Τον κυρ Σπύρο τον τσαγκάρη με τα καλαπόδια και τις ξυλόπροκές του, τα τουλπάνια και τα πήλινα κεσεδάκια για το γιαούρτι του Αυγερόπουλου, το ραφτάδικο του Ακιγιάν, και το τύπωμα των φωτογραφιών στον ήλιο του πεζοδρομίου της οδού Ερμού μπροστά από το φωτογραφείο του Μπαμπιολάκη θυμάται στο σημερινό απόσπασμα ο Γιώργος Γεωργιάδης. Οι παλαιότεροι θυμούνται και αναγνωρίζουν τα ξεχασμένα επαγγέλματα, οι νεότεροι μέσα από τις γλαφυρές λεπτομέρειες και τις τόσο παραστατικές περιγραφές ανακαλύπτουν έναν κόσμο που χάθηκε στο πέρασμα των χρόνων.
Ξαναθυμάμαι τον κυρ Κώστα τον τελάλη και τη συσκευή οξυγονοκόλλησης του πατέρα μου. Ήταν η μοναδική που υπήρχε τότε στο Μαρούσι και κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι Γερμανοί την είχαν επιτάξει. Όταν με την απελευθέρωση ο πατέρας μου την αντικατέστησε έβαλε τον κυρ Κώστα να το διαλαλήσει φωνάζοντας σε κάθε γωνιά του Αμαρουσίου πως ο Γεωργιάδης στην Ερμού έφερε οξυγόνα κι όποιος έχει σπασμένα εργαλεία, κασμάδες, τσάπες, φτυάρια κι άροτρα μπορεί να πάει να τα κολλήσει – κατόπιν τούτου, έκαναν ουρά οι Μαρουσιώτες έξω από την πόρτα του μαγαζιού μας.
Αμέσως μετά ήταν το γαλακτοπωλείο του Αυγερόπουλου. Ο Αυγερόπουλος ήταν ένας ψηλόλιγνος συμπαθητικός και θεοσεβούμενος άνθρωπος, με τρία παιδιά. Ο μεγάλος του γιος που του έμοιαζε μάλιστα πολύ, δούλευε μαζί του κι αυτός στο μαγαζί, ενώ τα άλλα δύο του αδέλφια πρέπει να ήταν δύο ή τρία χρόνια μεγαλύτερα από εμένα. Το σπίτι τους όπως θυμάμαι ήταν στο τέρμα της οδού Διονύσου μετά τον ελαιώνα. Εκεί πήγαινα κι έβλεπα πώς πήζανε τα γιαούρτια μέσα στα πήλινα κεσεδάκια που ήσαν αραδιασμένα πάνω σε έναν πάγκο περνώντας και βουτώντας σε κάθε ένα την πυτιά που την είχανε βαλμένη μέσα σε ένα τουλπάνι. Επίσης έφτιαχναν και στραγγιστό γιαούρτι σε σακουλάκια που τα κρεμούσαν έξω από το μαγαζί στο πεζοδρόμιο της Ερμού σε ειδική ξύλινη κρεμάστρα πάνω από μια καρδάρα, για να στραγγίξει. Όλα αυτά μου άρεσε να τα παρακολουθώ όχι μόνο από απλή παιδική περιέργεια αλλά κι από τη διάθεσή μου να μάθω τόσο τη διαδικασία για την παραγωγή των ντόπιων προϊόντων όσο και την τέχνη των μαστόρων της περιοχής.
Κι επειδή μιλάω για γαλακτοκομικά μου δίνεται η ευκαιρία να θυμίσω πως ένας ακόμη από τους γραφικούς τύπους της περιοχής ήταν ο γαλατάς με το κίτρινο κλειστό κάρο του που έγραφε: «ΓΑΛΑΤΑ ΓΙΑΟΥΡΤΙΑ – ΑΡΓΥΡΗ» από το ομώνυμο κτήμα του Αργύρη στη Λυκόβρυση. Αυτός περνούσε κάθε μέρα με το άσπρο του αλογάκι από την οδό Ερμού μοιράζοντας τα προϊόντα του και βέβαια μπροστά κι από αυτό το μαγαζί του Αυγερόπουλου, που δίπλα του βρισκόταν το ραφείο του Ακιγιάν. Εκείνου ο πατέρας μου του είχε κάνει μία ωραία μακρόστενη επιγραφή που το βράδυ φωτιζόταν με μια δυνατή λάμπα. Είχε δύο αντρικές φιγούρες αριστερά και δεξιά και στη μέση έγραφε: «ΕΜΠΟΡΟΡΑΦΕΙΟΝ ΑΚΙΓΙΑΝ». Ο Ακιγιάν κυκλοφορούσε πάνω κάτω στην Ερμού κι όπως οι γιατροί κρεμάνε στον λαιμό το στηθοσκόπιο εκείνος είχε πάντα κρεμασμένη τη μεζούρα. Αυτός ήταν που μου έραψε το πρώτο μου κουστούμι όταν μπήκα στο Γυμνάσιο. Τότε πρωτοφόρεσα και δίσολα βαριά παπούτσια, δώρο του παππού μου, τα οποία όταν περπατούσα έτριζαν ρυθμικά αφού έτσι ήταν η μόδα.
Έπειτα από το ραφείο του Ακιγιάν ήταν δύο παράθυρα ψηλά από τον δρόμο και μία μικρή πόρτα που οδηγούσε στο σπίτι που έμεναν δύο πολύ συμπαθητικές ηλικιωμένες αδελφές, η μία η πιο μεγάλη ήταν η κυρία Αθηνά με τη γάργαρη και γλυκιά φωνή της. Το σπιτάκι τους ήταν μεσοτοιχία με το μαγαζί μας και η κυρα-Αθηνά πολλές φορές έφερνε σε ένα δισκάκι καφέ για τον πατέρα μου κι ένα γλυκό του κουταλιού με κρύο νερό από το κανάτι για εμένα.
Μετά τις δύο πόρτες του μαγαζιού μας, που ήταν το πρώτο μαγαζί που είχε όταν πρωτοέφτασε στο Μαρούσι ο παππούς μου –αργότερα άνοιξε ένα άλλο μικρότερο στο Χαλάνδρι–, ήταν ένα χαμηλό μαγαζάκι, το τσαγκαράδικο του κυρ Σπύρου ενός καλοκάγαθου επαγγελματία και καλού τεχνίτη που έμενε στη Νέα Ιωνία και πηγαινοερχόταν καθημερινά με το λεωφορείο της γραμμής.
Επειδή ο πατέρας μου όταν δεν είχα σχολείο και διάβασμα με ήθελε κοντά του στο μαγαζί, για να με ελέγχει και να μην αλητεύω –όπως έλεγε–, πήγαινα συχνά και καθόμουν δίπλα στον κυρ Σπύρο τον τσαγκάρη. Τον παρακολουθούσα με τις ώρες πώς δούλευε επιδιορθώνοντας παλιά και φτιάχνοντας καινούργια παπούτσια, μέχρι να με ξεσηκώσει η φωνή του πατέρα μου. Παρατηρούσα λοιπόν, πώς ακόνιζε τη φαλτσέτα του σ’ ένα στρογγυλό ακόνι και μ’ αυτήν έκοβε τις σόλες και χάραζε τα βάρδουλα, πώς κέρωνε κι έστριβε πάνω στην ποδιά του τον σπάγκο με την αλογότριχα στην άκρη για βελόνα, καθώς επίσης και το σουβλί, τα φόρτια, τις ξυλόπροκες και τα διάφορα καλαπόδια που είχε αραδιασμένα σ’ ένα ράφι στον τοίχο. Για έμενα όλα αυτά ήταν μία αποκάλυψη, όχι τόσο η επιδιόρθωση και το σόλιασμα παλιών παπουτσιών αλλά κυρίως το φτιάξιμο ενός καινούργιου ζευγαριού ξεκινώντας από το αχνάρι του ποδιού του πελάτη πάνω σε μία εφημερίδα.
Μετά το μαγαζάκι του κυρ Σπύρου υπήρχε μια καγκελωτή πόρτα, βαμμένη πράσινη όπου στο βάθος κατοικούσε η οικογένεια Σιδέρη με δύο κόρες και δυο γιους. Απ’ αυτούς θυμάμαι τη Γεωργία, τον Ηλία τον μεγαλύτερο και τον πάντα ντροπαλό βενιαμίν της οικογένειας, Βαγγελάκη. Άνθρωποι αγνοί, απλοί και καλοσυνάτοι νοικοκυραίοι. Πρέπει εδώ να σημειώσω πως πίσω από τα περισσότερα μαγαζιά της οδού Ερμού υπήρχε οικόπεδο, ένα είδος αυλής, με κατοικία που από κάποια πόρτα κι έναν στενό διάδρομο δίπλα από το μαγαζί επικοινωνούσε εν είδει δουλείας με τον δρόμο.
Ακολουθούσε το φωτογραφείο του Μανώλη του Μπαμπιολάκη που το λειτουργούσε τότε μαζί με τον αδελφό του Παύλο. Είχαν και μία αδελφή την Ελένη και κατοικούσαν στην αρχή της οδού Διονύσου. Ο Μανώλης είχε έλθει από την Κρήτη που ήταν η καταγωγή του, και το προηγούμενο επάγγελμά του ήταν όπως έλεγε, σοφέρ. Αυτός αργότερα παντρεύτηκε τη μικρή κόρη του Σιδέρη. Εγώ τότε μαθητής των πρώτων τάξεων του Γυμνασίου πήγαινα πολλές φορές στο φωτογραφείο. Μου άρεσε να τον βοηθάω στο τύπωμα των φωτογραφιών και να γίνονται τα δάχτυλά μου κίτρινα από το υποσουλφίτ. Επίσης το διασκέδαζα να του φτιάχνω σε χαρτόνια διάφορα μοτίβα που πρόβαλλε στο φόντο μ’ έναν προβολέα για τις εβδομαδιαίες όπως τις έλεγαν, φωτογραφίες αλλά και για τις νυφικές. Αργότερα η γυναίκα του βοηθούσε φτιάχνοντας νυφικά και ο Μανώλης τα Σάββατα και τις Κυριακές είχε δουλειές με φούντες, βγάζοντας τις φωτογραφίες των νεονύμφων.
Κάποιες φορές ρετουσάριζα κι εγώ φωτογραφικές πλάκες ή χρωμάτιζα φωτογραφίες, για να ζωντανέψουν μια και οι έγχρωμες ήταν άγνωστες ακόμη. Μετά τις ξάκριζα με το κόφτη που έκανε δοντάκια και ήταν της μόδας τότε. Πρέπει να φανταστείτε πως το τύπωμα της φωτογραφίας από το αρνητικό φιλμ, την πλάκα, για τις εβδομαδιαίες φωτογραφίες όπως τις έλεγαν γιατί τις παρέδιδαν μετά από μία εβδομάδα, γινότανε στον ήλιο μπροστά στο πεζοδρόμιο της οδού Ερμού που αν είχε μιλιά ποιος ξέρει πόσα θα ’χε να μας διηγηθεί.
Η δουλειά στο φωτογραφείο του Μανώλη μου άρεσε πολύ, ήθελα να πειραματίζομαι και να μαθαίνω τα μυστικά αυτής της τέχνης. Ποιος ξέρει, ίσως να έχω κληρονομήσει κάτι από τον παππού μου τον Γιώργη που για ένα διάστημα πέρασε απέναντι από τα Άδανα στην Κύπρο και συγκεκριμένα στην Κερύνεια, ασκώντας το επάγγελμα του φωτογράφου – μια δουλειά άσχετη με τη λευκοσιδηρουργία που ήταν το κύριο επάγγελμά του.