Με νοσταλγική διάθεση, ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης ολοκληρώνει αυτή την ενότητα κειμένων με επίκεντρο των αφηγήσεών του την πολύβουη και πολυσύχναστη Οδό Ερμού του Αμαρουσίου. Προσωπικότητες της εποχής, καταστήματα, συνήθειες, χρώματα και αρώματα μιας πόλης που έχει αλλάξει καθοριστικά στο πέρασμα του χρόνου είχαν την τιμητική τους σε όλα τα αποσπάσματα που φιλοξενήσαμε, όπως και σε αυτό το τελευταίο μέρος.
Άλλη μια φάρσα που σκάρωσε η φαρσοπαρέα ήταν αυτή στον μπαρμπα-Συλβέστρο Παυλίδη θείο του πατέρα μου, ο οποίος είχε ένα μικρό μαγαζάκι στην Ερμού και πουλούσε πέταλα για παπούτσια, καρφιά, σχοινιά και αλυσίδες όπως και λουριά για ζώα. Πήγε λοιπόν ένας πελάτης βαλτός και του ζήτησε φίμωτρο για σκυλί. Για μεγάλη του στεναχώρια ο μπαρμπα-Συλβέστρος δεν είχε. Μετά από λίγη ώρα πάει άλλος βαλτός κι αυτός για φίμωτρο, και βέβαια πάλι δεν είχε. Κατόπιν πήγαν δυο τρεις ακόμη, όλοι βαλτοί. Σκέφτηκε λοιπόν, ο μπαρμπα-Συλβέστρος πως θα υπήρχε κάποια αστυνομική διάταξη που να επιβάλει φίμωτρα στους σκύλους. Πήγε λοιπόν πρωί πρωί στην Αθήνα κι επέστρεψε με δεκάδες φίμωτρα διαφόρων μεγεθών τα οποία μοστράρισε μέσα κι έξω από το μαγαζί του. Κατόπιν πήγε ο πρώτος από αυτούς που ήταν στο κόλπο και ζήτησε ένα φίμωτρο μικρού μεγέθους. Ο Συλβέστρος του ’δειξε το πιο μικρό κι αυτός αφού το περιεργάστηκε του είπε πως ήθελε ακόμη μικρότερο και αποχώρησε. Μετά από ώρα μπαίνει δεύτερος πελάτης κι αυτός στο κόλπο, και ζήτησε ένα φίμωτρο αυτή τη φορά όμως μεγάλο. Ο Συλβέστρος τού έδωσε το πιο μεγάλο που είχε κι όταν αυτός του ζήτησε ακόμη μεγαλύτερο, φανερά εκνευρισμένος τον ρώτησε αν το ήθελε για γάιδαρο, ξαποστέλνοντάς τον. Έφυγε λοιπόν κι αυτός και εμφανίστηκε ο τρίτος ζητώντας ένα φίμωτρο μεσαίου μεγέθους. Ο μπαρμπα-Συλβέστρος σκέφτηκε ότι τον έπιασε τον πελάτη αλλά πού να ’ξερε πως η φαρσοπαρέα είχε σκοπό να του σπάσει τα νεύρα. Ο πελάτης λοιπόν αφού πήρε στα χέρια του δύο φίμωτρα μεσαίου μεγέθους ζήτησε ένα που να ’ναι ανάμεσα σ’ αυτά. Ο καημένος ο μπαρμπα-Συλβέστρος σκασμένος πλέον, βούτηξε τα φίμωτρα και τον έδιωξε κακήν κακώς. Μετά από ώρα μπήκε στο κατάστημα κάποιος ανίδεος για τη φάρσα, για να αγοράσει κάτι άσχετο με τα φίμωτρα κι εκείνος προκατειλημμένος πλέον, μόλις τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί του τον έδιωξε λέγοντάς του ότι ξέρει πως κι αυτός για τα καταραμένα φίμωτρα είχε έρθει. Όλοι οι μετέχοντες στη φάρσα αυτή, μαζί κι ο γιος του, είχαν διασκεδάσει πολύ με αυτό τους το εύρημα και το συζητούσαν ακόμη και μήνες μετά, αφού τα φίμωτρα έμειναν για καιρό κρεμασμένα μέσα κι έξω από το μικρό μαγαζί του καημένου Συλβέστρου στην Ερμού.
Στο Μαρούσι ερχόταν με το τρένο το γνωστό θηρίο ένας πλανόδιος πωλητής μ’ ένα καλάθι μπανάνες κι ανεβοκατέβαινε την Ερμού διαλαλώντας το εμπόρευμά του. Βέβαια, ούτε κι αυτός δε γλύτωσε από τους φαρσαδόρους. Έβαλαν διάφορους βαλτούς πάλι πελάτες να του λένε ότι οι μπανάνες του βρωμούσαν. Αυτό συνέβη επανειλημμένα σ’ όλο το μήκος του δρόμου. Ο άνθρωπος τις μύριζε και τις ξαναμύριζε κι ο ίδιος, για να το διαπιστώσει ώσπου στο τέλος βρίζοντας πέταξε το καλάθι στον δρόμο, πήρε το τρένο και δεν ξαναπάτησε ποτέ το πόδι του στο καταραμένο, όπως το είπε φεύγοντας, Μαρούσι. Μ’ αυτά και πολλά άλλα διασκεδάζανε οι μαγαζάτορες της οδού Ερμού στο Μαρούσι εκείνη την εποχή.
❃❃❃
Όλα τούτα λοιπόν, τα στραβά και ανάποδα αλλά και τα καλά κι ευχάριστα συνέβαιναν στην οδό Ερμού τότε, στην οδό Ερμού του Μαρουσιού που με το πέρασμα των χρόνων έχει πια αλλάξει. Έτσι όπως εξελίχθηκε σε μια ζωτική εμπορική αρτηρία που διασχίζει το προάστιο αυτό, η σημερινή μορφή της δε θυμίζει τίποτα από το παρελθόν. Έγινε ένας εμπορικός δρόμος χωρίς ταυτότητα και προσωπικότητα, έπαψε να είναι αυθεντικός, αν και ίσως μετά από πενήντα χρόνια η σημερινή εικόνα του να ’ναι κι αυτή μια ρομαντική ανάμνηση για όσους είναι ακόμη παιδιά. Κι όμως την οδό Ερμού την αγαπώ και κατ’ επέκταση το Μαρούσι γιατί είναι η γενέτειρα πόλη μου, που με αυτόν τον δρόμο της κατάφερε και φώλιασε μες στην ψυχή μου.
Γράφοντας λοιπόν, αυτές τις γραμμές προσπάθησα μέσα από προσωπικές θύμησες αλλά και αφηγήσεις που έτυχε να ακούσω από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι και σήμερα, να αποδώσω τον χαρακτήρα της εκείνη την εποχή. Όλοι οι κάτοικοι και οι καταστηματάρχες του δρόμου αυτού έχουν πλέον φύγει από τη ζωή εκτός των μικρών τότε παιδιών και συνομήλικων με εμένα που άγω σήμερα το ογδοηκοστό έκτο έτος της ζωής μου. Έτσι, θα επιθυμούσα αν υπάρχουν κάποιες ανακρίβειες στις περιγραφές μου να μου τις συγχωρήσουν οι αναγνώστες, συνυπολογίζοντας τόσο τα πολλά χρόνια που έχουν παρέλθει όσο και τα κενά που είναι φυσικό να υπάρχουνε στη γέρικη μνήμη μου.
Ευχαριστώ
Γιώργος Γεωργιάδης