Στο προηγούμενο φύλλο του Αθμονιου Βήματος ξεκινήσαμε να δημοσιεύουμε τα κείμενα του σπουδαίου Μαρουσιώτη γλύπτη Γιώργου Γεωργιάδη που πολύ γλαφυρά διηγούνται τη ζωή στο Μαρούσι μιας άλλης εποχής. Στο φύλλο αυτό συνεχίζουμε με την αφήγηση από τα πρώτα χρόνια μετά την εγκατάσταση της οικογένειας του συγγραφέα στην περιοχή.
Σε τοπική εφημερίδα του 1925 δηλαδή τρία χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, αναφέρεται πως μεταξύ των επαγγελματιών του Αμαρουσίου και πιο συγκεκριμένα της οδού Ερμού συγκαταλέγονταν ο παππούς μου Γιώργος Γεωργιάδης λευκοσιδηρουργός, καθώς και οι δύο γιοι του, Ιωάννης Γεωργιάδης έμπορος χρωμάτων και σιδηρικών και ο μικρότερος αδελφός του Σάββας Γεωργιάδης με κατάστημα υδραυλικών ειδών. Το μικρότερο δε παιδί, η αδελφή του πατέρα μου Ελισάβετ, μεγαλώνοντας έμαθε ραπτική κι έγινε μια πολύ καλή μοδίστρα. Ήσαν όλοι τους προκομένα και ικανά άτομα.
Αφού λοιπόν, είχαν καταφέρει να ανοίξουν τα τρία μαγαζιά στο Μαρούσι και πολύ πριν παντρευτεί ο πατέρας μου, μεταφέρθηκαν από τη σκηνή που είχαν στήσει κάτω από τα πεύκα της Μαγκουφάνας σε ένα σπίτι που νοικιάσανε. Ήταν το σπίτι του Λίτσικα το οποίο, όπως θυμάμαι εγώ αργότερα, είχε μια στέρνα για να ποτίζονται τα χωράφια δίπλα στην οδό Δημητρίου Ράλλη. Η οικογένεια είχε πλέον τακτοποιηθεί και σε μια οικογενειακή εκδρομή στον Πόρο, ο πατέρας μου γνώρισε τη μητέρα μου που ήταν Πειραιώτισσα με καταγωγή, όπως έχω ήδη αναφέρει, από τη Μάνη. Έτσι εγώ, όταν ο πατέρας μου ήταν είκοσι εννιά ετών και η μητέρα μου είκοσι τεσσάρων, γεννήθηκα στο Μαρούσι το 1934 σε ένα άλλο ενοικιασμένο πάλι σπίτι λίγο πιο πάνω από την πλατεία του σταθμού. Οι κατοικίες μας με ενοίκιο φυσικά, βρίσκονταν αναγκαστικά σε μικρή απόσταση από το κέντρο του Αμαρουσίου και την οδό Ερμού, για να υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο μαγαζί μας.
Σπίτι δικό μας αποκτήσαμε στη γειτονική Μαγκουφάνα το 1946, όταν εγώ ήμουν δώδεκα χρόνων, δηλαδή μόλις είχα μπει στο εξατάξιο Γυμνάσιο Αμαρουσίου. Θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία, πως εκείνον τον καιρό εμείς οι μαθητές του γυμνασίου συνηθίζαμε, μετά το διάβασμα, το απόγευμα με τη δύση του ηλίου, να σουλατσάρουμε αγόρια και κορίτσια, σε μικρές παρέες στην οδό Ερμού ανηφορίζοντας την Περικλέους, που άρχιζε από τον κινηματογράφο «ΤΙΤΑΝΙΑ» και πήγαινε προς τη Μαγκουφάνα. Φτάναμε μέχρι την ανηφόρα του Παπουτσάνη και το εξοχικό κέντρο του Γεράσιμου με τη μεγάλη κούνια που βρισκόταν κοντά στο πέτρινο σπίτι του Κατσίμπαλη. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, αυτοκίνητα σπάνια συναντούσες ακόμη και στην οδό Ερμού.
Η περιοχή γύρω από τον σταθμό ήταν χωμάτινη στο μεγαλύτερο μέρος της, με μισοτελειωμένα τα τσιμεντένια υπόστεγα και τις πλατφόρμες του τρένου και με ένα τεράστιο σκάμμα που είχε βάθος έξι έως οκτώ μέτρα, το οποίο κατελάμβανε όλη τη σημερινή επιφάνεια του άλσους Γαρδέλη. Με την ευκαιρία, θέλω να συμπληρώσω πως το άλσος αυτό ήταν έργο ενός ευγενούς ανθρώπου με εκλεπτυσμένο γούστο, του τότε δήμαρχου Αμαρουσίου Βορρέ, ιδιοκτήτη της βίλας με τα νούφαρα μεταξύ Αμαρουσίου και Μελισσίων, ο οποίος μπάζωσε το σκάμμα που προοριζόταν για υπογειοποίηση του σταθμού προκειμένου να φυτέψει όλων των ειδών τα δέντρα. Στο ίδιο μέρος επίσης, οικοδόμησε ένα περίπτερο με κόκκινα μασίφ τούβλα το οποίο τώρα λειτουργεί ως καφενείο. Τα υπόστεγα και οι πλατφόρμες ήσαν απομεινάρια της αποβάθρας του «θηρίου» – όπως λεγόταν τότε το θορυβώδες ατμοκίνητο τρένο.
Η υπογειοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής έμεινε απραγματοποίητη, αφού μετά την έναρξη του πολέμου το 1940 και μετά το τέλος του – δεν γνωρίζω με ποια λογική και για ποια συμφέροντα– δόθηκε η λύση του αντιαισθητικού υπέργειου σταθμού σε γέφυρα, με αποτέλεσμα αυτό το γαλλικής κατασκευής εξάμβλωμα που βλέπουμε τώρα το οποίο χωρίζει το Μαρούσι στα δύο.
Εκεί στην πλατεία του σταθμού που ήταν και η αρχή της οδού Ερμού βρίσκονταν αρκετά μαγαζιά όπως και η αφετηρία των λεωφορείων που πήγαιναν μέσω Μαγκουφάνας, Παλαιού και Νέου Ηρακλείου καθώς και Νέας Ιωνίας στο κέντρο της Αθήνας. Υπήρχαν λοιπόν, τα καφενεία του Αλημαλά και του Δημητρούλια, καθώς επίσης και το μοναδικό πρατήριο της «ΕΒΓΑ» με τον χαρακτηριστικό αλμπίνο ιδιοκτήτη, όπως κι εκείνο των εφημερίδων και τσιγάρων του Ζήκου, ακόμη το φαρμακείο του Ψαρουδάκη –με την ωραία και τσαχπίνα κόρη του– κι ένα κουρείο. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας βρισκόταν το σπίτι του Μωραΐτη που είχε δύο αγόρια περίπου στην ηλικία μου – με τον μεγαλύτερο συμμαθητή μου – και ακριβώς αντίκρυ το σπίτι του μαιευτήρα Σπυρόπουλου ο οποίος ξεγέννησε τη μητέρα μου, καθώς και το αρχοντικό του Μαργαρίτη των τσιγάρων. Ίσως και μερικές κατοικίες ακόμη που μεταξύ τους ξεχώριζε το δίπατο γωνιακό σπίτι του Κουρτάκη των κρασιών το οποίο ήταν πίσω από τον κινηματογράφο «ΤΙΤΑΝΙΑ» στην αρχή της οδού Περικλέους και που κατά τη διάρκεια της Κατοχής στέγαζε την Κομαντατούρ των Γερμανών κατακτητών.
Το σπίτι που γεννήθηκα και έμενα μέχρι τα δύο μου χρόνια βρισκόταν στο Μαρούσι λίγο πιο πάνω από την αποβάθρα του ατμοκίνητου «θηρίου» που καθώς ανέβαινε προς τα βόρεια για τον τελευταίο του σταθμό την Κηφισιά, αγκομαχώντας και σφυρίζοντας, γέμιζε στο διάβα του την ατμόσφαιρα με καπνούς και ατμούς. Ο οδηγός και ο μηχανικός μάς χαιρετούσαν κουνώντας το χέρι, αφού το τρένο περνούσε μερικά μόλις μέτρα μπροστά απ’ τη βεράντα του ισόγειου σπιτιού μας. Το ’βλεπα και κουνιόμουν με τον ρυθμό της μηχανής του στην αγκαλιά της μητέρας μου η οποία έβρισκε έτσι την ευκαιρία να με ταΐσει.
Στο σπίτι αυτό ήταν που άκουσα τους πρώτους ήχους της ζωής μου, τη γλυκιά φωνή της μάνας, τις μελωδίες από το βιολί του πατέρα που μ’ αυτό με νανούριζε παίζοντας πάνω από την κούνια μου, μα και το διαπεραστικό σφύριγμα του «θηρίου» που ασθμαίνοντας ανέβαινε την ανηφοριά. Αργότερα μεταφερθήκαμε σε μια άλλη κατοικία κοντά στην πρώτη, που ιδιοκτήτης ήταν ο Αντώνης Πετρούτσος ο οποίος διατηρούσε κατάστημα ψιλικών κι αυτός στην οδό Ερμού. Τότε, έκανα παρέα με τον συνομήλικό μου γιο του Στέλιο που εγώ, δεν ξέρω για ποιο λόγο, τον έλεγα Κουλού. Από αυτό το σπίτι έχω τις πρώτες μου συνειδητά αμυδρές αναμνήσεις. Εκεί μείναμε μέχρι να γίνω τεσσάρων χρόνων οπότε και μετακομίσαμε σε μια πάροδο στο τέρμα της οδού Διονύσου, κάθετου δρόμου με την Ερμού και σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων απ’ αυτή. Το σπίτι ήτανε μια μονοκατοικία –ιδιοκτήτης της ήταν ο Φάνης του οποίου το επίθετο μου διαφεύγει– στην ανώνυμη τότε πενήντα μέτρων πάροδο που βρισκόταν δίπλα στον ελαιώνα του Μαρουσιού και η οποία αργότερα ονομάστηκε Κριεμάδη κι έβγαινε σε μία μικρή αλάνα.
Σ’ αυτό το σπίτι έζησα τα πρώτα χρόνια του σχολείου από το νηπιαγωγείο του Φιλιππιάδη, καθώς και όλα τα χρόνια της γερμανικής Κατοχής. Εκεί βίωσα στην τρυφερή μου ηλικία τον πόλεμο και τους βομβαρδισμούς, τις σειρήνες, τα καταφύγια, την πείνα, τον θάνατο μα και την απελευθέρωση. Όταν έγινα δέκα χρόνων συγκατοικήσαμε με τη θεία μου Μαρίκα, αδελφή της μητέρας μου, που ήταν και νονά μου, στην οδό Διονύσου αλλά πολύ κοντά στο κέντρο σε μία μονοκατοικία που βρισκόταν στη γωνία απέναντι από το γυμναστήριο και τον σταθμό.