ΤΟ ΜΑΡΟΥΣΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ – ΕΡΕΥΝΑ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΘΗΣΑΥΡΟΣ», 11-9-1955

0

Το δροσόλουστο  ΜΑΡΟΥΣΙ

Παληά προάστια της Αθήνας

Ένα από τα ωραιότερα και τα πιο πολυσύχναστα προάστια της Αθήνας είναι το Μαρούσι. Βρίσκεται σε απόστασι 11 χιλιομέτρων, από την πλατεία του Συντάγματος. Αλλά σήμερα, όπως απλώνεται η πρωτεύουσα από τους Αμπελόκηπους πρός το Ψυχικό και την Κηφισιά, δεν θα περάση πολύς καιρός και το Μαρούσι θα παύση να είναι πλέον προάστιο και θα ενταχθή στις αθηναϊκές συνοικίες. Οπωσδήποτε διατηρεί ακόμα κάποιον αγροτικό χαρακτήρα. Περιβάλλεται από δενδρόφυτες εκτάσεις, αμπέλια κι΄ εληές, που κάνουν ευχάριστη τη χειμωνιάτικη και την καλοκαιρινή διαμονή.

Τα τελευταία χρόνια, το Μαρούσι με τα ξενοδοχεία του, και τις ωραίες επαύλεις, πού χτίζονται, αρχίζει να χάνη τον αγροτικό του χαρακτήρα και παίρνει τη μορφή μιας αστικής κηπουπόλεως.

Στην αρχαιότητα, η περιοχή τού Μαρουσιού αποτελούσε το δήμο Αθμονέων. Οι κάτοικοί του ήταν γνωστοί για την καλλιέργεια των αμπελιών και εθεωρούντο καλοί άνθρωποι, αν κρίνουμε από τούς στίχους του Αριστοφάνη στην «Ειρήνη»:

«Τρυγαίος Αθμονεύς, αμπελουργός δεξιός,

Ου συκοφάντης, ουδ΄ εραστής πραγμάτων…».

Η παραδόσις του καλού κρασιού διατηρείται και σήμερα στο Μαρούσι με τη φημισμένη ρετσίνα του.

Αλλά το αρχαίο Μαρούσι ήταν επίσης γνωστό για το ναό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος, από τον όποιο πήρε και τ΄ όνομά του: Αμαρούσιον και συγκεκριμένα Μαρούσι.

Στο ναό της Αμαρυσίας Αρτέμιδος γίνονταν κάθε χρόνο μεγάλες γιορτές προς τιμήν της θεάς, μαζί με αθλητικούς αγώνες. Για τις γιορτές αυτές, γράφει με θαυμασμό ό Παυσανίας.

Για να υπάρχει όμως ναός τής Αμαρυσίας Αρτέμιδος στη θέσι του σημερινού Μαρουσιού, ασφαλώς η περιοχή του θα ήταν σπουδαίος τόπος κυνηγιού των αρχαίων, γιατί ο Αμάρυνθος, που έδωκε τ΄ όνομά του στο ναό, ήταν ένας από τους κυνηγούς, που συνώδευαν τη θεά στα μεγάλα κυνήγια της. Καθώς όμως μας πληροφορεί η ελληνική μυθολογία, στις πολυήμερες εκδρομές της Αρτέμιδος, επιτρεπόταν κάθε είδος κυνήγι, εκτός από το κυνήγι της… θεάς, η οποία ήταν υπόδειγμα «παρθενικής σωφροσύνης».

Όταν, μάλιστα, κάποιος από τους κυνηγετικούς συνοδούς τής Αρτέμιδος, ό Ωρίων, θέλησε να την «παρενοχλήση» με ερωτική εξομολόγησι, η θεά τον σκότωσε αμέσως με τα βέλη της και τον έφτιαξε αστέρι. Ώσπου στο τέλος, την έπαθε και η ίδια. Ερωτεύθηκε τον Ενδυμίονα. Και, για να επανορθώση, ίσως, η Άρτεμις ό,τι είχε παραλείψει επί χρόνια, όταν παντρεύτηκε τον Ενδυμίονα, έγέννησε πενήντα κορίτσια!…

Μια μαρμάρινη πλάκα με επιγραφή, που βρέθηκε πριν από 80 χρόνια στο κτήμα κάποιου Μαρουσιώτη, επιβεβαίωσε πώς ο ναός της Αμαρυσίας Αρτέμιδος βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής κοινότητος. Η πλάκα έγραφε πάνω: « Όρος: Αρτέμιδος τέμενος Αμαρυσίας».

Κοντά στο Μαρούσι βρέθηκαν επίσης τάφοι και άλλες αρχαιότητες. Στα κατοπινά χρόνια, όταν οι αρχαίοι θεοί παραχώρησαν τη θέσι τους στο χριστιανισμό, ο ναός της  Αμαρυσίας Αρτέμιδος καταστράφηκε αλλά η παράδοσι συνεχίστηκε με χριστιανικό πλέον Άγιο. Κοντά στο Μαρούσι, στη θέσι Πέλικα, ήταν η  εκκλησία του Αγίου Ιωάννη τού Κυνηγού ή Νηστευτή. όπου οι Αμαρουσιώτες, από τα παλαιότατα χρόνια, έκαναν στην εορτή του Αγίου μεγάλο πανηγύρι.

Την εποχή της τουρκοκρατίας, το Μαρούσι αναφέρεται μαζί με τα άλλα αλβανόφωνα χωριά της Αττικής. Τ΄ αρβανίτικα όμως πού μιλούσαν οι χωριάτες της Αττικής – οι οποίοι ήξεραν επίσης και τα ελληνικά – δεν τους εμπόδιζαν να είναι εξαίρετοι Έλληνες. Και στην Επανάστασι του 21, οι Μαρουσιώτες πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και πολλοί από αυτούς πήραν κατόπι το « Αριστείον τού Αγώνος», για την πολεμική τους συμβολή στην απελευθέρωσι της Ελλάδος.

Κατά το διάστημα της Επαναστάσεως, καταστράφηκε το παλαιότερο Μαρούσι και μετά την απελευθέρωσι του τόπου, άρχισε να κτίζεται το νεότερο στη σημερινή του θέσι. Στην ανάπτυξι του βοήθησε και ο σιδηρόδρομος Αθηνών- Κηφισιάς, που άρχισε να λειτουργεί από το Φεβρουάριο του 1885 και που περνούσε από το χωριό. Η εύκολη συγκοινωνία πύκνωσε τους Αθηναίους επισκέπτες, που ζητούσαν τους καλοκαιρινούς μήνες, στο γραφικό αυτό προάστιο, τη δροσιά, αλλά και το ωραίο ρετσινάτο κρασί του.

Το Μαρούσι φημιζόταν επίσης για το εξαίρετο νερό που είχε από την πηγή της πλατείας του χωριού. Στα παλαιότερα χρόνια μάλιστα όταν η Αθήνα υπέφερε από έλλειψι νερού, είχε γίνει πηγή κέρδους το εύγεστο και υγιεινότατο μαρουσιώτικο νερό που μεταφερόταν στην πρωτεύουσα. Φυσικά, πολλές από τις στάμνες που τις πουλούσαν τότε για «μαρουσιώτικες» γέμιζαν και από αθηναϊκά πηγάδια…

Ένας από τους Μαρουσιώτες, που κουβαλούσαν νερό στην Αθήνα, ήταν και ο Σπύρος Λούης, που νίκησε στο μαραθώνειο δρόμο κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες (1896). Ο Λούης είχε γίνει την εποχή εκείνη το δημοφιλέστερο πρόσωπο της Ελλάδος και καμιά αθλητική νίκη δεν ενθουσίασε τόσο τον κόσμο και δεν εδόξασε τον αθλητή, όσο η νίκη του Λούη.

Το Μαρούσι στα παλαιότερα χρόνια, διατηρούσε τοπικά έθιμα, που πολλά από αυτά θύμιζαν αρχαίους ελληνικούς χρόνους. Περίεργος ήταν ο μαρουσιώτικος γάμος. Άρχιζε από το Σάββατο το απόγευμα, όταν χωριστά η οικογένεια του γαμπρού και χωριστά της νύφης, έβγαιναν μ΄ ένα πανέρι με κουφέτα και τα μοίραζαν στις φιλικές και συγγενικές οικογένειες, προσκαλώντας τις στο γάμο.

Το βράδυ του Σαββάτου, συγγενείς και φίλοι, μαζεύονταν στου γαμπρού το σπίτι και τώστρωναν στο χορό και στο κρασί. Το γλέντι κρατούσε πολλές φορές ως το πρωί της Κυριακής.

Την Κυριακή, από τα ξημερώματα, άρχιζε η ετοιμασία του γαμπρού. Αρνιά σφάζονταν, το σπίτι στολιζόταν και στρωνώταν το τραπέζι. Βοηθούσε όχι μόνο η οικογένεια του γαμπρού στην ετοιμασία, αλλά και όλες, οι γειτόνισσες.

Στις εννηά το πρωί, έφταναν οι προσκαλεσμένοι με τις άσπρες φουστανέλες τους, οι άντρες, και οι γυναίκες με τα τοπικά τους ρούχα. Το μεσημέρι κάθονταν όλοι στο τραπέζι, τη δε πρωτοκαθεδρία την είχαν οι βιολιτζήδες. Και το φαγητό συνεχιζόταν με τραγούδια και χορό. Ύστερα ο κουρέας ξύριζε το γαμπρό.

Στις τέσσερις  το απόγευμα, ξεκινούσαν από το σπίτι του γαμπρού για το σπίτι της νύφης. Μπροστά ήταν οι βιολιτζήδες, ακολουθούσε ο γαμπρός με την οικογένεια και πιο πίσω οι καλεσμένοι. Στο δρόμο χαλούς΄ ο κόσμος από τους πυροβολισμούς και από τα σπίτια, απ΄ όπου θα περνούσαν, έπρεπε να ρίξουν στο γαμπρό, άνθη, κουφέτα ή ρύζι.

Όταν η πομπή έφθανε στο σπίτι της νύφης, αναστατωνόταν ο κόσμος από τους πυροβολισμούς και τις φωνές. Τότε έφευγαν κι από το σπίτι της νύφης τα προικιά για το σπίτι του γαμπρού. Ύστερ΄ από ένα τέταρτο, ξεκινούσαν όλοι μαζί με τη νύφη, για την εκκλησία. Μπροστά ήταν οι προσκαλεσμένοι του γαμπρού και πίσω η νύφη με τους δικούς της. Και μόνο στην εκκλησία παράδιναν τη νύφη στο γαμπρό.

Μετά τα στεφανώματα, γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού, όπου η νύφη, όταν έμπαινε κάρφωνε ένα μαχαίρι στο απάνω πρεβάζι της πόρτας. Ήταν το συμβολικό κάρφωμα των εχθρών του ζευγαριού, μα και της νύφης αν παραστρατούσε…

Την Πέμπτη το πρωί έρχονταν να δουν τους νεονύμφους οι συγγενείς και των δύο οικογενειών, για να βεβαιωθούν, ότι «μετά κόρης συνεζεύχθη ο νυμφίος». Και αφού βεβαιώνονταν από τα «πειστήρια», τους έκανε τραπέζι ο γαμπρός, που ήταν και το τελευταίο στις γαμήλιες γιορτές του παλιού Μαρουσιού.

 

ΕΠΑΜΕΙΝ. Κ. ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας