Η Οδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Και η περιπλάνηση συνεχίζεται….. από μαγαζί σε μαγαζί και από κάθε έμπορο στην ιστορία του και στο μεράκι του. Αυθεντικές φυσιογνωμίες της εποχής και το χρώμα μιας πόλης δοσμένα με τον πιο γλαφυρό τρόπο από την συγγραφική πένα του Μαρουσιώτη γλύπτη Γιώργου Γεωργιάδη.


Το εστιατόριο στα διαγώνια με τον φούρνο του Παπασυμεών ανήκε στον κυρ Γιάννη το Σαζάνη, έναν καλοκάγαθο επαγγελματία – φίλος κι αυτός του πατέρα μου– τον οποίο θυμάμαι με τα πρεσβυωπικά και με χοντρό μαύρο σκελετό γυαλιά του ριγμένα πάντα χαμηλά στη μύτη. Εκείνη την εποχή επειδή στα ψυγεία με κολώνες πάγου τα φαγητά ήταν δύσκολο να διατηρηθούν για πολλές μέρες, συχνά άρχιζαν να ξινίζουν. Τότε ο κυρ Γιάννης έβαζε μπροστά το κόλπο με το λεμόνι. Πίσω από τον πάγκο του στο βάθος του μακρόστενου όπως θυμάμαι εστιατορίου, την ώρα που έβαζε το φαγητό στο πιάτο ρωτούσε τον πελάτη αν ήθελε και λεμόνι, στις περιπτώσεις που ο δεύτερος απαντούσε αρνητικά είχε έτοιμη την απάντηση λέγοντας πως έχει ήδη στύψει λίγο. «Δεν πειράζει, φέρ’ το», απαντούσε ο πελάτης κάποιες φορές εν γνώση του για την κοροϊδία, κι έτσι όλα πήγαιναν ρολόι.

Οι πελάτες του Σαζάνη ήταν συνήθως εργάτες ή αγρότες από άλλη περιοχή, σπάνια Μαρουσιώτες. Ο πατέρας μου όταν καμμιά φορά τρώγαμε κι εμείς εκεί, του ’λεγε προκαταβολικά και με ύφος περιπαικτικό να μη βάλει στο φαγητό λεμόνι κι αυτός γελούσε κάτω από το παχύ μουστάκι του. Εγώ, μαθητής τότε στην πρώτη γυμνασίου, ανεβασμένος στο τελευταίο σκαλί μια ψηλής ξύλινης σκάλας είχα γράψει κατόπιν παραγγελίας του στον τοίχο του μαγαζιού του «ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ ΣΑΖΑΝΗ». Η αγαπητή μου φίλη Καιτούλα Παπασυμεών που με έβλεπε από το σπίτι της το οποίο βρισκόταν απέναντι πάνω από τον φούρνο, μου φώναζε ότι θα πέσω και θα χτυπήσω μα εμένα το μόνο που μ’ ένοιαζε ήτανε το χαρτζιλίκι που θα μου ’δινε ο κυρ Γιάννης.

❃❃❃

Την τέχνη της επιγραφοποιίας την είχα μάθει από τον πατέρα μου που ήταν άτομο προικισμένο με πολλές ικανότητες και καλό γούστο. Όταν έφτασαν στην Ελλάδα μετά την περιπέτεια της Μικράς Ασίας ήταν δεκαεφτά χρόνων και μόλις είχε τελειώσει το γαλλικό κολλέγιο αφού με την εγκατάστασή τους από τα Άδανα στη Σμύρνη, είχε καταφέρει να κερδίσει έναν χρόνο. Εδώ λοιπόν στο Μαρούσι και στην οδό Ερμού άνοιξε κατάστημα εμπορίας χρωμάτων και σιδηρικών, παρακολούθησε μαθήματα βιολιού στο ωδείο και ζωγράφιζε με μανία. Έκανε επιγραφές  όλων των ειδών και μάλιστα άνοιξε εργαστήριο επιγραφοποιίας στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Πειραιώς κοντά στην Ομόνοια. Αργότερα, μετά τον θάνατο του μικρότερου αδελφού του Σάββα από φυματίωση κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ανέλαβε και το κατάστημα υδραυλικών που άφησε πίσω εκείνος. Σταμάτησε το εμπόριο και δούλεψε σαν υδραυλικός σαν να γνώριζε τη δουλειά από πριν, ενώ παράλληλα εκτός από τις επιγραφές κατασκεύαζε και πολλά είδη λευκοσιδηρουργίας, δουλειά που την είχε μάθει από τον πατέρα του και παππού μου μαστρο-Γιώργη.

Ας προχωρήσουμε όμως. Μετά την ταβέρνα του Σαζάνη υπήρχε το εμποροραφείο του Παπαδόπουλου. Ήταν μια οικογενειακή επιχείρηση προσφύγων όπου δούλευε ακόμη και ο μικρός γιος του και φίλος μου Ηλίας, με τη μόνιμη ακμή στο πρόσωπο, καθώς και η μεγαλύτερη κόρη του. Ο Παπαδόπουλος είχε ακόμη δύο κόρες, η μια ήταν συμμαθήτριά μου στο γυμνάσιο και η μικρότερη μαθήτριά μου στη «Σχολή Δοξιάδη» στο τμήμα της διακόσμησης. Παντρεύτηκε μάλιστα τον συμφοιτητή της και αργότερα συνάδελφό μου στη σχολή, Γιώργο Κουρτουμπελίδη κι ως σήμερα ζουν στην Πεύκη.

Δίπλα στο εμποροραφείο βρισκόταν μία πόρτα η οποία οδηγούσε στον επάνω όροφο από τα μαγαζιά, όπου βρισκόταν το σπίτι και το οδοντιατρείο –το μοναδικό τότε στο Μαρούσι – του Γιώργου Λευκοφρύδη. Ο Λευκοφρύδης ήταν φίλος του πατέρα μου από παλιά και εκτός από έναν γιο τον Παύλο, είχε και μια κόρη την Ελισάβετ η οποία ήταν κι αυτή σπουδάστρια και μαθήτριά μου στο «Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο».

Εκεί κοντά στην ίδια πλευρά της οδού Ερμού ήτανε ένα υποδηματοποιείο που το λειτουργούσαν δύο αδελφές μαζί με τον πατέρα τους. Αυτό το κατάστημα εν συνεχεία το ανέλαβε ο γιος της μίας εξ αυτών και αν κι έχουν περάσει τόσα χρόνια υπάρχει ακόμη, αφού ως επί το πλείστον τότε οι δουλειές πέρναγαν από τον πατέρα στο παιδί κι έπειτα στο εγγόνι. Όπως καταλαβαίνετε τα περισσότερα καταστήματα στο Μαρούσι και ειδικά στον εμπορικό δρόμο της Ερμού ήσαν οικογενειακές επιχειρήσεις έτσι οι πελάτες είχαν την ευκαιρία να γνωρίζουν σχεδόν όλα τα μέλη της οικογένειας. Παραπλεύρως ήταν και το πιο μεγάλο κουρείο του «Εγγλέζου» με τρεις κουρείς

Και φτάνουμε στη συμβολή της οδού Ερμού με την οδό Διάμεση. Εδώ υπήρχε το πολύ ωραίο γωνιακό ζαχαροπλαστείο του πρόσφυγα Κυριάκου Γαϊτανίδη και του μεγαλύτερου γιου του. Ο παππούς Γαϊτανίδης που είχε ανοίξει αυτό το μαγαζί ήταν ένας απλός άνθρωπος, γνήσιος κι αυθεντικός ανατολίτης μα και καλός χριστιανός. Τον έβλεπα που περνώντας στην οδό Ερμού έκανε κάθε τρεις και λίγο τον σταυρό του ακόμη και με το χτύπημα της καμπάνας του ρολογιού της εκκλησίας. Τα ελληνικά τα μιλούσε με δυσκολία. Κάποια φορά μάλιστα, που του ξέφυγε η τάπα από το βαρέλι του κονιάκ στο υπόγειο, πάνω στην τρομάρα του βγήκε στην Ερμού φωνάζοντας: «Τάπα! Τάπα, τάπα, τάπα!» Τέτοια ήταν η απελπισία και η βιασύνη του να ζητήσει βοήθεια που δεν μπορούσε ούτε να εκφραστεί. Ο πατέρας μου του είχε κάνει ελαιογραφία το πορτρέτο του κι αυτός τον είχε πληρώσει με είκοσι μεγάλα κουτιά μπισκότα Παπαδοπούλου, τα γνωστά πτι-μπερ. Ήτανε πριν το 1940 κι αν και τόσο μικρός θυμάμαι ότι τα έτρωγα για τόσον καιρό που τα είχα μπουχτίσει. Αργότερα μεγαλύτερος, είχα πάρει από τον πατέρα μου την άδεια, όποτε ήθελα να τρώω στο μαγαζί του εκείνες τις απίθανες πάστες σοκολατίνες που έφτιαχνε, οι οποίες μπορώ να πω πως ήταν καλύτερες απ’ αυτές του Καμπουράκη –όπως τον λέγαμε γιατί ήταν λίγο κυρτός– στα «ΚΥΒΕΛΕΙΑ» του σταθμού.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας