείο που είχαν προηγουμένως. Στον όροφο πάνω απ’ όλα αυτά τα μαγαζιά του Γούλα, του Μαρίνου και του Μήλα, υπήρχαν κάποιες κατοικίες με μπαλκόνια που έβλεπαν στον δρόμο. Συνεχίζοντας, και αντίκρυ από το φωτογραφείο του Μπαμπιολάκη, ήταν το υποδηματοποιείο του Γεμελιάρη –σχεδόν απέναντι από το μαγαζί μας–, που είχε όπως θυμάμαι ένα πατάρι στο βάθος όπου εκεί δούλευαν δύο τεχνίτες και ο γερο-Γεμελιάρης, με μία ηλεκτρική λάμπα μονίμως αναμμένη η οποία κρεμόταν πάνω από τον κοινό τους πάγκο. Τα δύο ανίψια του Γεμελιάρη, ο Λουκάς και ο Νίκος Κουντουράκης ήταν πολύ φίλοι μου.
Ίσως να σας κάνουν εντύπωση οι πολλές και στενές φιλίες σε μια τόσο μικρή κοινωνία ανθρώπων όπως αυτή της οδού Ερμού, όμως πρέπει να σκεφτούμε πως μιλάμε για την αμέσως μεταπολεμική περίοδο. Τώρα μπορώ να πω πως ένιωθα να υποφώσκει μία εν δυνάμει ενέργεια σε κάθε άνθρωπο που ζούσε και δούλευε εκεί. Εκείνα τα χρόνια υπήρχε διάχυτη διάθεση αισιοδοξίας, ανακούφισης λόγω της απαλλαγής από τη γερμανική κατοχή καθώς και έντονης ανάγκης κοινωνικοποίησης των ανθρώπων. Τους είχε όλους αγγίξει ο φόβος από την καταιγίδα του πολέμου που είχαν πλέον αφήσει πίσω και η αλλαγή στην ατμόσφαιρα ήταν αισθητή σε κάθε εκδήλωση της καθημερινότητάς του. Οι κάτοικοι της περιοχής μα και οι καταστηματάρχες είχαν αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς, οι σχέσεις τους ήταν άριστες και σπάνια διέκρινε κανείς επιθετικό ανταγωνισμό μεταξύ τους. Οι συζητήσεις τους γίνονταν πάντα σε φιλικό τόνο και παρ’ όλο που είχαν καταργήσει τον πληθυντικό, υπήρχε σεβασμός ανάμεσά τους αλλά και εκτιμούσαν ο ένας το επάγγελμα του άλλου.
Υπήρχε λοιπόν, απέναντι από το μαγαζί του πατέρα μου το υποδηματοποιείο του Γεμελιάρη με το παταράκι-εργαστήριο και δίπλα του το καρβουνιάρικο και μανάβικο του Αντρέα Χαϊμαντά. Κρατούσε το μαγαζί μαζί με τη γυναίκα του Ελένη κι έμεναν πάνω από αυτό, είχε δε δύο παιδιά κοντά στην ηλικία μου τον Γιάννη και τη Μαρία που μια και γειτονεύαμε έκανα παρέα μαζί τους. Στην αυλή τους πίσω από το μαγαζί υπήρχε ένα πηγάδι με μαγκάνι σκεπασμένο από μία τζιτζιφιά κι απ’ αυτό πίναμε νερό.