Στις κοινωνικές εξελίξεις πάντα υπάρχουν πρωτοπόροι που ηγούνται, άρθρο του Υποναυάρχου ε.α. Στέλιου Φενέκου

0

 

Η υπόθεση της κ. Μπεκατώρου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από ηθικής όσο και από κοινωνικής και νομικής πλευράς.

Κατ αρχάς ξεκινούμε με την θέση ότι η κ. Μπεκατώρου βίωσε μία τραυματική εμπειρία, η οποία τη στιγμάτισε σε όλη της την  ζωή μέχρι σήμερα, και μετά από πολλές εσωτερικές συγκρούσεις κατάφερε να βρει το θάρρος και να μιλήσει δημόσια για αυτήν της την τραυματική εμπειρία, προκειμένου να βοηθήσει και άλλα κορίτσια (και αγόρια) να αντισταθούν στην σεξουαλική βία και παρενόχληση, να ενθαρρύνει τα θύματα να μην διστάζουν να μιλάνε και να καταγγέλλουν ανάλογες συμπεριφορές και για να τιμωρηθεί ο δράστης.

Η στάση της κ. Μπεκατώρου επί της αρχής και ηθικά είναι σωστή, γιατί αφενός δίνει το παράδειγμα και ενισχύει όσες/όσους έχουν πέσει θύματα αυτής της συμπεριφοράς για να βγάλουν επιτέλους το φορτίο που κουβαλάνε, να απενοχοποιήσουν τους δισταγμούς τους και να ξεπεράσουν τις φοβίες τους, προκειμένου να τιμωρηθούν καθώς αρμόζει όλοι οι βιαστές και σφετεριστές των οιωνδήποτε αδυναμικών καταστάσεων συνανθρώπων τους.

Δίνει επίσης κι ένα παράδειγμα σθένους σε όλους τους νέους και τις νέες, έτσι ώστε να μην φοβούνται και να μιλάνε αμέσως, χωρίς ενοχές, προκειμένου να τιμωρούνται οι δράστες και για να προφυλαχθούν επίσης και άλλοι από την αποκάλυψη των καθ’ έξιν δραστών.

Αυτό είναι το ηθικό ζήτημα.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν το νομικό και κοινωνικό περιβάλλον ευνοεί τέτοιου είδους συμπεριφορές.

Η απάντηση είναι εύκολη: Κατά κανόνα όχι!!!

Και αναλύω το γιατί όχι:

Όπως έχει διαπιστωθεί στην πράξη, αρκετές φορές η νομική διαδικασία της καταγγελίας, των ανακρίσεων, των αμφισβητήσεων και των αιτιάσεων είναι τόσο χρονοβόρα και ψυχολογικά φθοροποιός ώστε τις περισσότερες φορές τα θύματα καταλήγουν να μην καταγγείλουν τον βιασμό, για να αποφύγουν όλη αυτήν την περιπέτεια, ή κάνουν πίσω γιατί δεν αντέχουν άλλο την ασφυκτική πίεση (νομική και κοινωνική), την αμφισβήτηση και αδικία εν πολλοίς.

Επίσης εάν δεν ολοκληρωθεί η πράξη του βιαστή, ή δεν υπάρξουν στοιχεία που να μπορεί να αποδείξει ένας ιατροδικαστής με σιγουριά την βία και ότι η καταγγελία είναι βάσιμη, και δεν υπάρχουν μαρτυρίες είτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τότε όλο το περιβάλλον θα πέσει να αποτρέψει το θύμα από το να καταγγείλει την πράξη, υπό τον φόβο ότι τελικά θα σπιλωθεί και θα βγει χαμένο.

Εάν δε ο υπαίτιος είναι και υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, με εξουσίες είτε πρόσβαση σε εξουσίες, γνωριμίες και με ικανούς πόρους είτε εξακολουθεί να έχει ισχύ με τις αποφάσεις και ενέργειες του, που να επηρεάζουν καθοριστικά και δυσμενώς  την ζωή του θύματος, τότε δημιουργούνται και πολλά επιπρόσθετα αντικίνητρα για να αποφασίσει το θύμα να ξεκινήσει πόλεμο.

Πόσο μάλλον εάν το θύμα δεν έχει πόρους για να ξεκινήσει την μάχη, για να την  πάει μέχρι τέλους  για να δικαιωθεί είτε δεν έχει και την ανάλογη στήριξη από το περιβάλλον του είτε την κατάλληλη συνδρομή από φίλους συγγενείς και γνωστούς.

Και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου καταλήγει να σιωπήσει.

Μετά από χρόνια όμως, όταν πολλά από τα προβλήματα αυτά έχουν ξεπεραστεί, όταν θα έχει μαζέψει τα κομμάτια της/του και έχει αποκτήσει την στήριξη, την αυτοπεποίθηση και το θάρρος που χρειάζεται, είναι απόλυτα λογικό να προσπαθήσει να δικαιωθεί όχι μόνο για τον εαυτό της/του αλλά και για να ενισχύσει με το παράδειγμά και άλλους ανθρώπους.

Συνεπώς το μεγαλύτερα ζητήματα που αναδεικνύονται από το συγκεκριμένο γεγονός είναι η ανάγκη για πρόληψη, για άμεση αντίδραση και οπωσδήποτε για απονομή δικαιοσύνης για όσα έχει υποστεί το θύμα, αδιακρίτως πότε και υπό ποίες συνθήκες αποφάσισε να καταγγείλει τον δράστη.

Κι εκεί είναι ευθύνη της πολιτείας για να δομήσει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο ώστε να αίρονται τα αντικίνητρα για την άμεση καταγγελία, για να δημιουργήσει τα κατάλληλα εκπαιδευτικά εργαλεία ώστε τα νέα παιδιά να έχουν απαντήσεις στα ηθικά και νομικά ερωτήματα και να ξέρουν πως να αντιδράσουν.

Ταυτόχρονα να ενισχύσει τις κοινωνικές δομές υποστήριξης και συνδρομής στα θύματα, για να διευκολυνθεί η καταγγελία και να μην είναι αποτρεπτική η προσφυγή στη δικαιοσύνη, διαθέτοντας με πόρους και μέσα ώστε να στηριχθούν και να ενισχυθούν τα θύματα.

Όμως το θέμα δεν τελειώνει εκεί:

Σε ένα κράτος δικαίου όπου ακόμη και ο χειρότερος εγκληματίας έχει ανθρώπινα δικαιώματα και κυρίως το τεκμήριο της αθωότητας και της δίκαιης δίκης, και αυτός ο χυδαίος βιαστής θα πρέπει να έχει αυτά τα δικαιώματα.

Και ναι μεν όταν η καταγγελία είναι άμεση και με αποδεικτικά στοιχεία η τιμωρία του βιαστή είναι εφικτή, ταυτόχρονα όμως και το Δικαστικό σύστημα κατά την διάρκεια της διαδικασίας, πέραν της αναγνώρισης των δικαιωμάτων στον κατηγορούμενο, οφείλει να προστατεύει και το θύμα που είναι στην πιο αδυναμική κατάσταση, από χυδαίες προσβλητικές επιθέσεις και ψυχολογικές πιέσεις από τους ισχυρούς υποστηρικτές και τα μέσα των θυτών. Και είναι ευθύνη όχι μόνο της Δικαστικής εξουσίας αυτό, αλλά και όλων των θεσμικών λειτουργών της δικαιοσύνης, οι οποίοι πέραν της Νομοθετικής εξουσίας, με τις αποφάσεις, τις προτάσεις και τις ανακοινώσεις τους είναι και οι δικαστικοί και δικηγορικοί σύλλογοι.

Όταν θα έχουν διασφαλισθεί όλα αυτά, τότε θα έχουμε δημιουργήσει το κατάλληλο ηθικό και θεσμικό πλαίσιο για να καταγγέλλονται άμεσα όλα αυτά τα εγκλήματα και να απονέμεται δικαιοσύνη και προστασία στα μέλη της κοινωνίας μας που βρέθηκαν σε ανάλογη αδυναμική κατάσταση.

Όμως τι γίνεται όταν η καταγγελία γίνεται μετά από χρόνια, όταν δεν υπάρχουν πλέον αποδεικτικά στοιχεία αφενός και αφετέρου υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσει το θύμα να αποδείξει το δίκιο του και να βρεθεί κατηγορούμενο για συκοφαντική δυσφήμηση, με κίνδυνο να καταστραφεί οικονομικά αλλά και ηθικά;

Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος σε όλες αυτές τις περιπτώσεις.

Γιατί εάν δεν υπάρξουν και άλλες καταγγελίες και μαρτυρίες εναντίον του ίδιου δράστη, τότε θα είναι ο λόγος του θύματος έναντι του δράστη, με όλους τους κινδύνους που προαναφέραμε, Και οι κίνδυνοι για το θύμα  γίνονται ακόμη μεγαλύτεροι, εάν από την μία μεριά ο δράστης είναι ισχυρός, με οικονομική ισχύ και με ισχυρούς υποστηρικτές και ακόμη χειρότερα εάν από την άλλη πλευρά το θύμα είναι αδύναμο, χωρίς οικονομική επιφάνεια, χωρίς υποστηρικτές και ευάλωτο σε ψυχολογικές και ηθικές επιθέσεις.

Τότε δεν θα πρέπει να μιλήσει; Δεν θα πρέπει να καταγγείλει; Δεν θα πρέπει να πετάξει το βάρος από πάνω του και να ζητήσει να δικαιωθεί;

Και βέβαια θα πρέπει να μιλήσει όταν νοιώσει έτοιμο.

Και θα νοιώσει ακόμη καλύτερα εάν έχει την κοινωνική, ψυχολογική και ηθική υποστήριξη από τις κοινωνικές οργανώσεις και την κατάλληλη νομική υποστήριξη, δομές που πρέπει να λειτουργούν υπό την αιγίδα του κράτους.

Γιατί το κράτος, από την στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν σε μεγάλο βαθμό και συχνότητα όλες οι αδυναμίες και τα προβλήματα που προαναφέραμε, θα πρέπει να ενισχύσει τις κοινωνικές δομές και να λειτουργήσει θεσμικά και συλλογικά, στην λογική του «positive discrimination (θετικής διάκρισης)», για να καλύψει τις αδυναμίες και τους ανασταλτικούς παράγοντες για την πρόληψη, την προστασία των ευρισκομένων σε ανάλογες αδυναμικές καταστάσεις και για την απονομή δικαιοσύνης για τα θύματα.

Η μόνη περίπτωση συνεπώς για να βρει το δίκιο του ένα θύμα, όταν κάνει την καταγγελία μετά από καιρό, είναι ότι λόγω της δημοσιότητας θα υπάρξουν και άλλα θύματα που θα μιλήσουν κι αυτά για το ίδιο πρόσωπο και άρα θα υπάρχουν μαρτυρίες που θα επιβεβαιώνουν την εγκληματική συμπεριφορά του συγκεκριμένου δράστη.

Τότε η δικαιοσύνη θα έχει όλα τα στοιχεία που χρειάζεται για να τιμωρήσει τον δράστη. Αρκεί φυσικά να μην έχει παραγραφεί το αδίκημα. Γιατί χωρίς δίκη, ναι μεν μένει η ρετσινιά και η κοινωνική ηθική κατακραυγή για τον δράστη, όμως δικαιοσύνη με θεσμικό τρόπο δεν θα έχει επέλθει.

Θα μπορούσε ενδεχομένως να εξεταστεί εάν μπορούν να μεγαλώσουν οι χρόνοι παραγραφής για αδικήματα σαν κι αυτά είτε να υπάρχει δυνατότητα αγωγών (στην ουσία έτσι θα επιτυγχάνεται έτσι και η επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης), με τα επιδικαζόμενα χρήματα να κατανέμονται στα θύματα αλλά και στις κοινωνικές οργανώσεις που έχουν έργο την υποστήριξη των θυμάτων αναλόγων περιπτώσεων.

Άλλως, εάν δεν υπάρξουν άλλες καταγγελίες, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για το θύμα να αποδείξει μετά από τόσα χρόνια την συγκεκριμένη συμπεριφορά εκ μέρους του δράστη. Και όπως είπαμε παραπάνω, θα κινδυνεύει κιόλας για συκοφαντική δυσφήμιση, γεγονός που μπορεί να αποτρέπει πολλά θύματα από το να μιλάνε.

Βέβαια ένας ένοχος, πόσο μάλιστα καθ’ έξιν, ενδεχομένως να φοβόταν να προσφύγει στη δικαιοσύνη για συκοφαντική δυσφήμιση, για να μην εξετασθεί η βασιμότητα των καταγγελιών προκειμένου να αποφασίσει το δικαστήριο για την δυσφήμιση ή όχι. Και να αφήσει να πλανάται η αμφιβολία.

Ακόμη κι εδώ όμως και με αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να δοθεί λύση θεσμική και κοινωνική.

Να υπάρξει κρατική υπηρεσία που να δέχεται ανάλογες καταγγελίες, να συνεργάζεται με τις κοινωνικές δομές που προαναφέραμε ώστε να ενθαρρύνονται τα θύματα να καταγγείλουν, να διεξάγει διεξοδικές έρευνες, να ενθαρρύνει και άλλα θύματα να μιλήσουν, και να δένει την υπόθεση όπως πρέπει, εάν διαπιστώνει ότι ο καταγγέλλων/ουσα έχει σοβαρές κατηγορίες εναντίον του δράστη.

Και όταν διασφαλίζονται όλα αυτά, να απαγγέλλει κατηγορία εναντίον του (εάν έχει παραγραφεί το αδίκημα, αγωγή εναντίον του), με όρους ευνοϊκούς για το θύμα αλλά και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα κάθε κατηγορούμενου. Έτσι προστατεύεται και το θύμα, το κράτος δικαίου θα λειτουργεί, οι κοινωνικές οργανώσεις θα ενισχύουν ψυχολογικά, ηθικά και με μέσα και πόρους τα θύματα, ενώ ταυτόχρονα θα προλαμβάνονται καταστάσεις, θα προστατεύονται οι αδύναμοι και θα αποδίδεται δικαιοσύνη όπως πρέπει σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου.

Όμως σε αρχικό στάδιο, όπως είναι αυτό που βρισκόμαστε σήμερα, χρειάζονται πρωτοπόροι για να ενεργοποιήσουν τα κρατικά και κοινωνικά αντανακλαστικά για να δημιουργηθούν όλα αυτά.

Και η κ. Μπεκατώρου έχει την δύναμη και έχει αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο της πρωτοπορίας, σε ένα τόσο κρίσιμο κοινωνικό ζήτημα που επηρεάζει τις ζωές κυρίως των νέων αλλά και πολλών ευάλωτων συνανθρώπων μας.

Τώρα είναι η ευθύνη της Πολιτείας για να δράσει σε όλα τα επίπεδα που προαναφέραμε, για να ξεκαθαρίσει το τοπίο, να δημιουργήσει δομές και θεσμούς που να γαλουχούν και να προστατεύουν τους νέους και τους συνανθρώπους μας που βρίσκονται σε ανάλογες αδυναμικές καταστάσεις και  να μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά η δικαιοσύνη!

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας