«Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού» ή ο διχασμός στους κόλπους της Εκκλησίας – Γράφει ο Ιάσων Μακρυγιάννης

0

Το 1916, μεσούντος του Εθνικού Διχασμού, με την Ελλάδα κομμένη στα δύο, Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ήταν ο Θεόκλητος Α’, ο οποίος παρότι κατείχε το ανώτατο αξίωμα της Εκκλησίας, δεν δίστασε χάριν βασιλικής εξυπηρέτησης να ηγηθεί στο εναντίον του Βενιζέλου ανάθεμα, παραβαίνοντας τους Ιερούς Κανόνες, που δεν προέβλεπαν ανάθεμα σε «λαϊκούς». Σαν να μην ήταν αυτό αρκετό, αδιαφορώντας για το «αυτάδελφον» της Εκκλησίας, εξανάγκασε πολλούς Αρχιερείς, κυρίως των «Παλαιών Χωρών» , να συμμετάσχουν κι εκείνοι στη λάθος επιλογή του.

Αναλυτική Εξιστόρηση

Στις 4 Δεκεμβρίου 1916, η επιτροπή «Πανελληνίου Συνδέσμου Συντεχνιών» δημοσίευσε προκήρυξη στον Τύπο με την οποία καλούσε το λαό να συμμετάσχει στο «Ανάθεμα». Ταυτόχρονα, ζητήθηκε από τον Θεόκλητο να ηγηθεί της τελετής. Αυτός εξήγησε ότι σύμφωνα με το καταστατικό της Εκκλησίας δεν προβλεπόταν αφορισμός «λαϊκών», παρά μόνον μετά από έγκριση της Κυβέρνησης και ως εκ τούτου, ο κλήρος θα απείχε.

Ο Πρωθυπουργός Λάμπρου επειδή φοβήθηκε ότι η αποχή της Εκκλησίας θα εκλαμβανόταν ως ανοχή υπέρ του Βενιζέλου, διεμήνυσε ότι δίνει την έγκριση του κι έτσι ο Θεόκλητος πρωτοστάτησε στο Ανάθεμα.  Χαρακτηριστικό του διχασμού που είχε επέλθει και στους κόλπους της Εκκλησίας είναι ότι οι Επίσκοποι των «Νέων Χωρών» δεν δέχτηκαν να ακολουθήσουν τους συναδέλφους τους της «Παλαιάς Ελλάδος».

Μακροπρόθεσμα όλη αυτή η κατάσταση βάθυνε το ρήγμα ανάμεσα στο λαό, συντηρώντας έναν υφέρποντα διχασμό, ο οποίος έμελλε να επανεμφανιστεί κατά την τρίτη διακυβέρνηση του Βενιζέλου, με διωγμούς όσων εθεωρούντο αντιβενιζελικοί.

«Το άδικον ουκ ευλογείται»

Μετά την επικράτηση του κινήματος της Εθνικής Άμυνας του 1917, η κυβέρνηση Βενιζέλου αρνήθηκε να ορκιστεί από το Θεόκλητο, τον οποίο λίγο αργότερα το Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο καθαίρεσε και όρκισε στη θέση του τον Επίσκοπο Μελέτιο, που είχε τελικά ορκίσει τη νέα Κυβέρνηση.

Ως νικητής πλέον, ο Βενιζέλος προβαίνει σε εκκαθαρίσεις, όχι μόνο στην Εκκλησία, αλλά και στη Διοίκηση και στο Στρατό, για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με το «κράτος των Αθηνών». Με νόμο ήρε την ισοβιότητα των Δικαστών και τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, γεγονός που του επέτρεψε να κηρύξει έκπτωτους τους Ιεράρχες που είχαν πρωτοστατήσει στο «Ανάθεμα», να απολυθούν 570 Δικαστικοί όλων των βαθμίδων και 6500 δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ αποστρατεύτηκε το 40% των μόνιμων αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού.

Μετά τον απηνή διωγμό των αντιβενιζελικών αρχιερέων, συγκροτήθηκε νέα Ιερά Σύνοδος, η οποία ονομάστηκε «Αριστίνδην» και τα μέλη της διορίστηκαν από την Κυβέρνηση.

Με την επάνοδο του Βασιλέα Κωνσταντίνου το 1920, ο Μελέτιος απομακρύνθηκε από τον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο και επανήλθε σε αυτόν ο Θεόκλητος.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1920 οι κρατικοί και εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι οργάνωσαν επίσημη υποδοχή του από τη Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην Αίγινα, στην οποία είχε παραμείνει φρουρούμενος την τριετία 1917-1920.

Ο Θεόκλητος παρέμεινε στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο μέχρι το Σεπτέμβριο του 1922.

Ιάσων Μακρυγιάννης
Τ. Γεν. Δ/ντης Πολυμέσων και ΜΜΕ

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας