Η ΤΙΜΙΟΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΝΑΡΗ, άρθρο υπό Αρτέμιδος Μέγα

0

Στο σημερινό μας χρονογράφημα δε θα γράψουμε τα συνήθη για τον αγώνα των προγόνων μας για την απελευθέρωση της πατρίδας μας από τον Τουρκικό ζυγό. Θα περιοριστούμε σ’έναν ήρωα θαλασσινό, στο μέγιστο Κωνσταντίνο Κανάρη και στην προσωπικότητά του.

Ο Κανάρης είχε αποφασίσει να πυρπολήσει το φοβερό Αιγυπτιακό στόλο μέσα στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Το τολμηρό σχέδιο δυστυχώς δεν πέτυχε και οι Έλληνες πυρποληταί εσώθηκαν ως εκ θαύματος κι επέστρεφαν στην Ελλάδα. Πλοίαρχος όμως και ναύτες ήταν σε κακή κατάσταση διότι δεν είχαν ούτε ψωμί ούτε νερό.

Κι ενώ έπλεαν με ούριον άνεμο, ένας ναύτης που παρατηρούσε πολλή ώρα το πέλαγος, είπε στον Κανάρη:
-«Καπετάν Κωνσταντή, ένα καράβι από μακρυά!»
-«Καλά», αποκρίθηκε ήσυχα ο Κανάρης.
Σε μισή ώρα όταν τα δύο πλοία ευρέθηκαν σε μικρή απόσταση, οι ναύται του Κανάρη διέκριναν ότι το ξένο πλοίο ήταν ένα μεγάλο Αυστριακό ιστιοφόρο.
-«Εμπρός, παιδιά, τους γάντζους!», προστάζει ο Κανάρης.
Μερικοί ναύτες επήραν τα όπλα τους, άλλοι κωπηλατούσαν. Σε λίγο η βάρκα του Κανάρη επλησίασε το μεγαλοπρεπές πλοίο.

Τότε ο Κανάρης με άλλους ναύτες αναρριχάται εις αυτό και κρατώντας το πιστόλι, εμφανίζεται στον Αυστριακό πλοίαρχο.
-«Τι θέλετε;», ρωτά ο πλοίαρχος κατατρομαγμένος.
-«Θέλουμε ψωμί, νερό, κι ό,τι άλλο έχει το καράβι γιατί πεθαίνουμε από την πείνα».
Ο πλοίαρχος προστάζει τους ναύτες του να φέρουν ψωμί, νερό, τυρί κι ένα βαρέλι με παστά ψάρια. Αφού όλα αυτά τα κατέβασαν στη βάρκα, ο Κανάρης λέει στον πλοίαρχο:
-«Δεν έχω χρήματα να σε πληρώσω τώρα, γράψε σε ένα χαρτί πόσο αξίζουν και φέρε το να το υπογράψω».
-«Δεν κάνουν τίποτε», αποκρίνεται ο πλοίαρχος.
-«Φέρε το χαρτί και γράψε δύο χιλιάδες γρόσια», είπε με έντονο ύφος ο Κανάρης.

Αφού υπέγραψε το χαρτί, ο Κανάρης είπε:
-«Το έθνος μας θα σε πληρώσει!».
-«Αλλά», ετόλμησε να αποκριθεί ο πλοίαρχος, «δεν έχετε έθνος…».
Τότε τα μάτια του Κανάρη άστραψαν και με αγανάκτηση λέγει:
-«Αν δεν έχουμε έθνος, θα κάνουμε».
Κι εννοούσε, φυσικά, ο Κανάρης ΚΡΑΤΟΣ. Διότι έθνος υπήρχε, διαφορετικά δε θα είχαμε το Εικοσιένα κι άλλες επαναστάσεις. Χαιρέτησε τον πλοίαρχο, επήδησε στο καράβι του κι έφθασε στην πατρίδα του.

Επέρασαν αρκετά χρόνια. Η Ελλάδα απελευθερώθηκε κι ο Κανάρης ανέλαβε το Υπουργείο Ναυτιλίας. Ένας από τους πιστούς συντρόφους του ήταν πλοίαρχος εμπορικού πλοίου και ταξίδευε στο Γαλάζι για ν’αγοράσει σιτάρι. Εκεί συνάντησε τον Αυστριακό πλοίαρχο ο οποίος δεν τον αναγνώρισε στην αρχή. Όταν ο Έλληνας πλοίαρχος του θύμισε τις λεπτομέρειες της συνάντησής του στο πέλαγος, ξανάφερε στο νου του τις τόσο δυσάρεστες γι’αυτόν στιγμές. Ο Έλληνας πλοίαρχος παρακίνησε τον Αυστριακό να έρθει στην Αθήνα για να πληρωθεί κι ο τελευταίος μετά από δισταγμούς εδέχθηκε.

Μαζί ο Αυστριακός πλοίαρχος κι ο σύντροφος του Κανάρη επήγαν στο Υπουργείο των Ναυτικών. Μπήκαν στο γραφείο του Κανάρη.
-«Εξοχώτατε», λέγει ο Έλληνας πλοίαρχος, «ενθυμείσαι που υπέγραψες απόδειξη για δύο χιλιάδες γρόσια σ’έναν πλοίαρχο κοντά στην Αλεξάνδρεια;

Ο Κανάρης σκέφθηκε και είπε:
-«Α ναι, ενθυμούμαι».
-«Να λοιπόν ο πλοίαρχος, ήλθε να πάρει τα χρήματα».
Τότε ο Κανάρης εζήτησε την απόδειξη, την είδε και με παράπονο προς τον Αυστριακό για την παλιά δυσπιστία του, υπέγραψε ένταλμα κι ο πλοίαρχος επληρώθηκε.

Ένα απλό περιστατικό του παρελθόντος που δείχνει την τιμιότητα και την καθαρότητα του χαρακτήρος ενός γενναίου πατριώτη.

Ας τον θυμόμαστε με ευγνωμοσύνη.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας