Η κυρά Ελπίδα, μια μοναχική αγρότισσα του Μαρουσιού, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Εκείνη την εποχή, γύρω στα 1942 ήμουν οκτώ χρόνων και μέσα σ’ ένα πολύ δύσκολο χειμώνα με πολλά χιόνια και αβάσταχτο κρύο. Μέναμε  τότε στο τέρμα της οδού Διονύσου στο Μαρούσι σε μία πάροδο που αργότερα ονομάστηκε πάροδος Κριεμάδη. Το σπίτι ήταν παλαιό με ένα πηγάδι στην μικρή αυλή του, με γλυφό νερό, δίπλα από την σιδερένια εξώπορτα που πάντα έτριζε όταν ανοιγόκλεινε. Θυμάμαι κάποια ξημερώματα τον πατέρα μου μετά τη νυχτερινή έντονη χιονόπτωση, ανεβασμένο στην κεραμοσκεπή που έτριζε από το βάρος του χιονιού να προσπαθεί με ένα φτυάρι να καθαρίσει το χιόνι φοβούμενος πως αυτή η παλαιά στέγη θα πέσει να μας πλακώσει. Το χιόνι έφτανε μέχρι τα γόνατά του, όπως μας έλεγε, όταν κατέβαινε. Στην αυλή είχαμε σκάψει έναν λάκκο, υπολογίζω τώρα πως θα ήταν περίπου τρία επί δύο και ύψος δύο μέτρα σκεπασμένο με χοντρά ξύλα και χώμα. Εκεί μέσα μπαίναμε, τρία άτομα είμαστε, για να αποφύγουμε τα θραύσματα των αντιαεροπορικών βλημάτων τα οποία εμείς τα παιδιά μαζεύαμε από τους δρόμους και τα χωράφια παραβγαίνοντας ποιος θα βρει το μεγαλύτερο απ’ αυτά. Αυτό ήταν ένα από τα πολλά πρωτότυπα παιχνίδια μας μαζί με τους κάλυκες από σφαίρες που γεμίζαμε ολόκληρες σακούλες και παίζαμε διάφορα παιχνίδια με αυτά. Εκείνη τη σκοτεινή εποχή η παιδοπαρέα της γειτονιάς, ο Πέτρος γιος του κυρ-Βασίλη του μοναδικού ταχυδρόμου του Μαρουσιού που με την ταλαιπωρημένη δερμάτινη τσάντα του κρεμασμένη από τον ώμο γύριζε με τα πόδια όλο το Μαρούσι, για να μοιράσει την αλληλογραφία. Μετά τον Πέτρο στην παρέα ήταν ο Αντρέας ο Δρίτσας με τον αδελφό του Βαγγέλη μιας ορφανής από πατέρα οικογένειας με άλλα τρία αδέλφια, ύστερα ήταν η Πηνιώ αδελφή του Πέτρου του Καρά, η Νάσω το αγοροκόριτσο, ο Γιώργος Καρατζάς, ο Αντώνης με τα μικρότερα αδέλφια του κι εγώ μοναχοπαίδι όπως και ο Άρης ο Φακίνος. Τα μεσημέρια όταν οι Γερμανοί στρατιώτες έπαιρναν το συσσίτιό τους από το κτήριο του «Τρελοκομείου» έτσι το λέγαμε τότε αυτό το τριώροφο στη συμβολή των οδών Γούναρη και Ράλλη, γιατί πριν τον πόλεμο ήταν ψυχιατρείο, εμείς πάντα ακολουθούσαμε του Γερμανούς φωνάζοντας όλοι μαζί «Κόβει λόρδα, κόβει λόρδα» με ανάλογη ρυθμική κίνηση του χεριού πάνω στο στομάχι μας. Αυτοί, από το σπίτι που είχαν επιτάξει στη γειτονιά μας, μας πετούσαν κάποια αποφάγια τους. Μόνο ένας ξεχώριζε από δαύτους που λεγόταν Πίτας και ήταν όπως μάθαμε Αυστριακός. Αυτός μας άλειβε μερικές φέτες από την κουραμάνα με μαργαρίνη και μας τις μοίραζε για να κοπάσουμε την πείνα μας. Καταλαβαίναμε πως ένιωθε μεγάλη ικανοποίηση ο ίδιος γι’ αυτήν τη χειρονομία του από το πρόσωπό του που έλαμπε από χαρά καθώς μας έβλεπε να τρώμε τα καλούδια που μας έδωσε με τόση βουλιμία. Αν υπάρχει ο Παράδεισος κάποιοι άνθρωποι σαν κι αυτόν σίγουρα θα βρίσκονται εκεί. Να φανταστεί κανείς πως Γερμανοί στρατιώτες έσπαγαν τα χέρια παιδιών που τα έπιαναν να έχουν αρπάξει λίγο ψωμί απ’ αυτούς. Εύχομαι η ψυχοσύνθεση αυτής της ράτσας ανθρώπων να έχει αλλάξει με τον καιρό, αν και δεν το πολυπιστεύω γιατί εν τω μεταξύ ανακαλύφθηκαν τα κληρονομικά γονίδια, τα γονίδια DNA.

Πρωτοπήγα το 1940 στο ιδιωτικό νηπιαγωγείο του Φιλιππιάδη. Έξι χρόνων που ήταν κοντά στην πλατεία Κασταλίας. Ένα πρωινό του Οκτώβρη ανεβαίνοντας με τον φίλο και γείτονά μου Άρη Φακίνο τον χωμάτινο τότε δρόμο Διονύσου για το σχολείο στα μισά της διαδρομής εκεί που ήταν ένα μπακαλικάκι του κυρ Θανάση και του ανιψιού του Πρόδρομου, απέναντι ακριβώς από το κόκκινο σπίτι όπως το λέγαμε τότε, τη σημερινή βίλα Κούβελα, είδαμε στον ουρανό πολλά μεγάλα βομβαρδιστικά αεροπλάνα που γύρω τους έσκαγαν κάποια αντιαεροπορικά βλήματα, όπως μας τα εξήγησαν μετά. Στο σημείο λοιπόν αυτό του δρόμου μας συναντήσαμε ένα Μαρουσιώτη νερουλά με το κάρο του φορτωμένο κανάτια με νερό Μαρουσιώτικο που μας έβαλε τις φωνές για να γυρίσουμε σπίτι μας γιατί «κηρύχθηκε πόλεμος». Εμείς τρομοκρατημένοι και τρέχοντας γυρίσαμε πίσω. Αυτό που θυμάμαι είναι πως όταν έφτασα στο σπίτι η μάνα μου έπλενε χόρτα δίπλα στο πηγάδι της αυλής μας. Πάντα μου άρεσαν τα βραστά χόρτα με αγουρέλαιο που με έστελνε να πάρω από το ελαιοτριβείο που ήταν απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, και με λεμόνι από τη λεμονιά του γείτονά μας Βεντουρή. Αν μου έκανε και μια τηγανιά πατάτες τότε πετούσα στα σύννεφα. Σ΄ αυτή μου τη θύμηση, με τον πόλεμο που άρχισε τότε, τον φίλο μου τον Άρη τον είχα ταυτίσει με τον θεό του πολέμου. Στα μέσα της μεγάλης πείνας για να πάω από το σπίτι στο σχολείο, απόσταση μισού χιλιομέτρου, έβλεπα δύο ή τρία πτώματα ανθρώπων που είχαν ξεψυχήσει από πείνα και κρύο. Στο ιδιωτικό σχολείο πήγα μέχρι και την τρίτη δημοτικού, μετά πήγα στο δημόσιο σχολείο γιατί εντωμεταξύ αρρώστησα πολύ βαριά και οι δικοί μου ήθελαν ένα σχολείο με λιγότερο φορτωμένο πρόγραμμα μαθημάτων. Τα πολύ ωραία σχολεία του Μαρουσιού τα είχαν επιτάξει οι Γερμανοί κι εμείς κάναμε τα μαθήματα σε μικρά πρόχειρα δωματιάκια το ένα δίπλα στο άλλο που ήσαν πίσω από το Α΄ Δημαρχείο στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας. Εκεί θυμάμαι ότι το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν πως στα διαλείμματα έχοντας μπουκωμένο το στόμα με ξερά μπιζέλια φυσώντας δυνατά σε ένα σωλήνα από καλάμι να τα εκτοξεύουμε επάνω στους πίνακες προκαλώντας δαιμονισμένα θόρυβο μιμούμενοι το κροτάλισμα των πολυβόλων. Ακόμα δεν ξεχνώ τον κυρ Γιάννη τον μάγειρα που επάνω σ’ ένα υπερυψωμένο επίπεδο από τον χώρο των σχολείων στο ύπαιθρο έβραζε με ξύλα μέσα σ’ ένα μαυρισμένο τέντζερη φασόλια ή ρεβίθια ανακατεύοντάς τα με μία μεγάλη και μακριά κουτάλα. Και το μεσημέρι περιμέναμε στη σειρά με το τάσι και το κουτάλι που είχαμε πάντα μαζί μας να πάρουμε το καθιερωμένο συσσίτιο. Αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν σε ποιο σημείο της ουράς βρισκόσουν γιατί αν ήσουν στην αρχή έπαιρνες σχεδόν σκέτο ζουμί, αν ήσουν στο τέλος θα έτρωγες και μερικές πετρούλες. Η μέση ήταν η καλύτερη θέση γι’ αυτό έβλεπα κάποιον από εμάς να φεύγει από την αρχή ή το τέλος της ουράς και να μεταφέρεται στο προνομιούχο κέντρο. Αφού τρώγαμε ο κυρ Γιάννης μας φώναζε να πάρουμε και περίσσεμα που ήταν πλέον ένα μείγμα από ζουμί με πέτρες και μερικά φασόλια ή ρεβίθια. Το πρωί μας μοίραζαν και γάλα από σκόνη που θυμάμαι πως είχε ένα κιτρινωπό χρώμα. Ο πατέρας μου μου είχε φτιάξει ένα βαθύ πιάτο για το συσσίτιο, που είπα πριν, από χοντρό αλουμίνιο και μου είπε να το βάζω στο κεφάλι μου όταν χτυπά η σειρήνα συναγερμού, για να προστατεύομαι από τα βλήματα που έπεφταν σαν βροχή παντού. Εγώ λοιπόν αυτή τη συμβουλή την είχα πάρει πολύ σοβαρά και την εκτελούσα κατά γράμμα κυκλοφορώντας με το πιάτο μου στο κεφάλι μια και οι συναγερμοί ήσαν πολύ συχνοί. Είχα καταντήσει το αξιοθέατο του Μαρουσιού γιατί κανείς άλλος δεν κυκλοφορούσε με κράνος στο κεφάλι του. Η οδός Διονύσου ήταν τότε χωματόδρομος και εκεί που τελείωναν τα σπίτια και άρχιζε ο ελαιώνας και η ρεματιά ήταν το τέρμα του δρόμου αυτού. Τώρα πλέον μετά ογδόντα χρόνια όλα έχουν αλλάξει. Κοντά σε μένα έμενε ο συμμαθητής και φίλος μου Άρης Φακίνος που αργότερα εξελίχτηκε σε ένα πολύ σημαντικό συγγραφέα που όμως πέθανε νωρίς και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, κι αυτή συμμαθήτριά, με τη μητέρα της και τα δύο αδελφάκια της, όλοι ήταν φίλοι μου και γείτονές μου. Η πρόθεσή μου μ’ αυτά που προανέφερα ήταν να περιγράψω το κλήμα και τις συνθήκες που κυριαρχούσαν την εποχή της Γερμανικής κατοχής όχι μόνο στην περιοχή του Μαρουσιού αλλά και σ’ ολη τη χώρα.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας