Και ενώ ο κόσμος περιφερόταν σε όλο το Μαρούσι ένας πόλος έλξης των πανηγυριστών ήταν και η Πλατεία Αγίας Λαύρας. Όπου και το εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας όπως το αποκαλούμε οι Μαρουσιώτες, εκεί συνέβαιναν τα πιο παράξενα πράγματα. Σε ένα σημείο της πλατείας έβλεπες ένα υποτυπώδες θεατράκι, σκηνή θεάτρου, κι εκεί υπήρχε ένας «επιχειρηματίας» από ένα σημείο της σκηνής μεγαλοπρεπούς θεάτρου μικρών διαστάσεων όπως είπαμε, έβαζε κι έβγαζε ένα κατασκεύασμα, που δεν ήξερες αφού παρίστανε κεφάλι άγριου ζώου, σε ποια νομοταξία ζώου να το κατατάξεις. Ο Μέγας «επιχειρηματίας» με μια φωνή επιβλητική καλούσε όλα τα μικρά καλά παιδάκια να αγγίξουν το θηρίο επειδή ακριβώς τους το επέτρεπε το θηρίο επειδή ήταν καλά παιδιά. Επεξηγώντας ότι δεν είναι βόας, δεν είναι καρχαρίας αλλά είναι το φιδάκι Διαμαντής. Και αν παιδάκι επέμενε να το χαϊδεύει πολύ, αυτός τότε γρύλιζε για να έρθει το άλλο παιδάκι κι η μαμά να αφήσει τον οβολό της. Λίγο πιο πέρα για τα παλικαρόπουλα του πανηγυριού γινόταν ένα αγώνισμα της σφαιροβολίας αλλά πάνω σε σιδεροτροχιές. Αυτό το αγώνισμα ήταν ευκαιρία για τα παλικαρόπουλα να δείξουν τη δύναμή τους. Αυτό ήταν το λεγόμενο τραινάκι, ένα βάρος που το έσπρωχναν με όλη τους τη δύναμη οι συμμετέχοντες στο αγώνισμα. Πιο πέρα ήταν μια άλλη ωραία εκδήλωση σκοποβολής όπου κέρδιζες κάτι αν πετύχαινες τον στόχο. Πράγμα αδύνατον, διότι τα αεροβόλα φαίνεται ήσαν και λίγο πειραγμένα και μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αν σημάδευε το Θάλωσι στην Πεντέλη μπορεί να πετύχαινε στόχο στο σκοπευτήριο.
Όπως έχουμε αναφερθεί στο Μαρούσι του κάποτε υπήρχαν ενδιαφέροντες χαρακτήρες ανθρώπων και όπως σας είχαμε ο παππούς ο Σπύρος ο Μπόγδανος, με έστελνε πότε για ψωμί πότε για μπαμπακόπιτα στου Διάμεση, θελήματα δηλαδή της ηλικίας μου. Λίγο πριν από το ιερό της Παναγίας ήταν η ταβέρνα του Σώχου, με είχε στείλει λοιπόν να πάρω λίγο κρασί σε μια φιάλη. Ένα απόγευμα προς το βράδυ και αυτό βέβαια δεν ήταν το συνταρακτικό. Αυτό απλώς συνδέθηκε με έναν καλοσυνάτο άνθρωπο, τον Τσολίνα, έναν εργατικότατο άνθρωπο που τον έβλεπα συνήθως τα πρωινά πηγαίνοντας σχολείο ερχόμενο από την Δυτική πλευρά του Μαρουσιού καθισμένο στο σαμάρι του συμπαθέστατου γαϊδουριού του, σταματούσε, όχι πάντοτε, μιλούσε για λίγο με την κυρά Φρόσω την γειτόνισσα και συνέχιζε τον δρόμο του προς το Ανατολικό μέρος του Μαρουσιού με πιθανότερη κατεύθυνση το πάτημα όπου οι Μαρουσιώτες είχαν αρκετές ιδιοκτησίες. Φαίνεται ότι ο άνθρωπος αυτός έκανε διάφορες γεωργικές εργασίες. Στη ταβέρνα του Σώχου με τα εξαίρετα κρασιά του και μεζέδες του συναντιόντουσαν πάρα πολλοί Μαρουσιώτες να συζητήσουν και να ανταλλάξουν απόψεις για διάφορα προβλήματα τους. Εκεί πήγαινε και ο καλοσυνάτος αυτός άνθρωπος πότε πότε. Όμως ο άνθρωπος αυτός είχε μια πολύ κακή συνήθεια, έπινε πάρα πολύ, από όσο εγώ είχα ακούσει. Τα πειραχτήρια λοιπόν δεν τον άφηναν σε ησυχία. Το απόβραδο όταν με έστειλε ο παππούς μου μπήκε στην ταβέρνα σε καλή κατάσταση και στάθηκε στη μέση της ταβέρνας και έβγαλε από τον κόρφο του ένα πάνινο σακούλι και το άδειασε στο κεντρικό τραπέζι. Κεραυνός εν αιθρία διότι το σακούλι αυτό έβγαλε από μέσα του έξι-επτά φίδια τα οποία βέβαια είχε μετατρέψει σε ακίνδυνα βγάζοντας τα δόντια τους και τότε δεν έμεινε τίποτε όρθιο μέσα στην ταβέρνα διότι προσπαθούσαν να βγουν έξω. Φαίνεται πως ήταν η αντίδρασή του, του Τσολίνα, μετά από τόσα πειράγματα. Το πιθανότερο είναι να γέλαγε το Μαρούσι για πάνω από μια εβδομάδα. Έπεφτε το γέλιο της αρκούδας.
Σήμερα είναι γνωστό τοις πάσι ότι υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός από έντυπα μέσα, εφημερίδες, περιοδικά τα οποία ενημερώνουν συνεχώς για διάφορα θέματα τόσο τους Μαρουσιώτες όσο και άλλους δημότες γειτονικών δήμων. Όμως το Μαρούσι της εποχής εκείνης είχε το δικό του τρόπο ενημέρωσης άτυπο τύπο. Ανεβαίνοντας από την Πλατεία Κασταλίας προς Κηφισία, απέναντι από του Τόσκα το παντοπωλείο ξεκινά η οδός Ερμού, αλλά από την οδό Ερμού ξεκινά και ένας διαγώνιος δρόμος ονόματι Ηλία Διάμεση. Η Ερμού δεξιά της έχει ένα κτίριο όπου υπήρχαν δυο μικρά καταστήματα έως και σήμερα. Στο σημείο αυτό συνήθως μετά τη Λειτουργία στην Παναγία εμφανιζόταν ένας φουστανελοφόρος άντρας, από ότι είχα ακούσει ήταν τυφλός, ο οποίος διέθετε όμως μια βροντώδη δυνατή φωνή. Από το σημείο αυτό σε μια εποχή χωρίς αυτοκίνητα και θορύβους ακουγόταν η βροντώδης φωνή του που ενημέρωνε τους γύρω Μαρουσιώτες για κοινωνικές εκδηλώσεις, βαφτίσια, αρραβωνιάσματα και πολλά άλλα που ενδιέφεραν τους Μαρουσιώτες της εποχής. Αυτός ήτανε ο τελάλης (τελάλης δεν είναι τούρκικη λέξη αλλά προέρχεται από διαλαλητής) αυτός ήταν ο άτυπος τύπος του Μαρουσιού.
Έρρωσθαι
Oι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο του Αντώνη Μπιλιλή