«Οι πολλαπλές κρίσεις που βιώνει η χώρα μας τα τελευταία (αρκετά) χρόνια έχει, αναμενόμενα, στρέψει την προσοχή στα αστικά κέντρα, όπου υπάρχει υπερσυγκέντρωση πληθυσμού. Κι αν αποστρέψαμε όμως το βλέμμα μας από την περιφέρεια και την ύπαιθρο, δεν σημαίνει ότι τα προϋπάρχοντα συσσωρευμένα προβλήματα και παθογένειες στις ορεινές αλλά και σε αρκετές (ιδίως στις μικρές) νησιωτικές περιοχές του τόπου μας στο μεταξύ δεν επιδεινώθηκαν.
Οι περιπτώσεις των χωριών των Καλαβρύτων, του Μετσόβου, της Ναυπακτίας, της Θράκης, των νησιών του βορείου Αιγαίου (π.χ. Ικαρία) και των ακριτικών νησιών μας είναι χαρακτηριστικές μιας διπλής τάσης μαρασμού: της γενικής πληθυσμιακής υποχώρησης των περιφερειών που αυτά ανήκουν και της επιπλέον δραματικής μείωσης των κατοίκων των μικρότερων κοινοτήτων, έναντι (περιορισμένης) αύξησης ή έστω μικρότερης μείωσης των κατοίκων των αστικών κέντρων αυτών των περιοχών.
Το παράδειγμα της Δάφνης, τοποθετημένη γεωγραφικά μεταξύ Αχαΐας και Αρκαδίας και διοικητικά στον Δήμο Καλαβρύτων, συνοψίζει σαν πιστή μικρογραφία τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει κάθε τέτοιος τόπος στην επικράτεια ως κοινωνία, ως οικονομία και ως ένα οικοσύστημα ιδιαίτερης ομορφιάς, αποτυπώνοντας μία δυσοίωνη κατάσταση συνολικά για την περιφέρεια της Ελλάδας. Αυτή η ιστορική γωνιά του ορεινού Μωρέα, με το “Τρικάμαρο” γεφύρι της δίπλα στο υδάτινο τοπίο του Λάδωνα, που ήταν τη δεκαετία του 1960 το τρίτο πολυπληθέστερο κέντρο της Αχαΐας, μετά από την πρωτεύουσα Πάτρα και το Αίγιο, στην πάροδο των τελευταίων δεκαετιών έχει υποστεί ραγδαία πληθυσμιακή μείωση, ενώ στην τελευταία απογραφή (2021) καταγράφηκαν εκεί μόνο 484 κάτοικοι.
Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: Πέραν της τάσης για μονοκαλλιέργεια του τουρισμού που όλο και περισσότερο κυριαρχεί στην ελληνική επικράτεια, υπάρχει κάποια άλλη προοπτική κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης για τα χωριά και την περιφέρεια μας;
Τα νέα εμπόδια
Η αποκέντρωση και η ανασυγκρότηση της περιφέρειας οδήγησε σήμερα με την προσθήκη νέων εμποδίων στο αντίθετο αποτέλεσμα της ταχύτατα εξελισσόμενης ερημοποίησης της υπαίθρου.
Εδώ και μια δεκαετία, μαζί με την εξύψωση της τουριστικής υπηρεσίας, ιδίως στον νησιωτικό χώρο και στην πρωτεύουσα, εμφανίστηκε και η άναρχη ανάπτυξη της ηλεκτροπαραγωγής από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Μια βουλιμική (αντι)ανάπτυξη των ολίγων και (παν)ισχυρών, η οποία αντί να λάβει υπόψη της τις ανάγκες της ελληνικής αγροτικής και μεταποιητικής παραγωγής, αλλά και των κοινωνικών αναγκών των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, κατέληξε στην υπερ-επέκταση και υπερτροφία των επιχειρηματικών ενεργειακών ομίλων, αντίστοιχη και σε πλήρη σύμπλευση με την προηγειθήσα και συνεχιζόμενη των τραπεζών. Οι ενεργειακοί όμιλοι εκμεταλλευόμενοι το ανεπαρκές νομοθετικό πλαίσιο “απελευθέρωσης” της αγοράς ενέργειας, λειτούργησαν αποκλειστικά για ίδιον όφελος και οδήγησαν σε αγαστή συνεργασία με το ευρωπαϊκό και εγχώριο πολιτικό σύστημα στην περαιτέρω απορρύθμιση και μαρασμό της πραγματικής οικονομίας της χώρας, σε ενεργειακή φτώχεια των αδύναμων συμπολιτών μας και σε ενεργειακή ανασφάλεια συνολικά της κοινωνίας, όλων μας.
Την ίδια περίοδο υποχώρησε σημαντικά κάθε παραδοσιακή τοπική δραστηριότητα, ιδίως στους τομείς της αγροτικής οικονομίας, παρά τις κατά διαστήματα πολλά υποσχόμενες κρατικές εξαγγελίες για το πέρασμα σε γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα ποιότητας με επένδυση στην ανάδειξη της προέλευσής τους και του κατάλληλων συνθηκών παραγωγής τους.
Συνοπτικά, δεν φαίνεται από πουθενά ότι οργανωμένες πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές δυνάμεις έχουν ένα συγκροτημένο σχέδιο παραγωγής – και κατ’ επέκταση ακμαίας κοινωνικής ζωής – για τον πρωτογενή και για τον δευτερογενή τομέα παραγωγής, πράγμα που βασανίζει για δεκαετίες τη χώρα μας, αφήνοντάς μας έρμαιο στην υπερ-κυριαρχία του κλάδου των υπηρεσιών και στην εξάρτηση από τις χώρες που πλεονεκτούν στην επεξεργασία πρώτων υλών και τη διεθνή διάθεση προϊόντων.
Τα κροκοδείλια δάκρυα για το κακοφορμισμένο δημογραφικό μας και τις δραματικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που ζούμε σε όλο και χειρότερη μορφή χρόνο με το χρόνο, το μόνο που θα κάνουν θα είναι να εξακολουθούν να χτίζουν επιχειρηματικές και πολιτικές καριέρες σε όσους/ες τελικά μας πάνε όλο και πίσω.
Και τώρα τι κάνουμε;
Η πρόοδος της τεχνολογίας, μαζί με τους κινδύνους που φέρνει, μας έχει δώσει και νέα πρωτόφαντα εργαλεία. Αυτό ταυτόχρονα σημαίνει και μια τελευταία ευκαιρία αναζωογόνησης της παραγωγής, της ορεινότητας, της νησιωτικότητας και γενικότερα της ανθρώπινης εξέλιξης μέσα, αλλά και κυρίως έξω, από τα τοίχοι των μεγαλουπόλεων (mega cities). Ευθύνη μας είναι να την αδράξουμε πριν να είναι πολύ αργά.
Ο τόπος μας χρειάζεται εμπνευσμένο, συγκροτημένο και συμπεριληπτικό σχέδιο, με συγκεκριμένες προτεραιότητες μιας πολύπλευρης οικονομικής δραστηριότητας που σέβεται το περιβάλλον και την κοινωνία στην πράξη. Έχει ανάγκη μια βασική και ισορροπημένη κατανομή παραγωγικών δραστηριοτήτων που σέβεται και ενισχύει τα πλεονεκτήματα κάθε περιοχής και κάθε δυναμικής κοινωνικής ομάδας, ενώ φροντίζει ταυτόχρονα και για ένα δίχτυ ασφαλείας κράτους πρόνοιας για εκείνους που βρίσκονται σε αντικειμενική και ουσιαστική αδυναμία. Ένα ρεαλιστικά σχέδιο παραγωγής και κοινωνικής συνοχής που θα μπει άμεσα στην υπηρεσία του τόπου μας, πέρα και έξω από μικροπολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής, με όραμα μια ζωντανή και δημιουργική Ελλάδα, των επόμενων χρόνων, των ερχόμενων δεκαετιών.
“Η Ελλάδα είναι το πρώτο έθνος που θα υποστεί πληθυσμιακή κατάρρευση” ήταν ένα δημοσίευμα που επέλεξε πρόσφατα να αναπαραγάγει από την πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X ο μεγιστάνας και ιδιοκτήτης της Έλον Μασκ. Κι εάν θέλουμε στα σοβαρά να διαψευσθεί αυτή η πλέον απαισιόδοξη “προφητεία”, οφείλουμε να συνέλθουμε και να κάνουμε κάτι για αυτό».