13 Ιανουαρίου 1910 γεννήθηκε ο σπουδαίος Γιάννης Τσαρούχης που στέγασε την καλλιτεχνική του δημιουργία στο Μαρούσι

0

Το Μαρούσι είχε την τύχη να έχει φιλοξενήσει για πολλά χρόνια μια σπουδαία μορφή της Τέχνης, το μεγάλο ζωγράφο μας Γιάννη Τσαρούχη. Ο καλλιτέχνης επέλεξε να φτιάξει το σπίτι αλλά και την εικαστική του στέγη στο Μαρούσι, συνδέοντας έτσι την πορεία και την ιστορία του με τον πολιτισμό και την κουλτούρα της πόλης.

Ο Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989) ήταν διεθνώς καταξιωμένος ζωγράφος και σκηνογράφος. Ήταν ένα από τα τρία παιδιά της οικογένειας Τσαρούχη, η οποία είχε σχετική οικονομική επιφάνεια. Έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στον Πειραιά κι έπειτα στην Αθήνα. Το ταλέντο του εκδηλώθηκε από μικρή ηλικία, με τον ψυχισμό του να επηρεάζεται τόσο από το θέατρο σκιών αλλά και το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε, όσο και από τον ουρανό του Πειραιά κι  από τις φτωχογειτονιές στις οποίες συχνά δραπέτευε σαν παιδί.
«…Θα ρωτήσει κανείς τι ψάχνω. Από μικρό παιδί ήθελα να μάθω τι είναι η ζωγραφική που τόσο με τραβούσε. Πώς γίνεται και πώς τη μαθαίνει κανείς. Για να μάθω τα μυστικά της έχασα την πρωταρχική έλξη που εξασκούσε επάνω μου, για να δημιουργήσω αρχίζοντας από το μηδέν μια νέα έλξη γι’αυτή. Ήμουν κι έμεινα ένας ερευνητής και ένας μαθητής, νομίζω όχι πάντα πολύ επιμελής…»

Μεταξύ 1925-1928 εξασκήθηκε στη ζωγραφική, μελετώντας τοπία με σπίτια, νεκρές φύσεις και προσωπογραφίες, ενώ έκανε και κάποιες δοκιμές μετακυβιστικής νοοτροπίας. Το 1928 πραγματοποίησε την πρώτη του επαγγελματική δουλειά στο θέατρο με σκηνικά και κοστούμια για την Πριγκίπισσα Μαλένα του Maurice Maeterlinck, σε σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη.  Το 1929 παρουσίασε μια μακέτα σκηνικού στην έκθεση των «Ασπούδαστων Ζωγράφων», στο Άσυλο Τέχνης, η οποία έλαβε πολύ θετικές κριτικές. Στη συνέχεια, φοίτησε στη Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών δίπλα σε ξακουστούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως ο Δ. Μπισκίνης (διακοσμητική), ο Θ. Θωμόπουλος (γλυπτική), ο Γ. Κεφαλληνός (χαρακτική) και οι Κ. Παρθένης και Γ. Ιακωβίδης (ζωγραφική). Ανήσυχο πνεύμα με έντονες καλλιτεχνικές αναζητήσεις, κατά την περίοδο των σπουδών του μαθήτευσε στο πλάι του μεγάλου Αϊβαλιώτη Φώτη Κόντογλου, από τον οποίο διδάχθηκε βυζαντινή αγιογραφία.

Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών παρέμεινε ως το 1933 και το 1934 ίδρυσε τη Λαϊκή Σκηνή με τον Κάρολο Κουν και τον Διονύση Δεβάρη. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διεύρυνε τους πνευματικούς του ορίζοντες ταξιδεύοντας στην Κωνσταντινούπολη, το Παρίσι και την Πομπηία κι ήρθε σε επαφή με τη μοντέρνα ζωγραφική  και την τέχνη μεγάλων καλλιτεχνών της Αναγέννησης και του Ιμπρεσσιονισμού. Στο διάστημα που έζησε στο Παρίσι γνώρισε το Στρατή Ελευθεριάδη, γνωστό και ως Tériade στη Γαλλία, έναν επιφανή κριτικό τέχνης, εκδότη και συλλέκτη. Εκείνος τον μύησε στη δουλειά του Θεόφιλου, μιας τραγικής φιγούρας παρά το τεράστιο ταλέντο του.

Ο Τσαρούχης επέστρεψε στην Ελλάδα το 1936 και το 1938 πραγματοποίησε την πρώτη ατομική του έκθεση. Το 1940 στρατεύθηκε στο Αλβανικό μέτωπο, ζωγραφίζοντας το καμουφλάζ των στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, εργάστηκε ως σκηνογράφος και στη συνέχεια ίδρυσε για μικρό διάστημα μια ιδιωτική σχολή όπου φοίτησαν  μεταξύ άλλων ο Κοσμάς Ξενάκης, ο Νίκος Γεωργιάδης κι ο Μίνως Αργυράκης, και μετά την απελευθέρωση πραγματοποίησε δύο προσωπικές του εκθέσεις, οι οποίες γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.

Το 1942 ξεκίνησε η συνεργασία του με την Κατερίνα Ανδρεάδη, ως σκηνογράφος στην παράσταση «Ο Άνθρωπος Και Τα Όπλα». Εκεί γνωρίστηκε με τη Μελίνα Μερκούρη και το Μάνο Χατζηδάκι.

Για τις επόμενες δύο δεκαετίες εξέθετε τα έργα του παγκοσμίως, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές, ενώ το 1957 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχάιμ. Το 1958 συμμετείχε στο ελληνικό περίπτερο της Biennale της Βενετίας μαζί με τον Γιάννη Μόραλη και τον Αντώνη Σώχο. Το 1950 γνωρίστηκε στο Παρίσι με τον Αλέξανδρο Ιόλα, και τρία χρόνια αργότερα υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί του τελευταίου στη Νέα Υόρκη, συνεργασία που διήρκεσε ως το 1957. Το 1958 βρέθηκε στην Αμερική όπου συνεργάστηκε με τον Αλέξη Μινωτή στην παράσταση «Μήδεια», στην οποία πρωταγωνιστούσε η Μαρία Κάλλας, και στη «Θαΐδα» του Φράνκο Τζεφιρέλλι (1961).

Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα και με τα χρήματα που είχε συγκεντρώσει από τις πωλήσεις των έργων του στο Παρίσι, αγόρασε ένα οικόπεδο στο Μαρούσι, κοντά στην Πεύκη. «Φτάνοντας στην Αθήνα ήμουν πανευτυχής, παρ’ όλη την κούραση. Αμέσως έτρεξα στο Μαρούσι ν’ αγοράσω ένα οικόπεδο που βρισκόταν κοντά στην Πεύκη. Δυστυχώς, το οικόπεδο ήταν εξ αδιαιρέτου και ήταν άνθρακες ο θησαυρός.

»Τέλος, ο μεσίτης του Αμαρουσίου μου βρήκε ένα άλλο, Πλουτάρχου 28. Εστοίχιζε 70.000 και με τα συμβολαιογραφικά 80.000. Ο θησαυρός του θριάμβου μου στο Παρίσι ήταν όλα κι όλα 30.000. Έπρεπε να ‘χω 50.000 ακόμα και μου έλειπαν.

»Από το αδιέξοδο με έσωσε ο Μαρίνος Καλλιγάς, διευθυντής της Πινακοθήκης τότε. Μου παρήγγειλε ένα “Καφενείο” μεγάλο και θα μου έδινε τα λεφτά μπροστά, αλλά για παν ενδεχόμενο θα έδινα ενέχυρο πέντε καλά έργα. Έτσι αγοράστηκε το οικόπεδο του Μαρουσιού.

»Επιτέλους, είχα ένα οικόπεδο. Τώρα έπρεπε να βρω με ποιες μηχανές θα έβρισκα λεφτά για να χτίσω ένα ατελιέ. Δεν ήταν από ματαιοδοξία αλλά από ανάγκη τεχνική», είχε γράψει ο ίδιος σε ένα σημειωματάριο.

Στο οικόπεδο στην οδό Πλουτάρχου 28 ο Γιάννης Τσαρούχης δημιούργησε το σπίτι και το εργαστήριό του. Στο ισόγειο βρίσκονταν οι προσωπικοί του χώροι και στο δώμα το εργαστήριο. Αρχικά ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι περιμετρικά στον κήπο, σεβόμενος τη μαρουσιώτικη αρχιτεκτονική, με ένα αίθριο στο κέντρο∙ «το σπίτι μου ήθελα να το χτίσω σαν τα παλιά σπίτια του Μαρουσιού, με αυλή εσωτερική και γύρω γύρω χαμηλά δωμάτια και λίγο υπερυψωμένο το ατελιέ για το φως». Η πολεοδομία ωστόσο δεν το επέτρεψε κι ο Τσαρούχης έφτιαξε το σπίτι αυτό, σε νεοκλασικό ύφος.

Στην περίοδο της δικτατορίας, ο εικαστικός κατέφυγε στο Παρίσι όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια και δημιουργούσε με πολύ εντατικούς ρυθμούς. Επέστρεφε στην Αθήνα μόνο για να επιβλέπει εργασίες και για θεατρικές παραστάσεις. Το 1977, πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο, ανεβάζοντας τις «Τρωάδες» σε ένα οικόπεδο με χαλάσματα στο κέντρο της Αθήνας, σε δική του μετάφραση,  παραγωγή και σκηνογραφία. Στο βάθος του οικοπέδου υπήρχαν χαλάσματα, τα οποία δημιουργούσαν μια ιδανική εικόνα καταστροφής, ενώ τα χρώματά τους ταίριαζαν αρμονικά το αποτέλεσμα που επεδίωκε. Η νεοελληνική μετάφραση του ευριπίδειου έργου ήταν αποτέλεσμα δουλειάς χρόνων, ενώ ο ήταν ο ίδιος που δίδαξε την τραγωδία στους ερμηνευτές, με Εκάβη τη Σμάρω Στεφανίδου και α’ κορυφαία τη Σαπφώ Νοταρά. Στο πρόγραμμα της παράστασης σημείωνε: «Εκτός από την αρμονία χρωμάτων υπάρχει η αίσθηση καταστροφής, που καμιά δεξιοτεχνία και καμιά τεχνική δεν μπορεί να δώσει στη σκηνογραφία».

Το 1981 μετέτρεψε το σπίτι και το εργαστήριό του σε έδρα του Ιδρύματος που έφερε το όνομά του και δώρισε 5000 έργα του από όλες τις περιόδους της ζωγραφικής του, τα οποία αρνήθηκε να πουλήσει σε συλλέκτες, αρχειακό υλικό και το σπίτι. Στόχος του ήταν το οίκημα στο Μαρούσι να γίνει ένα αυτάρκες μουσείο, φτιάχνοντας αποθήκες μέσα στους τοίχους ώστε να φυλάει τους πίνακές του. Για να λειτουργήσει το σπίτι ως μουσείο, άλλαξε τη διαρρύθμιση ώστε να διακρίνονται τα εκθέματα από τους προσωπικούς του χώρους, και πρόσθεσε το μπαλκόνι. «Έκανα ένα Μουσείο, σκεπτόμενος ότι ποτέ κανένα Μουσείο δεν θα εκθέσει αξιοπρεπώς και πρεπόντως τα έργα μου, ίσως και καθόλου», τόνιζε ο ίδιος. «Είναι ένα έργο παρά φύσιν αυτό που έκανα, αλλά αμφέβαλα αν ο φυσικός νόμος θα λειτουργούσε για τα έργα μου. Θέλω να πω, είναι ακόμα ζωηρά στα αυτιά μου τα λόγια της αποδοκιμασίας των ειδικών για μένα». Έμενε εκεί όλο το χρόνο ζωγραφίζοντας κι άνοιγε τις πόρτες του μόλις μερικούς μήνες, στα πλαίσια κάποιας έκθεσης.

Το  Ίδρυμα λειτούργησε για τα επόμενα τριάντα χρόνια, με μόνη διακοπή το διάστημα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη τον Ιούλιο του 1989, που έκλεισε για να περατωθεί ο έλεγχος των συλλογών. Συντηρήθηκε από τα έσοδα του πωλητηρίου και των εισιτηρίων. Το Δεκέμβριο του 2012, λόγω αδυναμίας εξεύρεσης πόρων  για την επισκευή και συντήρηση του κτιρίου, το Ίδρυμα έκλεισε και οι συλλογές του μεταφέρθηκαν για πέντε χρόνια στο Μουσείο Μπενάκη, το οποίο φιλοξένησε τη δράση του. Οι πόρτες του Μουσείου ξανάνοιξαν προσωρινά στα πλαίσια της διοργάνωσης Documenta 14. Το 2016 ο Adam Szymczyk , καλλιτεχνικός διευθυντής της Documenta 14, στα πλαίσια της έρευνάς του για τον τόπο διεξαγωγής της έκθεσης, που εκείνη τη χρονιά για πρώτη φορά έγινε στην Αθήνα και στο Κάσσελ της Γερμανίας, κατέληξε ότι ο Τσαρούχης ήταν κομβικός καλλιτέχνης κι αντιλήφθηκε επίσης ότι το κτήριο του μουσείου δεν έπρεπε να αφεθεί στη μοίρα του.

Ξεπερνώντας το σκόπελο της ελληνικής γραφειοκρατίας, κατάφερε να συγκεντρώσει ένα σημαντικό ποσό από δωρητές από το εξωτερικό, εκτός της διοργάνωσης, οι οποίοι χρηματοδότησαν την αναστήλωση του Μουσείου σε ένα βαθμό ώστε να καταστεί ασφαλής η επιστροφή των εκθεμάτων. Το Μουσείο άνοιξε για το κοινό με έργα του Τσαρούχη, και ένα τεράστιο διεθνές κοινό ήρθε με αυτόν τον τρόπο σε επαφή με τον μεγάλο εικαστικό.

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δήμου Αμαρουσίου με την ΑΘΜΟΝΙΟΝ ΕΚΔΟΤΙΚΗ με τίτλο “ΜΑΡΟΥΣΙ: H ιστορία της πόλης μέσα από τα εκθέματά της”

 

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας