ΕΡΕΥΝΑ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΘΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ «ΕΦΗΜΕΡΙΣ» ΤΗΣ 6-12-1911
Η ΚΗΦΙΣΙΑ ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
Αι αναμνήσεις της κυρά Νικόλαινας.
–Οι Τούρκοι και οι Μενιδιάται.
– Φαντάσματα και ξωτικά.
– Η αχρηστία των ιατρών.
– Ολίγα περί Οθωνος.
ΠΕΡΙΕΡΓΟΤΑΤΗ ΑΦΗΓΗΣΙΣ
Εις μικρόν παρά τον ναόν του Αγίου Δημητρίου εν Κηφισία οικίσκον κατοικεί η κυρά Νικόλαινα, λείψανον της αρχαίας ευρωστίας και αγνότητος των ηθών.
Η κυρά Νικόλαινα, την οποίαν συνηντήσαμεν περιστοιχιζομένην από την κόρην της, τον γαμβρόν της και τους εγγονούς της, μας εβεβαίωσεν ότι είνε 95 ετών.
Η μακροβιότης της
Η κυρά Νικόλαινα ευθύς αμέσως ήθελε να δικαιολογήση την μακροβιότητά της.
-Αι, παιδάκι μου, είπε κινούσα την κεφαλήν της εμείς δεν ξέραμε τότε τις μπερμπατιές, που ξέρετε σεις τώρα. Παντρευόμαστε μικρές-μικρές. Εγώ παντρεύτηκα 16 ετών, η δε μητέρα μου 14. Τρώγαμε πολύ και ότι βρίσκαμε, ενώ σεις τώρα διαλέγετε, και πίναμε κρασί. Α! Το κρασί είνε το καλλίτερο φάρμακο. Τώρα εψεύτισε και η πλάσις. Οι περισσότεροι από σας και από τα κορίτσια πεθαίνουνε φθισικοί. Κατηραμένη αρρώστεια, εμείς τότε δεν την ξέραμε. Ήτανε άλλα χρόνια τότε. Και έτσι με βλέπεις 95 χρονών.
– Όχι 102, θέλεις να πής, κυρούλα.
-Όχι, παιδάκι μου, 95, βία 96, παραπάνω δεν είμαι. Τα δόντια μου είνε ολόγερα, τόσο γερά, που στήνω καυγά με τα εγγονάκια μου δια να πάρω εγώ την αγκωνή του ψωμιού, όσο ξερό κι αν είνε. Ραβδί ακόμη στα χέρια μου δεν εκράτησα, ούτε ξέρω τι θα πουν ματογυάλια, ακόμη τώρα περνώ κλωστή απ΄ τη βελόνα.
Και αφού η κυρά Νικόλαινα μας εβεβαίωσεν ότι εγέννησε 9 παιδιά και έχει 20 εγγονάκια, ήρχισε να μας διηγήται πράγματα του βίου της, τα οποία δεν είνε άσχετα με την ιστορίαν του 21 και προ πάντων της Κηφισίας.
Όσα ενθυμείται
Ιδού πως ήρχισε τον διάλογον της η κυρά Νικόλαινα:
- Ήμουνα μικρή ακόμη, που άκουγα τη μητέρα μου (απέθανεν εις ηλικίαν 112 ετών) να διηγήται για την Τουρκιά. Ήτανε τότε πολλοί Τούρκοι, πιο πολλοί και από τους Χριστιανούς, τόσοι πολλοί που είχανε 45 τζαμιά και 11 πύργους. Οι Τούρκοι στην αρχή δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με τους Χριστιανούς, γιατί θυμάμαι την μητέρα μου που έλεγε κάμνοντας τον σταυρόν της, ότι οι Τούρκοι είχανε βγάλει τα μάτια από της εικόνες των Αγίων Σαράντα, μιας εκκλησούλας που ήτανε δίπλα στο πλάτανο, εκεί που είνε τώρα κάτι αρχαία.
Τούρκοι…. Μενιδιάτες
- Ήρθε όμως καιρός, εξακολουθεί η κυρά Νικόλαινα, που ελευθερώθηκε η Κηφισιά από τους Τουρκαλάδες, αλλά τα βάσανα των παππούδων μας δεν ετέλειωσαν. Άρχισε η κλεφτουργιά και μαζί με αυτούς και οι… Μενιδιάτες που πάντοτε ήτανε για την Κηφισιά κακοί γείτονες.
Μια μέρα οι Μενιδιάτες προσποιούμενοι τον φίλον μας έστειλαν μήνυμα, θα ήμουνα 8-10 ετών, ότι έρχονται Τούρκοι.
Καιρός για χάσιμο δεν ήτανε. Όλοι οι Χριστιανοί πήρανε ότι μπορούσανε και τράβηξαν κατά τα βουνά για να γλυτώσουν το κεφάλι τους. Στη Κηφισιά αφήσανε καραούλια εδώ κι εκεί για να δούνε τι θ’ απογείνη.
Τη νύκτα αντί των Τούρκων πλακώσανε στη Κηφισιά οι … Μενιδιάτες αρχίσανε να κλέβουν της εληές. Ήτανε τότε μεγάλη λαδιά. Τα καραούλια ειδοποιήσανε τους άλλους Χριστιανούς και έτσι διώξανε τους κλεφταράδες.
Και η κυρούλα έσκασε στα γέλια.
Τα φαντάσματα
Μετ’ ολίγον εξηκολούθησεν:
- Είχαμε και άλλο μπελά εμείς, παιδί μου, τότε. Τα φαντάσματα. Το μέρος ήτανε άγριο και γι’ αυτό όλα τα αποφώλια τέρατα που λένε στην εκκλησία είχανε κατασκηνώσει εδώ.
Η κυρά Νικόλαινα διέκοψεν εδώ την αφήγησίν της δια να κάμη τον σταυρόν της.
-Η μακαρίτισσα η μητέρα μου κουβέντιαζε πολλές φορές με της νεράϊδες που βγαίνανε εκέι που είνε τώρα ο σταθμός του σιδηροδρόμου και χτενιζόντουσαν με χρυσά κτένια ευτυχώς που ποτέ δεν την πειράζανε. Την είχανε φιλενάδα! Ενω πολλοί άλλοι πάθανε χίλια δυό απ’ αυτές της καταραμένες. Θυμάμαι που ένα παληκάρι ίσα με κει πάνω, που νυχτώθηκε μακρυά απ’ το χωριό, το πήρανε οι νεράϊδες και ευρέθηκε ύστερα από 10 μέρες μακρυά σκοτωμένο χωρίς να φέρη καμμιά λαβωματιά στο κορμί του. Ένα άλλο πάλι κορίτσι το πιάσανε επειδή επάτησε στο τραπέζι που τρώγανε και το τσακίσανε στο ξύλο. Ούτε αγιασμοί, ούτε ευκέλαια, ούτε ξόρκια μπόρεσαν να το κρατήσουν στη ζωή. Ύστερα από λίγες μέρες πέθανε αφού είπε τι του συνέβη. Ο γιατρός της Αθήνας όταν ήρθε είπε ότι το κορίτσι πέθανε από ξύλο! Ού! Ου! Ανατριχιάζω όταν τα θυμούμαι.
Η κατάργησις των ιατρών.
-Είχατε καλούς γιατρούς στον καιρό σας, κυρούλα.
-Εδώ; Όχι! Τι να κάνανε. Ξωρκισμένοι νάνε. Στη χώρα (εννοεί τας Αθήνας) ήτανε, αλλά λίγοι. Εμείς γιατρευόμαστε μόνοι μας. Η μητέρα μου εγιάτρευε τη λέπρα, το βήχα, την αναιμία, τη χρυσή και ήξερε και όλα τα ξόρκια. Γιατροί; Δεν πάνε να κουρεύωνται.
Ο πλάτανος των ερώτων
Κατόπιν η κυρά Νικόλαινα έστρεψε τον λόγον δια την Κηφισιάν.
-Τώρα θέλεις και για την Κηφισιάν; Τον πλάτανο τον θυμούμαι κι εγώ θηρίο όπως ήτανε και τον καιρό που τον κόψανε, δίπλα του ήτανε μια μουργιά τόσο μεγάλη που χόρταινε όλη η Αθήνα μούρα. Πάρα κάτω από τον πλάτανο ήτανε η βρύση του χωριού, που επήγαιναν η νηές το ηλιοβασίλεμμα και έπαιρναν νερό. Εκεί επήγαιναν και οι νέοι όταν τέλειωναν την δουλειά τους και βρίσκανε της καλές τους. Εκεί ήτανε το ραντεβού, που λέτε σεις τώρα, της Κηφισιάς. Θυμάμαι ακόμη και ένα τραγουδάκι που ήτανε τότε πολύ της μόδας:
Θυμάσαι που σε φίλησα
στου Πλάτανου τη βρύση
και βάλαμε και μάρτυρα
του Πλάτανου τα φύλλα;
Τώρα τα φύλλα πέσανε
και ποιός θα μαρτυρήση;
Θα μαρτυρήση ο Πλάτανος
αντάμα με τη βρύση.
Και ένα άλλο που έλεγαν οι νέοι στης νηές, όταν ήθελαν να πιούν νερό ή να πάρουν αυτοί προτήτερα:
Αναμεργιώσου λιγερή
να μην παραπατήσω
και τον άσπρο σου σαγιά
και σου τονε χρύσω.
Η αγάπη προς τον Όθωνα
Και ήρχισε κατόπιν να διηγήται δια το Κεφαλάρι.
-Το Κεφαλάρι είχε τότε πολύ περισσότερο νερό απ’ όσο έχει τώρα. Ο συγχωρεμένος ο Όθωνας πήγαινε πολλές φορές στο Κεφαλάρι μαζί με τη Βασίλισσα γιατί το αγαπούσε. Είχε μάλιστα χαρίσει και 36 ώρες νερό την εβδομάδα στους Γερμανούς που έμεναν στο Ηράκλειο.
Στην Κηφισιά ο κακομοίρης ο βασιλιάς μας, αχ! Πόσο τον αγαπούσαμε, έδινε τακτικά τραπέζια στους πρεσβευτάδες.
Δεν ελησμόνησε την ημέραν καθ’ ην εξώσθη ο βασιλεύς και ανεπόλησε ταύτην με πολλήν της λύπην, καθόσον είχεν ως συνεπακόλουθον και την έξωσιν του συζύγου της εκ των ανακτόρων, εις τα οποία διετέλει ως μάγειρος του Όθωνος.
Και τα παλαιά γεγονότα ήρχοντο με την σειράν των εις την μνήμην της κυρούλας:
-Θυμούμαι ακόμη και την Δουκέσσαν, που έχτισε σπιτάκια εδώ και εκεί, όχι για άλλο λόγο, παρά μόνον για να τρώη η φτωχολογιά. Ήτανε καλή η κακομοίρα. Πάντοτε επήγαινε με ένα μεγάλο σκύλο, που τον αγαπούσε όσο και την κόρην της. Ήτανε όμως πολύ ιδιότροπη και λένε πως είχε σχέσεις με τους ληστάς.
Η Κηφισιά τότε και τώρα
- Αυτά παιδάκι μου ήτανε άλλοι χρόνοι, τώρα είνε άλλοι. Είνε χρυσή η ιδική σας εποχή. Εμείς τότε είχαμε Τούρκους, κλέφτες και ξωτικά.
- Τώρα εσείς έχετε σιδηροδρόμους, φώτα και ησυχίαν. Η Κηφισιά τώρα είνε παράδεισος ενώ τότε…το λέγει το τραγουδάκι τι ήτανε:
Ανάθεμά σε Κηφισιά
με τον ανήφορό σου
πειότεροι είν οι πόνοι σου
παρά το θειό δροσό σου.
Άλλα δεν έχω να σου πω παιδί μου. Ητοιμαζόμεθα ν’ αναχωρήσωμεν, αφού θα ηυχαριστούμεν την καλήν κυρούλαν δια τας πολυτίμους πληροφορίας της, οπότε μας επλησίασεν ο γαμβρός της και μας ψιθυρίζει εις το αυτί:
-Δεν την ερωτάτε, σας παρακαλώ, πόσον καιρό έχει ακόμη απόφασι να ζήση;