Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΓΡΟΣΙΑ Υπό Αρτέμιδος Μέγα

0

Ένα διδακτικό παραμύθι γραμμένο από τον Ακαδημαϊκό και Λαογράφο Γεώργιο Αν. Μέγα θα’ναι το σημερινό μας χρονογράφημα.

«Ήταν ένας φτωχός με πολλά παιδιά και δούλευαν με τη γυναίκα του όλη μέρα. Κάθε βράδυ, που ήταν κουρασμένοι, ήθελαν να φάνε το ψωμάκι τους ήσυχα κι αναπαμένα, κι έπειτα να πιάση ο πατέρας τη λύρα του να χορεύουν τα παιδιά και να περνούν ζωή αγγελική.
Δίπλα στο φτωχικό τους σπίτι κάθουνταν ένας πλούσιος και σαν άκουγε κάθε βράδυ τα γέλια και τις χαρές του φτωχού παραξενεύονταν: ‘πώς εγώ καθές να μην είμαι ευχαριστημένος κι αναπαμένος σαν αυτόν, όλη μέρα αξίνη και το βράδυ γλέντι’. Αποφάσισε λοιπόν να του δώσει γρόσια να δει τι θα κάνει.
Πάει κ βρίσκει το φτωχό, του λέει:
-‘Επειδή σε ξέρω τίμιο άνθρωπο, να, σου δίνω χίλια γρόσια να ανοίξεις μαγαζί, ή ό,τι άλλο θες κι αν πλουτίσεις , μου τα δίνεις πίσω, ει δε μη, σου τα χαρίζω.
Όλη μέρα πια ο φτωχός, εσυλλογιόταν τι να κάνη τόσα γρόσια. Τα φέρνει από δω, τα φέρνει από κει: ‘κι αν ανοίξω πραματευτάδικο; Να τα βάλω στον τόκο; Να πάρω αμπελοχώραφα;’. Έρχεται το βράδυ, ούτε λύρα να πιάση, μιλιά τσιχ δεν έκαναν τα παιδιά του. Γέλαγαν τα παιδιά, τα μάλωνε. Όλη τη νύχτα δεν έκλεισε μάτι απ’τη συλλογή. Την άλλη μέρα ούτε σε μεροκάματο να πάη, ούτε πουθενά έξω από τη συλλογή.
Τον ερωτά η γυναίκα του τι έχει; Να τον κάνει να γελάσει, αυτός τη μάλωσε, να τον αφήσει ήσυχο. Ο πλούσιος περίμενε μια βραδυά, δυο βραδυές, τρεις δεν ακούει ούτε λύρα ούτε τραγούδια, ούτε χαρές ούτε χορό των παιδιών…
Ξημέρωσε καινούρια μέρα. Βλέπει το φτωχό νάρχεται βαλαντωμένος.
-Να, Χριστιανέ, τα γρόσια σου, κι ούτε αυτά θέλω ούτε τη σκοτούρα τους.
Από τότε, πάλι χαρούμενος στο σπίτι του, ο φτωχός έπαιζε τη λύρα, χορεύαν τα παιδιά του σαν και πρώτα, και το άλλο πρωί στη δουλειά.»
«Τα πλούτη δε φέρνουν τη χαρά»

Ο Ανθρωπάκος

Είμαι φτωχός, κουρασμένος, σκυφτός ανθρωπάκος
Των ταπεινών και των άλλων πουλιών φιλαράκος.
Για δε μ’αφήνετε ήσυχο, άστε με ήσυχο όλοι
Θέλω να ζήσω ελεύθερος, δίχως ταυτότητα πια.

Μια ζωή με κρατάν, με κουνάν μ’ένα σπάγκο,
λόγια, σχολειά, μέρα νύχτα δουλειά και στον πάγκο.
Όπου χαρά, πρώτη-πρώτη σειρά κάποιος κλέφτης
κι όπου κακό κάνει τ’αφεντικό εγώ είμ’ο φταίχτης.

Λευτέρης Παπαδόπουλος

Βρέχει στη φτωχογειτονιά

Μικρά μου ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου.
Βρέχει στη φτωχογειτονιά, βρέχει και στην καρδιά μου.
Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά που άναψες τον καημό μου
είσαι μικρός και δε χωράς στον αναστεναγμό μου.
Οι συμφορές αμέτρητες, δεν έχει ο κόσμος άλλες,
φεύγουν οι μέρες μου βαριά σαν της βροχής οι στάλες.

Στίχοι Τάσου Λειβαδίτη

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας