Ο Γεροπλάτανος ή ο χαμένος παράδεισος ποίημα του Θεμιστοκλή Σολόπουλου

0

Ο Γεροπλάτανος τη ρίζα του ακουμπισμένη σε όχτο έχει.

Νερά είδε πολλά στο διάβα της ζωής του.

Άλλα πολλά και βροντερά και άλλα γαληνεμένα.

Κι ήταν μια μέρα καυτερή του καλοκαιρινού του ήλιου μόχθος

και σε αυτόν τον πλάτανο

δροσιά κι ανάσα βρήκα.

Για μια στιγμή το θρόισμα των φύλλων του

μιλιά ανθρώπου επήρε

και απαλά μου μίλησε για της ζωής τα μυστικά

καθόλου δεν σταμάταγε τις ερωτήσεις να του κάνω

λες και τις ήξερε.

-Πόσοι του δάσους την θωριά θυμούνται;

Το καθαρό το βλέμμα του γειτόνου

και πόσοι τα γάργαρα νερά των ποταμών

που στα μικράτα τους πλατσούριζαν;

-Πόσοι τους δρόμους τους χωμάτινους

που ήρεμα την  άπλα τους

παραχωρούσαν στην νιότη την αεικίνητη;

-Πόσοι την πρωινή λαλιά του πετεινού θυμούνται;

-Πόσοι τα ομορφολούλουδα στους τοίχους του σπιτιού τους

και πόσοι τα χωράφια τους τα ομορφοσπαρμένα;

-Πόσοι τον ουρανό γαλάζιο ακόμα βλέπουν;

Τα είπε αυτά και μονομιάς εσιώπησε.

Δάκρυα κυλήσανε αργά στις παρειές του

φύλλα καταπράσινα για το ανθρώπινο κατάντημά μου.

Στο μέτωπό μου έσταξε το δάκρυ του

Ο λήθαργός μου κόπηκε απ’ της βροντής το βουητό

κι οι πρώτες οι σταλαγματιές χρυσάφι εγίνηκαν της βροχής.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας