H Oδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Συνεχίζει και σε αυτό το απόσπασμα ο φημισμένος Μαρουσιώτης γλύπτης να μας διηγείται ιστορίες από τα καταστήματα της οδού Ερμού του Αμαρουσίου και να μας συστήνει στους καταστηματάρχες, τους πελάτες και τους περιοίκους της εποχής. Το νοσταλγικό του ταξίδι συνεχίζεται και μέσα από τα γραφόμενά του γνωρίζουμε κι εμείς το Μαρούσι μιας άλλης εποχής.  


Κάποιες φορές, όταν στον μοναδικό τότε καλοκαιρινό κινηματογράφο «ΤΙΤΑΝΙΑ» που βρισκόταν στον σταθμό έπαιζε κάποιο τούρκικο έργο, όλοι αυτοί οι πρόσφυγες που προανέφερα, μαζί και με Αρμένιους που κατοικούσαν στην περιοχή της Νερατζιώτισσας, πήγαιναν να το παρακολουθήσουν ώστε να ακούσουν τη γλώσσα που μιλούσαν κι αυτοί και να δουν, ίσως από νοσταλγία για τα χώματα που γεννήθηκαν, τους τόπους που είχαν εγκαταλείψει. Θυμάμαι πως από τον κινηματογράφο αυτόν στο διάλειμμα ακούγαμε από το μεγάφωνο με ένρινη φωνή: «Προσεχώς η Σιλβάνα Μαγκάνο και ο Αμεντέο Νατσάρι, οι δύο γίγαντες του ιταλικού κινηματογράφου, στο αριστούργημα “Πόθοι στους βάλτους”. Προσοχή μην το χάσετε!» Ακόμα και η προαγγελία για έργο του Ταρζάν με τον Τζώνη Βαϊσμίλερ κ.ά.

Λογικό είναι από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες να θυμάμαι με νοσταλγία την οδό Ερμού που άρχιζε από αυτόν τον κινηματογράφο με τις πολλές καρέκλες και τα τραπεζάκια των καφενείων που τον περιέβαλλαν, και μετά από πεντακόσια περίπου μέτρα κατέληγε κάθετα στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας ακριβώς αντίκρυ στο μεγαλύτερο παντοπωλείο του Μαρουσιού, αυτό των αδελφών Τόσκα.

Μαγαζιά και μαγαζάτορες

Ας πάρουμε όμως πάλι την Ερμού από την αρχή της, από τον σταθμό του τρένου, δίπλα από το ζαχαροπλαστείο «ΚΥΒΕΛΕΙΑ» που ήταν στη γωνία και κάτω από το ξενοδοχείο «ΝΕΟΝ» υπήρχε όπως έχω ήδη αναφέρει ο φούρνος του Τσεκούρα. Έψηνε ψωμιά, φαγητά και κουλούρια σε ξυλόφουρνο, ποτέ δεν θα ξεχάσω τα στοιβαγμένα ξύλα που βρίσκονταν καθημερινά στο πεζοδρόμιό του, κι όταν περνούσα για να πάω στο μαγαζί μας μοσχομύριζε ο τόπος. Δίπλα του ήταν το γαλακτοπωλείο του Καραμανλάκη που είχε δύο παιδιά, αγόρι και κορίτσι. Ο γιος του θυμάμαι πως ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός μου και φορούσε χοντρά γυαλιά μυωπίας. Ο Καραμανλάκης ήταν ένα αεικίνητος μαγαζάτορας και μαζί με την πάντα γελαστή γυναίκα του έφερναν βόλτα τη δουλειά τους – αξέχαστοι οι πολύ νόστιμοι λουκουμάδες που έφτιαχναν σε μια γκαζιέρα πετρελαίου. Κάποιοι νεαροί που είχαν παραγγείλει πάστες με τρούφα σοκολάτας, προκειμένου να μην πληρώσουν, αφού τις είχαν μισοφάει, έβαλαν πάνω ποντικοκούραδα και φώναξαν τον Καραμανλάκη για να διαμαρτυρηθούν. Αυτός ίσως κι επειδή δεν έβλεπε καλά, ισχυρίστηκε πως ήσαν τρούφες και για να τους πείσει τα έφαγε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των νεαρών οι οποίοι του φώναζαν: «Μη! Μην το κάνεις αυτό. Μη, μη, κύριε Καραμανλάκη!» Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από όσα συνέβαιναν τότες σ’ αυτόν τον ωραίο δρόμο του Μαρουσιού, τον γεμάτο αρώματα χρώματα και ήχους που χάθηκαν με τα χρόνια.

Στην απέναντι βόρεια πλευρά της οδού Ερμού μέχρι τη γωνία με τη Διονύσου ήταν και η μάντρα οικοδομών του κυρ Σωτήρη καθώς και κάποιες κατοικίες. Από την άλλη δε πλευρά, μετά το ουζερί του Σπυριδωνίδη, ήταν ένα κουρείο δύο αδελφών που έμοιαζαν σαν δίδυμοι και κυκλοφορούσαν πάντα μαζί. Υποθέτω πως ήσαν κι αυτοί πρόσφυγες γιατί έρχονταν από τον προσφυγικό συνοικισμό της Μαγκουφάνας όπου κατοικούσαν. Δίπλα βρίσκονταν δύο μαγαζιά ιδιοκτησίας Μπουρλέκα, τα οποία είχαν νοικιάσει ο πατέρας μου και ο αδελφός του Σάββας γύρω στα 1924, και κοντά τους το μικρό μαγαζάκι του θείου τους του Συλβέστρου Παυλίδη που ο γιος του Σάββας είχε αργότερα το ηλεκτρολογείο ακριβώς απέναντι. Πιο πάνω και πριν από το γαλακτοπωλείο του Καραμανλάκη, υπήρχε το παντοπωλείο του Χαρίλαου Λιακόπουλου που ανέβαινες δυο σκαλιά για να μπεις μέσα. Αυτός είχε δύο παιδιά τον Σωτηράκη που ήταν φίλος μου –αν και λίγο μεγαλύτερός μου– και πάντα ντροπαλός και την ακόμη πιο ντροπαλή μικρή αδελφή του. Νομίζω πως το σπίτι τους, μία μικρή μονοκατοικία στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, διατηρείται ως σήμερα.

Μέχρι τώρα, έχω περιγράψει την εικόνα του δρόμου έως τη διασταύρωση με την οδό Διονύσου έχοντας παραλείψει ορισμένα μαγαζιά, τους ιδιοκτήτες και τα είδη που πουλούσαν, αφού δυστυχώς δεν έχουν μείνει στη μνήμη μου. Έχω όμως καθαρά στο μυαλό μου την εικόνα πως εκεί σ’ αυτήν τη διασταύρωση, τα γωνιακά μαγαζιά που υπήρχαν ήταν το χασάπικο του Μονεμβασιώτη, με το σιδερένιο ρολό στην είσοδο και το υπόγειο το μόνο από μπετόν, το οποίο χρησιμοποιούσαμε οι κάτοικοι της Ερμού για καταφύγιο όταν σήμαινε συναγερμός, καθώς επίσης και η μάντρα του κυρ Σωτήρη, το κουρείο του Αβράμ και το σιδεράδικο και πεταλωτήριο του κυρ Φίλιππα Σιδηρόπουλου που είχε πρόσοψη από τη Διονύσου. Ο Μονεμβασιώτης θυμάμαι είχε έναν γιο τον Κώστα που δούλευε στο μαγαζί και που αργότερα συνέχισε το επάγγελμα στη Μαγκουφάνα. Είχε επίσης μια ευτραφή σύζυγο και δύο ή τρεις πανέμορφες κόρες που η μικρή –ένα αδύνατο μικρό κοριτσάκι που θαύμαζα– αργότερα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον ηθοποιό Γιάννη Γκιωνάκη. Σχεδόν όλη η οικογένεια ακόμη και η πληθωρική μάνα, δούλευαν στο μαγαζί. Θέλω να τονίσω πως τα μαγαζιά στο Μαρούσι ήταν σχεδόν όλα οικογενειακές επιχειρήσεις, αφού σ’ αυτά δούλευαν τα περισσότερα μέλη της οικογένειας.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας