Μια σπουδαία μορφή της αρχιτεκτονικής έζησε στο Μαρούσι. Ο Βασίλης Χαρίσης διέπρεψε στην επιστήμη του και άφησε τεράστια παρακαταθήκη αλλά και πλούσιο έργο. Ήταν Έλληνας αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, ζωγράφος και συγγραφέας. Ο διακεκριμένος Βασίλης Χαρίσης γεννήθηκε στην πόλη των Ιωαννίνων το 1933. Σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Είχε καθηγητές τον Ορλάνδο, τον Πικιώνη, τον Μιχελή και διέγραψε μια αξιοπρόσεκτη επαγγελματική πορεία.. Το 1960 προσελήφθη στο υπουργείο Δημοσίων Έργων, ακολούθως δε υπηρέτησε ως αναπληρωτής γενικός διευθυντής στο ΥΠΕΧΩΔΕ, αλλά και ως πρόεδρος του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας (από το 1989 έως το 1994).
Ο Βασίλης Χαρίσης διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των παραδοσιακών οικισμών του Ζαγορίου.
Με τη βοήθεια του Χαρίση ο Στέφανος Μάνος, ως υφυπουργός Δημοσίων Έργων, εξέδωσε το Νοέμβριο του 1978 το πρώτο προεδρικό διάταγμα που αφορούσε την προστασία παραδοσιακών οικισμών στη χώρα μας και καθόριζε τους όρους και τους περιορισμούς δόμησης των οικοπέδων τους.
Το εν λόγω προεδρικό διάταγμα ήταν η πρώτη ουσιαστική –και δη μαζικού χαρακτήρα– παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας για την προστασία του δομημένου περιβάλλοντος.
Σε περισσότερους από 400 οικισμούς της χώρας μας επιβλήθηκαν αυστηροί όροι δόμησης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας τους.
Στο προεδρικό διάταγμα του 1978 είχαν περιληφθεί, μεταξύ πολλών άλλων οικισμών, το Πάπιγκο, το Μονοδένδρι, οι Καλαρρύτες και το Συρράκο.
Ένα χρόνο αργότερα, το Νοέμβριο του 1979, με τη συνδρομή του Χαρίση και πάλι, εκδόθηκε ειδικό διάταγμα προστασίας για τα Ζαγοροχώρια.
Πέραν των προαναφερθέντων, ο Χαρίσης ασχολήθηκε με συνθέσεις απλών αλλά και σύνθετων αρχιτεκτονικών και πολεοδομικών έργων, με ανασκαφές, αναπαραστάσεις και αναστηλώσεις αρχαιοτήτων, καθώς και με τη μελέτη θεμάτων παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, προπάντων της Ηπείρου.
Ο γιαννιώτης αρχιτέκτονας έβαλε τη σφραγίδα του σε πολλά κτίρια των Ιωαννίνων (Εθνική Τράπεζα, νέα πτέρυγα Λαογραφικού Μουσείου Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών/ΕΗΜ, υπαίθριο θέατρο ΕΗΜ, τουριστικό περίπτερο ΕΗΜ, οίκημα στο Πάρκο Πυρσινέλλα, Πινακοθήκη Αβέρωφ στο Μέτσοβο), καθώς και στην ανάδειξη του αρχαίου θεάτρου της Δωδώνης (με βάση τη δική του μελέτη άρχισαν οι συστηματικές εργασίες στερέωσης και αναστήλωσής του).
Δημιούργησε αρχιτεκτονικά και πολεοδομικά έργα και ασχολήθηκε με ανασκαφές, αναπαραστάσεις (το ιερό της Δωδώνης) και αναστηλώσεις αρχαιοτήτων .
Επιπλέον, δημοσίευσε μεγάλο αριθμό μονογραφιών και άρθρων σε περιοδικά, ειδικές εκδόσεις και αυτοτελείς τόμους.
Η Ακαδημία Αθηνών βράβευσε το 1979 τον Χαρίση για το έργο του, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως τού απένειμε το οφίκιο του Άρχοντος Δικαιοφύλακος τής καθ’ ημάς Αγίας τού Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Στενός συνεργάτης των αειμνήστων Κώστα Φρόντζου (πολιτικού και προέδρου της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών) και Ευαγγέλου Αβέρωφ – Τοσίτσα, ο Βασίλης Χαρίσης είχε νυμφευτεί την αρχιτέκτονα Σοφία Δεβλέτογλου, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Ο Βασίλης Χαρίσης, που συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάδειξη της αρχιτεκτονικής παράδοσης και της πολιτιστικής κληρονομιάς της Ηπείρου, απεβίωσε στην Αθήνα το 2019, σε ηλικία 86 ετών.
Η Εφημερίδα «ΑΘΜΟΝΙΟΝ ΒΗΜΑ» τιμώντας τη σπουδαία αυτή προσωπικότητα που έζησε σχεδόν όλα τα χρόνια της ζωής του στην πόλη του Αμαρουσίου δημοσιεύει (σε συνέχειες) αποσπάσματα από το συγγραφικό έργο του καθώς και σκίτσα του, έργα τέχνης του αείμνηστου δημιουργού.
O ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ «ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΑΘ’ ΗΜΑΣ ΒΙΟΝ» (Ανάτυπο από το «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» 1992, Βασίλη Αν. Χαρίση
Όποιος έτυχε να διαβάσει τον διάλογο του Paul Valery Ευπαλίνος ή ο αρχιτέκτων, κάθε φορά που τυχαίνει να περπατάει στους δρόμους της μικρής μας πόλης – ή της μεγάλης, δεν μπορεί να μην θυμηθεί μια φράση που λέει: ….δεν έχεις παρατηρήσει, περιδιαβάζοντας στην πολιτεία τούτη πως ανάμεσα στα χτίρια που τη γεμίζουν, άλλα είναι βουβά, άλλα μιλούνε, κι άλλα, τέλος, τα πιο σπάνια τραγουδούν;
Και είναι βέβαιο, ακόμα, πως αυτός ο οδοιπόρος της πόλης δεν θ’ αντέξει στον πειρασμό να μην προσθέσει στην παραπάνω φράση πως τα πιο πολλά χυδαιολογούν.
Αυτό, όσο και αν μπορεί κάποιον να ξαφνιάζει, δεν μπορεί να θεωρηθεί παραδοξολογία. Γιατί, αρκεί να θυμηθεί την κάποτε μικρή μας πόλη και να κρίνει όλα όσα σήμερα τον περιτριγυρίζουν και τον περι-βάλλουν. Αρκεί, για παράδειγμα, να θυμηθεί από τη μια μεριά, το φιδογύρισμα των παλαιών δρόμων της, με τις πεζούλες στις εξώπορτες για τους αποσταμένους και την αγνάντια των γειτόνων, και από την άλλη τους σημερινούς δρόμους, που οδηγούν, ίσια μακριά τις χωρίς σταματημό μάζες από άγνωστους και αγχωμένους, και τις ουρές από χιλιάδες οχήματα, γυαλιστερά και σαραβαλιασμένα, ωσάν κανάλια με απόβλητα. Αρκεί να θυμηθεί τον ντενεκέ με το βασιλικό, τη μαντζουράνα, και τη δάφνη στη μέση της πλακόστρωτης από γκριζογάλανες «μαυρό-πλακες» μικρής αυλής. Τη μικρή αυλή που έκλειναν το χαγιάτι και οι ασβεστωμένοι τοίχοι όπου, ωσάν ορχήστρα αρχαίου θεάτρου, παίζονταν σκηνές από τη ζωή της φαμίλιας και των λουλουδιών, κι ας τη συγκρίνει με τις «βεράντες» με καγκελώματα που προβάλλουν πάνω από δρόμους να κρατάνε τα παιδιά μην πέσουν και σκοτωθούν στο…κενό. Ας θυμηθεί ακόμα τα τζάκια, πάνω απ’ τις στέγες, να βγάζουν λιγερό καπνό, ωσάν ζεστή ανάσα σπιτίσιας ευδαιμονίας, κι όλα εκείνα που πήραν τη θέση τους ως «συστήματα περισυλλογής καυσαερίων». Αρκεί, τέλος, να θυμηθεί, από τη μια μεριά, την «τριανταφυλλένια» αυλόπορτα, κι από την άλλη τη στενή σκοτεινή είσοδο, με το νυσταγμένο θυρωρό πίσω από τον πάγκο και τα θυροτηλέφωνα κάποιων που ούτε γνωρίστηκαν ποτέ…
Δεν πρέπει, λοιπόν, να ξαφνιάζει το ότι τα περισσότερα κτίρια σήμερα μοιάζουν να χυδαιολογούν. Εξάλλου, γι’ αυτό κι ο καθένας που ζει στον άξενο χώρο της πόλης συχνά αναρωτιέται: πως η μικρή ή μεγάλη μας πόλη έγινε τόσο άσχημη και πολλές φορές μέχρι τώρα έχει μπει επίσημα κι ανεπίσημα το ερώτημα τί φταίει γι’ αυτή την κατάντια των κτιρίων, την κατάντια των μορφών. Άρα, τί φταίει για την κατάντια της αρχιτεκτονικής μας δημιουργίας.
Σε τούτο το ερώτημα, είναι γνωστό πως ελάχιστοι κάνουν τον κόπο να σκεφτούν με περίσσια σκέψη, μια και νομίζουν πως ξέρουν την ερώτηση και την απάντηση! Έτσι, άλλοι ισχυρίζονται ότι φταίει η Πολιτεία, που δεν λαμβάνει τα σωστά μέτρα, άλλοι ότι φταίνε οι μηχανικοί, που δεν σχεδιάζουν σωστά, άλλοι απαντούν…. «ε και», και, τέλος, οι πιο πολλοί, δεν κάνουν καν τον κόπο να προβληματιστούν, μια και έχουν εθι-στεί στον «ωχ-αδερφισμό» και συμβιβαστεί ότι έτσι είναι τα πράγματα. Όμως, απαντήσεις σαν τις παραπάνω είναι, χωρίς αμφιβολία, από απλοϊκές ως ανησυχητικές. Γιατί ένα πολεοδομικό σύνολο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μορφωθεί από δική του νομοτελειακή τάξη, αν η κοινωνία δεν το θελήσει ή τουλάχιστον δεν το αποδεχθεί. Αφού, αυτό το σύνολο είναι κατά ένα μέρος η τάξη που καθημερινά μας περι-βάλλει ή ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε τον καθ’ ημάς βίον. Γιατί, ακόμα, η πόλη έχει το πνεύμα, και ξεπνέουν στους κόλπους της… (Al. Micherlich).
Τούτος, λοιπόν, ο κόσμος μας, αυτό το πολεοδομικό κι αρχιτεκτονικό νεοελληνικό περιβάλλον, είναι, σε τελική ανάλυση, όχι μόνο το αποτέλεσμα που προβάλλει από το αίτημα της καθημερινής αναγκαιότητας, αλλά και μιάς συνθήκης που βασίζεται τουλάχιστον στην αποδοχή του. Είναι έτσι, με άλλους λόγους, το αποτέλεσμα μιάς συνθήκης που στοιχειοθετείται από τη στάση μας απέναντι σε όσα συμβαίνουν, και η οποία εκτείνεται μέχρι την ηθική διάσταση του ατόμου, και συνακόλουθα της κοινωνίας. Και είναι ακόμα τούτο το πολεοδομικό αποτέλεσμα, αν το δούμε μέσα από την άλλη όψη, αυτό που κύρια γεννιέται από την έλλειψη συνείδησης για το Όλο και το Καθολικό. Δηλαδή, από την έλλειψη της συνείδησης εκείνης που έκανε, κάποτε, τον Ανώνυμο τον Έλληνα να πει πως: είμαι ένα μέρος του κόσμου, πως μπορώ να ασχημίσω;
Έτσι, μια πρώτη γενική απάντηση στο ερώτημα είναι ότι: η όποια δημιουργία, από την άποψη της ποιότητας, δεν μπορεί να διαθέτει τίποτε περισσότερο ή λιγότερο από την ποιότητα του δημιουργού της. Κι αυτό γιατί η εικόνα της πόλης δεν είναι τίποτε άλλο από την αποτύπωση της κοινωνίας της στο έδαφος (L. Stross) αλλά και γιατί αυτή, αντανακλά τα οράματα του δημιουργού της (και) μετέχει ενεργά στη διάπλαση του κοινωνικού (της) χαρακτήρα… (Al Micherlich).
Ύστερα από τα παραπάνω φαίνεται καθαρά πως οι εύκολες απαντήσεις, σαν αυτές που σημειώθηκαν προηγούμενα, είναι χωρίς αμφιβολία όχι απλοϊκές και αφελείς, αλλά επικίνδυνες. Κι αυτό, γιατί αφήνουν να μένουν άδηλα κι απροσδιόριστα τα αίτια που προκαλούν το φαινόμενο, με αποτέλεσμα αυτό να θρέφεται μέσα στη μακάρια καθημερινότητα, να διαιωνίζεται, να μεγαλώνει και, τέλος με τη συσσώρευση και την καθολικότητά του, να κυριαρχεί. Γι’ αυτό το λόγο, επομένως, μια αναλυτικότερη και βαθύτερη θεώρηση του φαινομένου της αρχιτεκτονικής μας κατάντιας, άρα και της θέσης του αρχιτέκτονα ως δημιουργού-ποιητή εις τον καθ’ ημάς βίον – είναι χρήσιμη για πολλούς, και ιδιαίτερα για όσους λένε πως… πραγματικά ανησυχούν.
Στο σημείο αυτό, από την αρχή, θα ήθελα να πω τι μ΄ έκανε να γράψω τούτο το σημείωμα. Και, μάλιστα, να διευκρινίσω πως αφορμή γι’ αυτό δεν στάθηκαν τα λόγια του Paul Valery ή η θλίψη που αποπνέει καθημερινά η μικρή μας πόλη ή η μεγάλη μας πολύκοσμη Πρωτεύουσα. Θα ήθελα, λοιπόν, να πω πως, αν αιτία είναι το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική δυσμορφία κυριαρχεί από το ένα μέχρι το άλλο άκρο της χώρας, ως αφορμή στάθηκαν οι ομολογίες τριών Ηπειρωτών μαστόρων και ενός «Αθηναίου» μικροπωλητή… μπανανά. Κι αυτό γιατί, μέσα απ’ αυτές τις ομολογίες, σημαίνει τι λαμβάνει χώρα σήμερα στις πόλεις, και επομένως τι παράγεται, αλλά και τι ως έργο μπορεί στο μέλλον να παραχθεί.
Να, λοιπόν, τι ομολογούν αυτοί οι τέσσερις απλοί λαϊκοί συνάνθρωποί μας:
-O πρώτος ήταν ένας σκαλιστής, που πελέκαγε το ξύλο, μέσα σ’ ένα φτιαγμένο από «τσίγκια», πλήθρες και τσιμεντόλιθους «αυθαίρετο» εργαστήρι, κοντά στη δροσιά, τη γαλήνη, ή τις αντάρες της ασημένιας λίμνης στα Γιάννινα. Ένας σκαλιστής που, όταν σε μια συνέντευξη ρωτήθηκε για τη ζωή και την τέχνη του, κατέληξε με την φράση: … τώρα έχω ένα σπίτι, μια κυδωνιά, την κόρη μου…και το γιό… μου, που είναι καλύτερος μάστορας κι από μένα.
-Ο άλλος, ο δεύτερος είναι ένας σκαλιστής του ξύλου, νέος, με καταγωγή από τη Μηλιά Μετσόβου που την περιβάλλουν τα αιώνια δάση της οξυάς, οι μοσχοβολιές της μαύρης πεύκης και η λεβεντιά του αστερωτού έλατου. Αυτός, δουλεύοντας μέσα σ΄ένα παρόμοιο με το προηγούμενο, από «τσίγκια» και πλήθρες εργαστήρι (ασφαλώς κι αυτό «αυθαίρετο» κατά ΓΟΚ), στην ίδια συνέντευξη θα πει: περηφανεύομαι να δίνω μορφή στο ξύλο.
– Ο τρίτος είναι ένας πετράς. Ένας πετράς με καταγωγή και αγωγή από τα αιώνια, ψηλά και περήφανα Τζουμέρκα που, όπως λέει το Ηπειρωτικό μοιρολόι … δεν καρτερούνε θάνατο, γεράματα δεν έχουν … Ένας μάστορας που κάθε τόσο κατεβαίνει στα Γιάννινα για δουλειά. Αυτός είπε: έμαθα την τέχνη του πετρά από όταν ήμουν μικρός, κι τη νύχτα σηκώνομαν κι έχτιζα τις γκρεμισμένες μάντρες, κι την άλλ’ μέρα οι χωραινοί νόμιζαν ότι τις έφκιαναν τα φαντάσματα.
-Τέλος, ο τέταρτος, είναι ένας μικροπωλητής – μπανανάς, που σίγουρα είχε κατέβει από κάποιο χωριό, όμοιο με των άλλων, στη μεγάλη πολιτεία – την Πρωτεύουσα- για να ζήσει πουλώντας μπανάνες σ’ ένα καρότσι. Αυτός έγραφε με γράμματα μεγάλα την τιμή της μπανάνας, 200 δρχ το κιλό, αλλά, όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο να διαλέξω, μου λέει: αυτές εδώ (που ήταν … σάπιες) κοστίζουν 200 δρχ και τούτες (οι άλλες, οι καλές) 400 δρχ.
Μέσα από τις παραπάνω τέσσερις ομολογίες που σημειώθηκαν, των τριών Ηπειρωτών μαστόρων και του μπανάνα, είναι φανερό ότι ομολογούνται δύο εντελώς ξεχωριστές στάσεις ζωής. Δύο θέσεις που ξεχωρίζουν κυρία και καίρια από την ποιοτική χροιά των ομολογιών τους, για το πώς αντιλαμβάνονται, και πώς τοποθετούνται μέσα στον κόσμο μας. Με άλλα λόγια, πώς βλέπουν τη ζωή, πώς νιώθουν τα μυστικά της τέχνης (και η κατεργαριά είναι τέχνη) και πώς αντιμετωπίζουν την αναγκαιότητα της καθημερινότητας. Αν μάλιστα σταθούμε πιο πολύ πάνω σ’ αυτές τις ομολογίες και συλλογιστούμε λίγο πιο βαθιά, θα δούμε το πως όλοι αυτοί η αντιλαμβάνονται την πληρότητα του ζειν.