Ήχος μονότονος, του Σταύρου Μ. Θεοδωράκη

0

Είναι δυστοπική η εποχή που ζούμε το ξέρω … δεν είναι στις προθέσεις μου να σας καταθλίψω, σας καλώ μόνο να σκεφτούμε αυτούς που χάνουμε αυτή την εποχή … σήκωσαν στις πλάτες τους τη χώρα.
Εγώ άλλον καλύτερο τρόπο να τους αποχαιρετήσω δεν βρήκα.

 

Μπορεί να έφταιγε αυτός ο μονότονα ρυθμικός ήχος που τον έκανε να τα θυμηθεί …

Τα πρώτα πέντε χρόνια ήταν ιστορίες που του ‘λεγε η μάνα του.

Ο Πατέρας στο μέτωπο της Αλβανίας 40 μέρες μετά τη γέννησή του, πρόλαβε να τον μυρίσει μόνο, χάθηκε με άλλους πέντε απ’ το χωριό στις χιονισμένες πλαγιές.

Κατοχή … πείνα … εμφύλιος … πιτσιρικάς κρυμμένος στους θάμνους να παρακολουθεί διαπομπεύσεις και εικονικές εκτελέσεις στην πλατεία του χωριού. Ο γείτονας τον γείτονα, ο φίλος τον φίλο και αυτός να μη μπορεί να τα εξηγήσει όλα αυτά … ακόμα δεν μπορεί να τα εξηγήσει.

Ο ήχος να συνεχίζει το ρυθμικό του τραγούδι και να του θυμίζει τώρα τον ήχο του τρένου με τα ξύλινα βαγόνια που λίγα χρόνια μετά κουβαλούσε στα σπλάχνα του σωρό τα Ελληνόπουλα μετανάστες στη Γερμανία. Τρόμος η διάσχιση της Γιουγκοσλαβίας.

Είναι τελικά γλυκά μονότονος αυτός ο ήχος … σκέφτηκε και θυμήθηκε τον μικρό καφενέ που άνοιξε στα δεκαπέντε του στην πλατεία του χωριού, δουλειά όλη μέρα αλλά έβγαζε ένα κομμάτι ψωμί. Όχι για πολύ όμως … ήταν αυτή η καταραμένη βεντέτα που θέριζε τους νέους της περιοχής … στο δικό του καφενέ ήταν να γίνει το φονικό; Θα το χρέωναν και σ’ αυτόν … έφυγε νύχτα απ’ το χωριό.

Το μεθεπόμενο ξημέρωμα τον βρήκε στην Αθήνα … αγώνας τώρα να βρει ένα κεραμίδι για ύπνο και μια δουλειά για μεροκάματο.

Ο ήχος συνέχιζε το μονότονο γουργουρητό του … όπως οι μηχανές στο εργοστάσιο της Ιεράς Οδού, ευτυχώς δε δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά … έκανε και καινούργιους φίλους … από τα χωριά όλοι … ήρθαν στην Αθήνα να βρουν την τύχη τους. Μια υποψία χαμόγελου έσκασε στα χείλη του … πόσοι αλήθεια από την παρέα της μεσημεριανής παύσης για κολατσιό θα ακούν τώρα τον ίδιο ήχο … σκέφτηκε.

Τον μονότονο γλυκό αργόσυρτο ρυθμικό ήχο που τον ταξίδευε πίσω στα χρόνια της δουλειάς και τις δημιουργίας … να στήσουνε οικογένειες … να στήσουνε τη χώρα που τη ρήμαξε ο πόλεμος και ο εμφύλιος … να σπουδάσουν τα παιδιά να ‘χουν καλύτερη τύχη … να φτιάξουν σπίτι … να χτίσουν νοσοκομεία … να ‘νοίξουν δρόμους … να στείλουνε ηλεκτρικό σε κάθε χωριουδάκι να ‘χουν τα παιδιά να διαβάζουν μη μείνουν αγράμματα όπως η γενιά τους.

Αυτή τη φορά το χαμόγελο έσκασε στα χείλη του θυμήθηκε τα παιδιά του να προοδεύουν, τη χώρα να στέκεται όρθια κομμάτι της Ευρώπης πιά, χρόνια μετά καμάρωσε τον εγγονό του φοιτητή στο πολυτεχνείο και μετά … αυτή η βόλτα η αλησμόνητη με το φρεσκοφτιαγμένο metro και ο εγγονός του να τον συνοδεύει και να του εξηγεί όσα βλέπανε … νεαρός μηχανικός είχε προλάβει να δουλέψει στην κατασκευή του έργου … ήταν ξανά ευτυχισμένος … τα είχε καταφέρει … η γενιά του τα είχε καταφέρει.

Ήταν η αιτία να τα θυμηθεί όλα αυτά … ο ήχος ο μονότονος ο βασανιστικός … τα μοιράστηκε μαζί του μόνο … μοναξιά.

Αυτό πάλι να μη μπορείς να δεις και να αγκαλιάσεις τα παιδιά και τα εγγόνια σου … να ξέρεις πως φεύγεις και να μη μπορείς να τα αποχαιρετήσεις … να ξέρουν πως φεύγεις και να μη μπορούν να σε αποχαιρετήσουν.

Αυτός ο ήχος … αποχαιρετιστήριο … ήχος μονότονος.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας