“Η ΑΣΤΥΝΟΜΕΥΣΗ ΩΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΣ ΘΕΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ” – Γράφει ο Υποναύαρχος ε.α. Σ. Φενέκος

0

Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν για το επεισόδιο στο Πέραμα όπου υπήρξε ένα νεκρός κλέφτης οχήματος, τραυματίσθηκε άλλος ένας και αστυνομικοί, οι οποίοι έριξαν 38 συνολικά σφαίρες στο κλεμμένο αυτοκίνητο.

Ας δούμε το θεσμικό πλαίσιο, τις αρχές και τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίο να υπάρχουν σε κάθε αστυνομική πράξη.

Γιατί η ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ οφείλει να δρα θεσμικά προς όφελος των πολιτών, είναι πολύτιμος Δημοκρατικός θεσμός και ενισχύει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος όταν δρα με βάση τις αρχές και τις προϋποθέσεις που θα αναλυθούν.

  1. ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ

Το κρατικό μονοπώλιο στη βία, η έννοια δηλαδή ότι το κράτος μόνο έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ή να επιτρέψει τη χρήση φυσικής βίας, θεωρείται ευρέως ως καθοριστικό χαρακτηριστικό του σύγχρονου κράτους.

Στη διάλεξή του «Politics as a Vocation» (1918), ο Γερμανός κοινωνιολόγος Max Weber ορίζει το κράτος ως μια “ανθρώπινη κοινότητα που (επιτυχώς) διεκδικεί το μονοπώλιο της νόμιμης χρήσης σωματικής βίας σε μια δεδομένη περιοχή. Το σύγχρονο κράτος, αναδύθηκε με την απαλλοτρίωση των μέσων πολιτικής οργάνωσης και κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας, και με τη θέσπιση της νομιμότητας της κυριαρχίας του.”

Όπως υπογραμμίζει η χρήση του όρου “νόμιμη”, δεν υπονοεί ότι το κράτος είναι ο μόνος φορέας που χρησιμοποιεί πραγματικά τη βία, αλλά προφανώς ότι είναι ο μόνος φορέας που μπορεί νόμιμα να εξουσιοδοτήσει τη χρήση της.  Το κράτος μπορεί να χορηγήσει νόμιμα σε άλλον παράγοντα το δικαίωμα να χρησιμοποιεί βία (κρατικό είτε όχι – όπως π.χ. σε ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας), χωρίς να χάσει το μονοπώλιο του, εφόσον παραμένει η μόνη πηγή του δικαιώματος χρήσης βίας και διατηρεί την ικανότητα να επιβάλλει αυτό το μονοπώλιο.

Το κρατικό μονοπώλιο στη νόμιμη χρήση σωματικής βίας μπορεί να αμφισβητηθεί από έναν αριθμό μη κρατικών παραγόντων (των οποίων η δράση μπορεί υπό προϋποθέσεις να αναγνωρισθεί από το διεθνές δίκαιο) π.χ. επαναστάσεις, λαϊκά κινήματα, στρατιωτικά κινήματα, αυτονομιστικά κινήματα κλπ.

Ωστόσο, οι απόψεις του Βέμπερ αμφισβητήθηκαν από ορισμένους μελετητές που ακολούθησαν τις απόψεις του Τόμας Χομπς, υποστηρίζοντας ότι το ιδεώδες του μονοπωλίου της βίας δεν αφορά μόνο τον έλεγχο που ενασκεί αλλά και την χρήση της βίας, έτσι ώστε το κράτος να είναι ο μόνος παράγοντας που μπορεί νόμιμα να ασκήσει βία, εκτός από την περίπτωση άμεσης αυτοάμυνας.

Από αυτή την άποψη, το κρατικό μονοπώλιο στη βία μπορεί επίσης να τεθεί σε κίνδυνο από φαινόμενα όπως η ανάπτυξη ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας ή από άλλους θεσμικούς φορείς που ενασκούν βία καθ’ υπέρβαση των αρμοδιοτήτων τους (π.χ. πολιτική βία, δικαστική βία, στρατιωτική βία κλπ) χωρίς αρμοδιότητα και χωρίς κατάλληλη εξουσιοδότηση.

  1. ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΣΥΧΝΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ

Η κρατική βία (αστυνομική κυρίως) σε όλες τις χώρες (και στις Δημοκρατικές) αποτελεί έναν από τους χειρότερους τρόπους παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η Ελλάδα δυστυχώς έχει βρεθεί αντιμέτωπη με καταδίκες από τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για περιπτώσεις κρατικής (αστυνομικής) βίας παρά την ύπαρξη θεσμοθετημένων νομοθετικών κειμένων.

Τα πλέον ευάλωτα θύματα της αστυνομικής βίας σε πολλές χώρες είναι περιθωριακοί, ομοφυλόφιλοι, αλλοδαποί, είτε άλλοι φυλετικά διακριτοί κλπ. Οι προσπάθειες να εξηγηθεί η σχέση φυλής/εθνικότητας με την αστυνομική βαρβαρότητα βασίστηκαν σε δύο διακριτές θεωρητικές προσεγγίσεις.

  • Οι παραδοσιακές προσεγγίσεις εντοπίζουν τα αίτια της αστυνομικής βίας κατά κύριο λόγο στην κακή εφαρμογή των αστυνομικών υπηρεσιών και πρακτικών λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων στον θεσμό της αστυνόμευσης.
  • Ενώ οι προσεγγίσεις περί συγκρούσεων υποστηρίζουν ότι η αστυνομική βία αντανακλά τις φυλετικές/εθνικές διαιρέσεις της ευρύτερης κοινωνίας.

Τα συμπεράσματα από την πράξη όμως παρέχουν πολύ συχνά ισχυρότερη υποστήριξη στην αντίληψη της σύγκρουσης,  ότι δηλαδή οι παρεκτροπές εδράζονται σε κάθε μορφής ρατσισμό, σε κοινωνικές προκαταλήψεις και στερεότυπα και σε κοινωνικές και φυλετικές διακρίσεις.  Μερικά μόνο από τα κύρια σύγχρονα αστικά κοινωνικά προβλήματα στις μεγάλες απρόσωπες πόλεις σχετίζονται με τις συγκρούσεις που προκύπτουν από τις κοινωνικές διακρίσεις, τον ρατσισμό, τις φυλετικές διαφοροποιήσεις και άλλες ανισότητες.

Και στην πράξη τελικά, παρά την σοβαρή αυτή διαπίστωση των αντιλήψεων της σύγκρουσης, οι κριτικές που ενασκούνται και οι προσπάθειες που γίνονται για τη μείωση της αστυνομικής βίας έχουν επικεντρωθεί στην αλλαγή των αστυνομικών υπηρεσιών και πρακτικών σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση, υποβαθμίζοντας σημαντικά την σημασία της νοοτροπίας και των κινήτρων.

Ελάχιστα οι προσπάθειες βελτίωσης του θεσμού της αστυνόμευσης  εστιάζουν στην ανάγκη για ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές, που να ανακουφίζουν τα κοινωνικοοικονομικά μειονεκτήματα και να αποδυναμώνουν τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα  στερεότυπα που αντιμετωπίζουν πολλοί αδύναμοι, κοινωνικά απομονωμένοι και φυλετικά δυσφημισμένοι πολίτες.

Και οπωσδήποτε είναι αναγκαίες συνδυαστικά και ολοκληρωμένα,  με ουσιαστικές προσπάθειες για τη βελτίωση όχι μόνο της επιχειρησιακής δράσης (όσον αφορά το σύνολο πρόληψης-διοικήσεως-ελέγχου και αντιμετώπισης) αλλά και της νοοτροπίας και της κριτικής ικανότητας του συνόλου των υπηρεσιών πολιτικής προστασίας, που μπορεί τελικά να μετριάσουν το πρόβλημα.

  1. ΘΕΣΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ

Tο άρθρο 2 παρ. ε’ του Κώδικα Δεοντολογίας του Αστυνομικού προβλέπει:

«Για την τήρηση και εφαρμογή του νόμου χρησιμοποιεί (ο αστυνομικός) κατ’ αρχήν μη βίαια μέσα. Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου. Τηρεί πάντοτε με απόλυτο σεβασμό τις αρχές 1) της αναγκαιότητας, 2) της προσφορότητας (καταλληλότητας) και 3) της αναλογικότητας.  4) Χρησιμοποιεί τα κατά το δυνατόν ηπιότερα μέσα, αποφεύγοντας κάθε περιττή ενόχληση, σκληρότητα ή αδικαιολόγητη φθορά ιδιοκτησίας».

Επιμέρους αρχές που αφορούν επιχειρησιακά την αστυνομική επέμβαση είναι:

  • Αρχή της διαρκούς ετοιμότητας.
  • Αρχή της δράσης.
  • Αρχή της προσήκουσας συμπεριφοράς.
  • Σεβασμός του τεκμηρίου της αθωότητας (δεσμεύει και το αστυνομικό προσωπικό).
  • Η αρχή της απαγόρευσης της καταχρηστικής άσκησης της αστυνομικής εξουσίας.
  • Η αρχή της απαγόρευσης της κατάχρησης της διαδικασίας.

 

  1. ΚΡΑΤΙΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ (ΟΗΕ)

Όπως έχει αναγνωρίσει η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, «η εμπιστοσύνη του κοινού στους αστυνομικούς και άλλους αξιωματούχους επιβολής του νόμου είναι υψίστης σημασίας για την ικανότητά τους να ασκούν αποτελεσματικά τα καθήκοντά τους και εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον σεβασμό τους για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις θεμελιώδεις ελευθερίες και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια όλων των προσώπων. ” (United Nation Human Rights Commission A/HRC/46/L.27).

Υπάρχει επίσης γενική συναίνεση ότι οι υπάλληλοι επιβολής του νόμου θα εκπληρώνουν το καθήκον που τους επιβάλλει ο νόμος ανά πάσα στιγμή, υπηρετώντας την κοινότητα και προστατεύοντας όλα τα άτομα από παράνομες πράξεις, σύμφωνα με τον υψηλό βαθμό ευθύνης που απαιτεί το επάγγελμά τους.

Αυτό σημαίνει ότι, όταν έρχονται αντιμέτωποι με παράνομες πράξεις – είτε απλά πλημμέλημα και πολιτική ανυπακοή, είτε βία και άλλες μορφές σοβαρής εγκληματικότητας – οι αξιωματικοί επιβολής του νόμου πρέπει να εκπαιδεύονται, να εξοπλιστούν και να καθοδηγούνται να επιδεικνύουν αυτοσυγκράτηση και μετριοπάθεια, αποφεύγοντας κάθε περιττή προσφυγή στη βία και εξαναγκασμός.

Όποτε είναι απολύτως αναπόφευκτη, οποιαδήποτε χρήση βίας από αξιωματούχους επιβολής του νόμου πρέπει να πληροί τις ακόλουθες τέσσερις προϋποθέσεις:

  • ΝOMIMOTHTA: οποιαδήποτε χρήση βίας πρέπει να επιδιώκει νόμιμο σκοπό και να σέβεται την ίση μεταχείριση όλων των προσώπων ενώπιον του νόμου σύμφωνα με την “Αρχή της μη Διάκρισης”
  • ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ: η βία πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαία και στον βαθμό που είναι απαραίτητη για την επίτευξη ενός νόμιμου σκοπού, σημειώνοντας ότι “η θανατηφόρα βία μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν είναι αναπόφευκτη για προστασία από σοβαρή σωματική βλάβη ή επικείμενη απειλή για τη ζωή”.
  • ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ: η βλάβη που ενδέχεται να προκληθεί από τη χρήση βίας “δεν πρέπει να είναι υπερβολική σε σύγκριση με το όφελος του νόμιμου επιδιωκόμενου σκοπού”.
  • ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ: οι επιχειρήσεις επιβολής του νόμου “πρέπει πάντα να σχεδιάζονται, να προετοιμάζονται και να διεξάγονται έτσι ώστε να ελαχιστοποιούνται, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, η καταφυγή στη βία και, όποτε γίνεται αναπόφευκτη, να ελαχιστοποιηθεί η προκύπτουσα βλάβη”.

Η νομολογία των διεθνών και περιφερειακών μηχανισμών για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει επιβεβαιώσει με συνέπεια, ότι “οποιαδήποτε χρήση βίας από κρατικούς αξιωματούχους που δεν πληρούν οποιαδήποτε από αυτές τις απαιτήσεις ισοδυναμεί με σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση και μπορεί να παραβιάζει το δικαίωμα στη ζωή και, ως εκ τούτου, απαγορεύεται απολύτως όλες ανεξαιρέτως οι περιστάσεις”.

Τα κράτη συνεπώς έχουν διεθνές νομικό καθήκον να ρυθμίζουν τη χρήση βίας από αξιωματούχους επιβολής του νόμου σύμφωνα με αυτές τις αρχές, να λαμβάνουν αποτελεσματικά μέτρα για την πρόληψη τυχόν παραβιάσεων και να παρέχουν στα θύματα και στους συγγενείς τους επαρκή ένδικα μέσα και αποκατάσταση με ευαισθησία ως προς την φυλετική ταυτότητα και το φύλο.

Τα κράτη υποχρεούνται να διερευνήσουν άμεσα, αποτελεσματικά και αμερόληπτα όλους τους ισχυρισμούς για αυθαίρετη δολοφονία, εξαναγκαστική εξαφάνιση, βασανιστήρια ή άλλη σκληρή, απάνθρωπη, εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, όπου υπάρχουν εύλογες ενδείξεις  να πιστεύεται ότι έχει διαπραχθεί τέτοια πράξη, και να λογοδοτήσουν εκείνοι που ενθαρρύνουν, υποκινούν, διατάζουν, ανέχονται, συναινούν ή διαπράττουν τέτοιες πράξεις, είτε δρουν με τρόπο δυσανάλογο με τη βαρύτητα του αδικήματος.

Προκειμένου να υποστηριχθούν οι δικαστικές και ανακριτικές αρχές σε αυτό το έργο και να διασφαλιστεί η διαφάνεια και η απουσία συμπαιγνίας και σύγκρουσης συμφερόντων, τα κράτη θα πρέπει να δημιουργήσουν θεσμικά και πολιτικά ανεξάρτητους μηχανισμούς καταγγελιών και εποπτείας, επιφορτισμένους με την παρακολούθηση και τη διαφανή αναφορά σχετικά με τη χρήση βίας από κρατικούς λειτουργούς, καθιστώντας αυτές τις πληροφορίες προσβάσιμες τόσο στο δικαστικό σώμα όσο και στο κοινό, με στατιστικές για το πότε, σε ποιον και με ποια μέσα χρησιμοποιήθηκε βία, για τη ζημία που προέκυψε και για τα μέτρα αποκατάστασης.

  1. ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ

Η εμπιστοσύνη του κοινού στην αξιοπιστία, στην ολοκληρωμένη επιχειρησιακή ικανότητα, στον επαγγελματισμό και την σύνεση και την κριτική ικανότητα , την νομιμότητα και την ακεραιότητα των κρατικών θεσμών και των στελεχών επιβολής του νόμου είναι το πολυτιμότερο αγαθό κάθε ειρηνικής, δίκαιης και βιώσιμης κοινωνίας και το ίδιο το θεμέλιο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.

Και ακριβώς επειδή το έργο τους είναι πολύτιμο, τεράστιο, απαιτητικό, εξαιρετικά επικίνδυνο και κοπιώδες, απαιτείται όχι μόνο η βέλτιστη επιχειρησιακή εκπαίδευση, αλλά και η στιβαρή διοίκηση και έλεγχος, η ανάπτυξη δομών και ικανοτήτων τοπικής ηγεσίας ομάδος, ο συνεχής εκσυγχρονισμός των μέσων και δυνατοτήτων (διοικητικές δομές, επικοινωνίες, συσκευές, οχήματα, οπλισμός κλπ) και οπωσδήποτε η βελτίωση της κριτικής ικανότητας μέσα απλό αναθεώρηση του συνόλου της εκπαίδευσης στις σχολές με εξειδικευμένο πρόγραμμα , προσομοιωτές, παίγνια, ανάλυση περιπτώσεων, κλπ.

Και οπωσδήποτε βελτίωση των αμοιβών τους που σήμερα είναι ισχνές σε σχέση με αυτό που τους ζητάμε εκ του ασφαλούς να κάνουν με προσωπικό τους κίνδυνο.

Κατά συνέπεια η όλη επιχείρηση καταδίωξης των ληστών ήταν χωρίς αρχές, χωρίς να τηρηθεί καμία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, χωρίς ουσιαστικό επιχειρησιακό έλεγχο, χωρίς ηγεσία ομάδος και εν τέλει κάκιστα εκτελεσμένη, έτσι ώστε να θέτει σε σοβαρό κίνδυνο τις ζωές των αστυνομικών, που βρέθηκαν απροετοίμαστοι και πανικόβλητοι, με τελικό αποτέλεσμα τις σπασμωδικές αντιδράσεις τους και τον θάνατο ενός εκ των ληστών, τον τραυματισμό ενός άλλου, την διαφυγή του τρίτου και εν τέλει την αποτυχία της.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας