Το αίτημα κάποιων εκ των οικογενειών για εκταφή των θυμάτων της μεγάλης τραγωδίας των Τεμπών, προκειμένου να γίνει εξέταση DNA αλλά και τοξικολογική διερεύνηση, αποτελεί άσκηση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Του δικαιώματος των οικογενειών να γνωρίζουν την αλήθεια για την τύχη των αγαπημένων τους και τις πραγματικές αιτίες του θανάτου τους.
Το δικαίωμα μάλιστα προσφυγής στην Δικαιοσύνη και στην αλήθεια είναι ατομικό και απαράγραπτο, δεν χάνει την ισχύ του επειδή δεν το ασκούν όλοι οι δικαιούχοι. Ο καθένας έχει αυτοτελές έννομο συμφέρον να αναζητήσει την αλήθεια για τον δικό του άνθρωπο, ανεξάρτητα από τη στάση των άλλων συγγενών.
Στο Σύνταγμα της Ελλάδας, το άρθρο 2 παρ. 1 κατοχυρώνει τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου, η οποία συνεχίζεται και μετά τον θάνατο υπό την έννοια της μεταθανάτιας αξιοπρέπειας. Η ακριβής ταυτοποίηση και ο σεβασμός των λειψάνων είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της αξίας. Παράλληλα, το άρθρο 5 παρ. 1 προστατεύει το δικαίωμα του κάθε ανθρώπου στην προσωπικότητά του, το οποίο εκτείνεται και στην οικογενειακή ταυτότητα: το δικαίωμα να γνωρίζει κανείς πού βρίσκεται και ποιος είναι ο δικός του άνθρωπος καθώς και το άρθρο 7 που αναφέρεται σε απαγόρευση κάθε προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) επιβεβαιώνει αυτή τη θέση, κρίνοντας για συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου υπήρξε άρνηση των αρχών χωρών να επιτρέψουν εξέταση DNA σε λείψανα για λόγους ταυτοποίησης, ότι αυτό συνιστά παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ (σεβασμός ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής).
Σε ότι αφορά δε την έκφραση του δικαιώματος προσφυγής, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) είναι ξεκάθαρη: το δικαίωμα αυτό δεν εξαρτάται από συλλογική βούληση, αλλά από την ατομική ανάγκη πρόσβασης στην πληροφορία και στην δικαστική διερεύνηση. Το Δικαστήριο σε ανάλογες περιπτώσεις για εκταφή, αναγνώρισε ότι η επιθυμία ενός μόνο προσώπου να προβεί σε εξέταση DNA αρκεί για να ενεργοποιήσει την υποχρέωση του κράτους να επιτρέψει τη διαδικασία, ακόμη κι αν οι υπόλοιποι συγγενείς δεν το ζητούν.
Είναι γεγονός ότι έγιναν αρχικές εξετάσεις DNA μετά το δυστύχημα. ‘Όμως οι συνθήκες τότε ήταν χαοτικές, με διαμελισμένα σώματα, καμένα λείψανα και πίεση χρόνου. Οι ταυτοποιήσεις έγιναν γρήγορα, συχνά με ελλιπή δείγματα, ώστε να ολοκληρωθούν οι ταφές. Σήμερα, προέκυψαν ενδείξεις λαθών ή αντιφάσεων στα αποτελέσματα, και η επανεξέταση είναι φυσιολογική συνέπεια της ανάγκης για αλήθεια, όταν προκύπτουν νέα στοιχεία.
Συνεπώς, το γεγονός ότι μόνο ορισμένοι γονείς ζητούν εκταφή δεν αποδυναμώνει καθόλου την προσφυγή όσων αιτούνται την εκταφή. Η ατομικότητα του δικαιώματος είναι ακριβώς το στοιχείο που θεμελιώνει τη νομιμότητα του αιτήματος: ο καθένας δικαιούται να γνωρίζει ποιον θάβει και πώς πέθανε, ανεξάρτητα από τη στάση των άλλων.
Πέρα από τη νομική θεμελίωση, υπάρχει και η ηθική διάσταση που είναι επίσης θεμελιώδης στον ανθρώπινο κώδικα αξιών. Οι οικογένειες των θυμάτων έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν εάν είναι θαμμένοι πραγματικά συγγενείς τους όπως και αν ο θάνατος τους προήλθε αποκλειστικά από το δυστύχημα ή από άλλους παράγοντες. Η γνώση αυτή δεν είναι απλώς ιατρικό στοιχείο αλλά αποτελεί μέρος της αλήθειας και της συλλογικής ευθύνης απέναντι στα θύματα.
Οι Δικαστικές αρχές, ως θεματοφύλακες της νομιμότητας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχουν υποχρέωση να εγκρίνουν τέτοια αιτήματα όταν συντρέχουν λόγοι αμφιβολίας ή όταν προκύπτουν νέα στοιχεία. Η άρνηση χωρίς επαρκή αιτιολόγηση θα μπορούσε να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή) και του άρθρου 3 (απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση), εφόσον στερεί από τις οικογένειες την πρόσβαση στην αλήθεια και παρατείνει τον ψυχικό τους πόνο.
Η αποδοχή της εκταφής και των εξετάσεων δεν υπονομεύει την κρατική διαδικασία· την ενισχύει. Διασφαλίζει διαφάνεια, εμπιστοσύνη και δικαιοσύνη. Μια δημοκρατική Πολιτεία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα από την επιστημονική επαλήθευση. Αντίθετα, αποδεικνύει ότι σέβεται τη μνήμη των νεκρών και τον πόνο των ζωντανών.
Η βεβαιότητα της ταυτοποίησης μέσω DNA διασφαλίζει την ορθότητα των ταφικών πράξεων και η τοξικολογική ανάλυση μπορεί να αποκαλύψει αιτίες θανάτου (π.χ. έκθεση σε τοξικά αέρια ή υδρογονάνθρακες) που τροποποιούν το ποινικό και διοικητικό πλαίσιο ευθυνών. Αυτή η ανάγκη επιβεβαιώνει και την σημασία της εισαγγελικής έγκρισης ως ρυθμιστικής ασπίδας που διασφαλίζει την τήρηση της αλυσίδας φύλαξης, την εγκυρότητα της δειγματοληψίας και την αποτροπή δικανικά αμφισβητούμενων εξετάσεων και αναλύσεων. Για αυτό και πρέπει να διασφαλίσει και την απρόσκοπτη παρουσία στις εξετάσεις και των εμπειρογνωμόνων επιλογής των οικογενειών, ώστε τα ευρήματα να έχουν αποδοχή και αξιοπιστία και να μειωθεί ο κίνδυνος αμφισβήτησης.
Η αλήθεια είναι δικαίωμα, όχι παραχώρηση. Το δικαίωμα στην αλήθεια και στη διαλεύκανση της αιτίας θανάτου έχει, επιπλέον, στενή σχέση με τις υποχρεώσεις των αρχών να διεξάγουν αποτελεσματική διερεύνηση όταν υπάρχει υπόνοια αμέλειας ή εγκληματικής ενέργειας.
Συνεπώς, το αίτημα των οικογενειών για εκταφή, DNA και τοξικολογικές εξετάσεις είναι νομικά και ηθικά θεμιτό και η έγκριση της εκταφής υπό όρους διαφάνειας και δικανικής εγκυρότητας δεν αδικεί τη δημόσια τάξη αλλά την ενισχύει.
Η αναζήτηση της αλήθειας δεν μπορεί να θεωρείται εκδήλωση καχυποψίας προς την Δικαιοσύνη, αλλά μάλλον ως έκφραση εμπιστοσύνης στους θεσμούς.


































