Η οδός Ερμού του Αμαρουσίου – Γράφει ο Μαρουσιώτης Γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης  

0

 

Η Εφημερίδα ΑΘΜΟΝΙΟΝ ΒΗΜΑ έχει τη χαρά και την τιμή να σας παρουσιάζει μερικά από τα θαυμάσια κείμενα του σπουδαίου Μαρουσιώτη γλύπτη Γιώργου Γεωργιάδη. Βραβευμένος για τα μοναδικά έργα του σε Ελλάδα και εξωτερικό, με γλυπτά του να κοσμούν κεντρικά σημεία της χώρας αλλά και εκτός αυτής, ο κος Γεωργιάδης μας εμπιστεύτηκε το έργο του με τίτλο «Η οδός Ερμού του Αμαρουσίου» προκειμένου να το δημοσιεύσουμε στην εφημερίδα, τμηματικά, σε συνέχειες, ξεκινώντας από το τρέχων φύλλο. Τα κείμενα που εξιστορούν τη ζωή του συγγραφέα και της οικογένειάς του, μας μεταφέρουν νοερά σε μια άλλη εποχή, στο Μαρούσι του παρελθόντος που έχει πια χαθεί, με τις μονοκατοικίες, τις αυλές, τα καταστήματα, τα ξεχασμένα επαγγέλματα και τους ανθρώπους του. Έτσι γνωρίζοντας μέρος από τη ζωή του γλύπτη ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μας και η ιστορία αυτής της πόλης, με τη λαογραφία της, τις παραδόσεις της, τα χρώματα της εποχής, τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της.

Το βιογραφικό του κου Γεωργιάδη πλουσιότατο, παραθέτουμε πιο κάτω μόνο συνοπτικά την καλλιτεχνική πορεία του. Έργα του καλλιτέχνη που είναι ιδιαίτερα αγαπητός στο κοινό κοσμούν κεντρικά σημεία και της πόλης του Αμαρουσίου κι έχουν συνδεθεί με την εικόνα και τη φυσιογνωμία της.

Τον ευχαριστούμε θερμά που μας εμπιστεύτηκε αυτό το έργο του αλλά και για την αδιάληπτη προσφορά του στην τέχνη!

 

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Γιώργος Γεωργιάδης          

Γεννήθηκε στο Μαρούσι το 1934.Διδάχθηκε σχέδιο από  τούς  Στρατή Δούκα και Μιχ. Κουρουνιώτη (1952-1954). Σπούδασε γλυπτική στην Α.Σ.Κ.Τ. με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη, τον Μιχάλη Τόμπρο και τον Γιάννη Παππά (1954-1959). Το 1958 με υποτροφία εσωτερικού μελέτησε και αποτύπωσε έργα λαϊκής τέχνης στην Λέσβο. Το 1959 με υποτροφία του ιδρύματος Ευγενίδη διδάχτηκε στην Φλωρεντία την τεχνική του  μετάλλου  και χαλκοχυτική από τον Bruno Bearzi. Το 1975 πήρε υποτροφία από το ίδρυμα Ford.Στο διάστημα 1960-1980 δίδαξε σχέδιο σε νέους στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο Δοξιάδη.

Ατομικές εκθέσεις:

1974: Αίθουσα Τέχνης Νέες Μορφές Αθήνα

1980: Αίθουσα Τέχνης  Νέες Μορφές –Αθήνα

1984: Biennale Βενετίας και Αίθουσα Τέχνης  Ακροκέραμο-Θεσσαλονίκη

1985: Gallerie Am Kurfursterdamm-Βερολίνο

1986: Αίθουσα Τέχνης  Νέες  Μορφές –Αθήνα

1992: Αίθουσα Τέχνης Αστρολάβος-Πειραιάς

1992:Άνεμος-Κηφισιά

1994: Αίθουσα Τέχνης Terracotta-Θεσσαλονίκη

1994:Πολιτιστικό Κέντρο Αμαρουσίου (αναδρομική-τιμητική)

1995: Αίθουσα Τέχνης Αργώ-Λευκωσία

2006: Αίθουσα Τέχνης Εικαστικός Κύκλος Σιαντη-Αθήνα

2023:Αίθουσα Τέχνης Sianti Gallery,Αθήνα

2025:Αιθουσα Τέχνης Sianti Gallery,Αθήνα

Έχει λάβει   μέρος σε πλήθος ομαδικών εκθέσεων στην Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Αίγυπτο, Ελβετία, Μονακό, Γερμανία, Βέλγιο, Γιουγκοσλαβία,  Ολλανδία, Νορβηγία, Ρουμανία, Ταϊ-Πεϊ,  Η.Π.Α.,Τουρκία.

                  Διακρίσεις :

                  1961: Α΄ Βραβείο γλυπτικής στην Πανελλήνια Έκθεση Νέων-Αθήνα 

                  1974: Τιμητικό  δίπλωμα   Συλλόγου Ελλήνων Λογοτεχνών-Αθήνα

1976: Α΄ Βραβείο γλυπτικής στην Έκθεση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου-Βρυξέλλες και

Β΄ Βραβείο γλυπτικής στην Biennale  Αλεξανδρείας

1985: Βραβείο Ιταλών Δημοσιογράφων-Ρώμη

1988: Βραβείο Δήμου Αθηναίων για ένα γλυπτό στην Πλατεία Κολωνακίου και

Τιμητικός έπαινος στην Διεθνή έκθεση  Μοnte Carlo

1990: Βραβείο Αrte e sport-Ρώμη

1991: Βραβείο Fontane di Roma-Ρώμη

1993: Χρυσό μετάλλιο της Ιταλικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Επιστημών της Λιγυρίας

Επίσης έχει βραβευθεί πολλές φορές για έργα  του που έχουν στηθεί σε δημόσιους χώρους και έχει συνεργαστεί με τους  αρχιτέκτονες Παπαηλιόπουλο, Πατραμάνη, Ρίζο και Ζενέτο  για την διακόσμηση κτηρίων.

Δουλειές του βρίσκονται

Στην Εθνική Πινακοθήκη, στην Εθνική Τράπεζα, στο Υπουργείο Πολιτισμού, στα Μουσεία

Αβέρωφ,  Βορρέ, Γουλανδρή, Πιερίδη, Gabrovo Βουλγαρίας, Μουσείο Pagani -Μιλάνο, Σύγχρονης Τέχνης Ταϊ-Πεϊ, στο Ιταλικό Κοινοβούλιο, στο Ιονικό Κέντρο Σπουδών-Αθήνα, στον Ιππικό  Όμιλο Λευκωσίας, σε συλλογές στην Ελλάδα  όπως: Αντωνίου, Βαρλάμη,  Γαλούνη, Γιώτη,   Π. Εμφιετζόγλου, Μ.και Ρ. Καππόν, Γ. Κωστόπουλου,  Σ. και Ν. Ντόριζα, Λ. Πίππα,  Ζ.Πορταλάκη, Ράπτη,   Ι.Ρίζου, Φιλίππου, Χατζησάββα και άλλες , καθώς και στο εξωτερικό όπως:  G.Marenzi Lesa-/Italia, M.Dalle-Montreal /Canada, C.Swartwout-N.Y./ U.S.A.,

D.Smith-Lexington /U.S.A., H.Blitz-N.Y/ U.S.A., J.Rosenberg-N.J./U.S.A., J.Schulivan-Chicago/U.S.A., L.Miller-California /U.S.A.,  N.Bell-Connecticut /U.S.A., B.Ebsworth-

Missouri / U.S.A., M.Deslauris-Quebec /Canada, R.Winter-Williamsburg /U.S.A., L. Bernet-Παρίσι, M.Lizelot-Ζυρίχη και σε  άλλες σε όλο τον κόσμο.

Είναι μέλος του Επιμελητηρίου Εικαστικών τεχνών Ελλάδος στο οποίο διετέλεσε  μέλος της Επιτροπής Κατατάξεων και Κρίσεων. Είναι επίσης μέλος του συλλόγου  Ελλήνων γλυπτών και του συλλόγου Αποφοίτων της Α.Σ.Κ.Τ.

Ζει και εργάζεται στην Αθήνα, Διομήδη Κομνηνού 25-Πεύκη,15121  e-mail: marmarok@otenet.gr

Η οδός Ερμού του Αμαρουσίου

Το σημερινό Μαρούσι  ήταν το Άθμονον, όπως λεγόταν η τοποθεσία αυτή κατά την αρχαιότητα. Εδώ, βρισκόταν ένα από τα ιερά της θεάς Κυνηγέτιδας Αμαρυσίας Αρτέμιδος, η οποία λατρεύτηκε κατ’ αρχάς στην Αμάρυνθο της Εύβοιας και σύμφωνα με τη μυθολογία ζούσε και κυνηγούσε στην πυκνή βλάστηση που επικρατούσε σ’ αυτές τις περιοχές. Από αυτή λοιπόν, πήρε το όνομά του το Αμαρούσιον, που ήταν μια μεγάλη σε έκταση γη αφού περιελάμβανε την πευκόφυτη Μαγκουφάνα, όπως ονομαζόταν μέχρι το 1954 η σημερινή Πεύκη, τον Παράδεισο, τα Μελίσσια και πολλές άλλες περιφερειακές εκτάσεις. Θυμάμαι ότι στα χρόνια της νιότης μου –γεννήθηκα στο Μαρούσι το 1934– όλες αυτές οι γειτονικές τοποθεσίες είχαν αρχίσει να πυκνοκατοικούνται με αποτέλεσμα να αποσπαστούν διοικητικά και να γίνουν κατ’ αρχάς κοινότητες και εν συνεχεία δήμοι.

Αλλά πριν αναφερθώ στο κυρίως θέμα μου, που αφορά την οδό Ερμού του Αμαρουσίου, πρέπει να σας διηγηθώ τα γεγονότα τα οποία συντέλεσαν στο να συνδεθεί ο δρόμος αυτός άρρηκτα με τη ζωή μου και παρά το πέρασμα του χρόνου να μένουν στην ψυχή μου ανεξίτηλα τα σημάδια του: ήχοι, πρόσωπα, μυρωδιές και εικόνες.

Η καταγωγή μου κρατάει από τη Μικρά Ασία όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου κι από τη Μάνη και συγκεκριμένα τη Σπάρτη που ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας μου. Η πατρική μου οικογένεια ήταν ευκατάστατη και ζούσε στα Άδανα. Ο παππούς μου είχε κατάστημα λευκοσιδηρουργίας και ο πατέρας μου φοιτούσε στο Γαλλικό Κολλέγιο, τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας, αγόρι και κορίτσι, ήταν μικρότερα σε ηλικία.

Στον διωγμό που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι προκειμένου να διώξουν τον χριστιανικό πληθυσμό από την περιοχή, αναγκάστηκαν ν’ αφήσουν όλα τα υπάρχοντά τους και να μεταφερθούν στη Σμύρνη. Εκεί τους βρήκε η μεγάλη συμφορά˙ η Μικρασιατική Καταστροφή, η σφαγή και η φωτιά του 1922. Κατά τη φυγή τους, μέσα στον χαλασμό και στην αντάρα, οι Τούρκοι έσφαξαν μπροστά στα μάτια όλης της οικογένειας την προγιαγιά μου χατζη-Μαρία, η οποία λόγω προχωρημένης ηλικίας δεν μπορούσε να τους ακολουθήσει.

Μετά από ανείπωτες  περιπέτειες μέσα στις φλόγες της Σμύρνης που ποτισμένη πετρέλαιο καιγόταν απ’ άκρου εις άκρον, κατόρθωσαν να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο το οποίο θα τους μετέφερε στην Ελλάδα. Μαζί τους δεν πήραν τίποτα από τα υπάρχοντά τους μοναχά η γιαγιά μου – η οποία όπως αργότερα μου ’λεγε, κατάφερε να βάλει μόνο τη μία της παντόφλα– πρόφτασε να πάρει στη πλάτη δυο μικρά χαλιά μήπως και χρειαστούν για να κοιμηθούν τα παιδιά. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση, στο πλοίο που μπήκαν και όπου βρίσκονταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, έπεσε χολέρα και οι άνθρωποι πέθαιναν. Ευτυχώς οι δικοί μου γλύτωσαν, αλλά λόγω της καραντίνας ο καπετάνιος είχε σηκώσει κίτρινη σημαία και δεν γίνονταν δεκτοί σε κανένα απ’ τα δύο νησιά που προσπάθησαν να προσεγγίσουν. Ούτε στη Σύμη με το ωραίο φυσικό της λιμάνι –όπως μου το περιέγραφαν κατόπιν– μα ούτε και στο Καρλόβασι της Σάμου. Μόνο αφού είχε κοπάσει η επιδημία μπόρεσαν έπειτα από αυτήν τη μεγάλη περιπέτεια να κατέβουν σε κακή κατάσταση στη Σύρο. Μετά απ’ όσα είχαν περάσει, το νησί τούς φάνηκε παράδεισος αλλά από δουλειά δεν υπήρχε καμία ελπίδα για τον παππού μου. Έτσι, αποφάσισε ν’ αφήσει τη γυναίκα του με τα τρία τους παιδιά, ο πατέρας μου ήταν τότε δεκαοχτώ χρόνων, και να πάρει το βαπόρι για τον Πειραιά μήπως βρει καλύτερη τύχη.

Καθώς περπάταγε στους δρόμους του λιμανιού αναζητώντας εργασία, μπήκε σε ένα μαγαζί σχετικό με το επάγγελμά του, της λευκοσιδηρουργίας. Του πρότειναν να πάει στο Μαρούσι, ένα μικρό προάστιο όπως του είπαν βόρεια της Αθήνας, μαζί μ’ έναν αραμπατζή που είχε το κάρο του φορτωμένο με τζάμια, για να βοηθήσει στην τοποθέτησή τους σ’ ένα θερμοκήπιο. Αναγκασμένος να κοιμάται στην ύπαιθρο, τελείωσε τη δουλειά τρεις ημέρες μετά κι άρχισε να ψάχνει για κάποιο μεροκάματο στους δρόμους του χωριού – τότε το Μαρούσι ήταν ένα μικρό γραφικό χωριό.

Περνώντας απ’ την οδό Ερμού η οποία ήταν ο πιο κεντρικός του δρόμος, όπως και σήμερα, είδε ένα μαγαζί λευκοσιδηρουργίας, ένα φαναρτζίδικο, και τους τεχνίτες φαναρτζήδες, τούρκικη λέξη επειδή ως επί το πλείστον έκαναν φανάρια διαφόρων χρήσεων. Το μαγαζί το είχε ένας ηλικιωμένος μάστορας, όμως όπως διαπίστωσε ο παππούς μου ο οποίος ήταν άριστος τεχνίτης, τα είδη που κατασκεύαζε δεν ήσαν τόσο καλοφτιαγμένα.

Του ζήτησε εργασία και άρχισε να φτιάχνει εμπορεύματα γερά και καλόγουστα: φανάρια, άλλα για φωτισμό και άλλα που τα χρησιμοποιούσαν τότε για να διατηρούν τα φαγητά, βρυσάκια, μπανιέρες, κουβάδες λεκάνες, ποτιστήρια, λαδικά, μαστραπάδες, χωνιά μα και πολλά ακόμη χρήσιμα είδη που αγοράζονταν αμέσως – πλαστικά τότε δεν υπήρχαν. Ο ηλικιωμένος τού παραχώρησε έναν χώρο στο βάθος του μαγαζιού, για να κοιμάται κι έτσι ο παππούς μου μπόρεσε να σταθεί στα πόδια του και να καλέσει κοντά του τη γυναίκα και τα παιδιά του, οι οποίοι είχαν παραμείνει στη Σύρο.

Όταν συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια αγόρασαν μία σκηνή που την έστησαν στα πεύκα της Μαγκουφάνας, ανάμεσα στο σημερινό Ταχυδρομείο και τον Πρώτο Δημοτικό Παιδικό Σταθμό. Εκεί έμειναν για δυόμισι χρόνια  μέχρι που το αφεντικό του μαγαζιού όπου εργαζόταν ο παππούς μου πέθανε και του το άφησε, με ενοίκιο βέβαια μα με όλα τα εργαλεία και το εμπόρευμά του. Τον είχε εκτιμήσει πολύ, τόσο για τον χαρακτήρα και την τιμιότητα που τον διέκρινε όσο και για τις ικανότητές του. Αυτή λοιπόν, ήταν η αιτία που εκείνη η προσφυγική οικογένεια ρίζωσε στο Μαρούσι.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας