Η ταύτιση στο θετό παιδί- Άρθρο

0

Γράφει ο Ανδρέας Φ. Βασιλείου, Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος, Ειδικός Παιδαγωγός, Πολιτικός Επιστήμονας

“Δράμα ταυτότητας” χαρακτηρίζεται η πάλη που κάνει το θετό παιδί να βρει πού ανήκει.  Και αυτό το δράμα παίζεται ιδιαίτερα στον ελληνικό χώρο γιατί από τη μια η κοινωνική ομάδα δεν αποδέχεται τη σχέση της υιοθεσίας σαν κάτι το ολότελα φυσικό και από την άλλη γιατί οι ίδιοι οι θετοί γονείς δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους τη στάση τους απέναντι στο παιδί.  Η συγκάλυψη της θετής σχέσης με κάθε τρόπο και ο πανικός των θετών γονέων για τυχόν αποκάλυψη της αλήθειας, δείχνει τη βαθύτητα του προβλήματος.  Το θετό παιδί, όπως είναι φυσικό, περνά κρίση όταν ιδιαίτερα στη στάση των γονέων υπάρχει μια φανερή ή συγκαλυμμένη επιφύλαξη.  Η έλλειψη γνησιότητας παρεμποδίζει την ταύτιση που ακριβώς είναι το μέσον για τη διαμόρφωση της ταυτότητας του παιδιού.  Γι’ αυτό και ίσως πιο κυριολεκτικά, η ταύτιση αποδίδεται με τον όρο ταυτοποίηση.

Είναι εύλογο ότι άτομα που δεν βρίσκονται σε μια συναισθηματική εξισορρόπηση και ειλικρίνεια με τον εαυτό τους, δεν είναι κατάλληλα να παίξουν το ρόλο του θετού γονέα.  Το να υιοθετήσουν ένα παιδί για τα “μάτια του κόσμου” για να κρύψουν την αδυναμία τους να αποκτήσουν φυσικά παιδιά, αυτό δεν είναι κάτι που τους απελευθερώνει από το άγχος αλλά τους φορτώνει ακόμα ένα βάρος που πρέπει να κρατήσουν κρυφό μια και η κοινωνία το αποδέχεται, λίγο ή πολύ επιτιμητικά.  Με ένα λόγο η όλη υπόθεση βασίζεται σε μια απάτη.  Με το να νομίζουν ότι με την απόκρυψη διατηρούν το κοινωνικό τους γόητρο πρώτα εξαπατούν τον εαυτό τους, ύστερα την κοινωνία και πάνω απ’ όλα το παιδί.  Με ένα είδος “εκλογίκευσης”: “για το καλό του παιδιού θα είναι να μη μάθει τίποτε” (ενώ πρόκειται για μια κοινωνική τους ετικέτα) αφαιρούν τη γνησιότητα από τον εαυτό τους και φυσικά και από τη σχέση του παιδιού.

Βασικά, εκείνη που προκαθορίζει τη στάση των γονέων είναι η κοινωνική ομάδα που με την αρνητική της στάση διαμορφώνει τη στάση των θετών γονέων.  Αλλά όταν αυτοί απελευθερωμένοι από μειονεκτικά συναισθήματα αναζητούν στη σχέση με το παιδί τη συναισθηματική τους πληρότητα και όχι την κοινωνική επίφαση, τότε η ταύτιση ακολουθεί το φυσιολογικό δρόμο της.  Ακόμα και η αποκάλυψη της αλήθειας δεν κλονίζει τη σταθερότητα της σχέσης:  “Κοριτσάκι 10 ετών ζει προσωρινά σε ίδρυμα, γιατί η οικογένεια με την οποία ζούσε και τη θεωρούσε φυσική της οικογένεια, διαλύθηκε και η θετή μητέρα αρρώστησε βαριά.  Το παιδί δεν είχε υιοθετηθεί τυπικά από την οικογένεια, αν και είχε ζήσει μαζί της από την ηλικία του ενός μηνός.  Πίστευε ότι ήταν φυσικό παιδί των γονέων της μέχρις ότου κάποιος από τη γειτονιά, της αποκάλυψε την αλήθεια.  Παραθέτουμε αποσπάσματα από την έκθεση της κοινωνικής λειτουργού του ιδρύματος όπου ζούσε το παιδί: “Η ένταξη στο περιβάλλον του ιδρύματος και η φοίτησή του στο σχολείο ήταν απολύτως ικανοποιητικές.  Επίσης, οι σχέσεις μητέρας-παιδιού έχουν βελτιωθεί αφάνταστα, παρά το γεγονός ότι η μικρή είχε γίνει πολύ επιθετική προς τη μητέρα της όταν έμαθε ότι δεν είναι η φυσική της μητέρα. Το προσωπικό του ιδρύματος, από την παρατήρηση της συμπεριφοράς του παιδιού, συμπεραίνει ότι, παρά τη γνώση της αλήθειας για τη θετική σχέση του με τους γονείς, το παιδί τους αισθάνεται σαν “πραγματικούς” γονείς.

Επεισόδιο που συνέβη πρόσφατα κλόνισε την καλή προσαρμογή και τη συμπεριφορά του παιδιού αυτού.  Ένα άτομο, χωρίς το προσωπικό του ιδρύματος να γνωρίζει τίποτε σχετικό, πλησίασε το παιδί και του είπε ότι θέλει να το δώσει για υιοθεσία σε μια άλλη γυναίκα.  Η μικρή, πανικόβλητη, ζήτηση να δει τη θετή της μητέρα, στην οποία αφηγήθηκε το συμβάν.  Η θετή της μητέρα επίσης αναστατώθηκε.  Παρά τις διαβεβαιώσεις που του δόθηκαν, το παιδί ήταν ανήσυχο για περισσότερο από 20 μέρες.  Απομονώθηκε, δεν έπαιζε, είχε υψηλό πυρετό, διαταραχές στις κενώσεις, κυκλοφοριακή αρρυθμία.  Μόνον όταν η θετή μητέρα πείσθηκε ότι δεν υπήρχε πραγματική πρόθεση να αποσπασθεί το παιδί από την ίδια, το διαβεβαίωσε ότι δεν θα του συμβεί τίποτε και τότε το παιδί μπόρεσε σιγά σιγά να ξαναβρεί τον παλιό του εαυτό”.

Φυσικά, η αποκάλυψη της αλήθειας δεν πρέπει να γίνεται από τρίτους.  Μπορεί να φύγει φυσικά και αβίαστα σε μια σοβαρή συζήτηση χωρίς μείωση των πραγματικών γονέων (ήταν κακοί και σε εγκατέλειψαν), χωρίς να τονιστεί το οικονομικό αίτιο, αν υπήρχε.  Εκείνο που προέχει να κατανοηθεί είναι η γενικότερη αδυναμία των φυσικών γονέων να αντεπεξέλθουν στις κοινωνικές απαιτήσεις ώστε, παρά την αγάπη που είχαν ή εξαιτίας της αγάπης είχαν, σκέφτηκαν να το δώσουν.  Εκείνο που βαραίνει τώρα είναι η σχέση αγάπης που υπάρχει.  Η σχέση αγάπης που, όπως φαίνεται και από το παραπάνω παράδειγμα, βρίσκει τρόπους να εξουδετερώνει ακόμα και τους πιο άσχετους τρόπους αποκάλυψης.

 

Ανδρέας Φ. Βασιλείου,

Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος,

Ειδικός Παιδαγωγός,Πολιτικός Επιστήμονας

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας