Έφτασε ο καιρός για τη γιορτή της δημοκρατίας – τις εκλογές – και η χώρα βρίσκεται σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας της, έχοντας να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις και προβλήματα, που προϋποθέτουν σταθερότητα και επιτάσσουν αποφασιστική δράση και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων. Οι πολίτες, συνεπώς, πρέπει να επιλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα πορευτούμε, για μια Ελλάδα ακόμα πιο ισχυρή, με μεγαλύτερη ανάπτυξη και ευημερία για όλους. Για να μπορεί η νέα γενιά να ατενίζει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία, σε περιβάλλον ασφάλειας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, πιστός στις αρχές και στις πεποιθήσεις του, και σε όσα πριν από τις εκλογές του 2019, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της κυβερνητικής του θητείας διακήρυσσε, επέλεξε να μην παίξει με τους θεσμούς. Μολονότι του δόθηκαν πολλές ευκαιρίες για τη διενέργεια πρόωρων εκλογών, και μάλιστα σε καλύτερο για αυτόν πολιτικό χρόνο, και παρά τις διαρκείς σειρήνες περί του αντιθέτου, αλλά και τις πολιτικές Κασσάνδρες, που αρχικά προέβλεπαν και στη συνέχεια, όταν διαψεύδονταν πανηγυρικά, απαιτούσαν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, υιοθέτησε τον δρόμο της συνέπειας και της αξιοπιστίας. Τόσο έναντι των Ελλήνων πολιτών όσο και ενώπιον των εταίρων μας, των ξένων αγορών και των επενδυτών μας.
Και είναι αυτό ακριβώς, που σήμερα η Ελλάδα χρειάζεται στα αχαρτογράφητα νερά του διαρκώς μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος: σοβαρότητα, σταθερότητα, αξιοπιστία. Ως εκ τούτου, στο κυβερνητικό πηδάλιο πρέπει να βρίσκεται ένας έμπειρος και τολμηρός καπετάνιος, που με ρεαλιστικό και κοστολογημένο πρόγραμμα θα φέρει τη χώρα πιο κοντά με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Το διακύβευμα, λοιπόν, των εκλογών της 21ης Μαΐου είναι αν θα συνεχίσουμε με ένα σύγχρονο και δίκαιο αναπτυξιακό μοντέλο, που θα εγγυάται το σήμερα και θα διασφαλίζει καλύτερες προοπτικές για το αύριο ή αν θα επιστρέψουμε στις παλινωδίες του πρόσφατου παρελθόντος, με τα αχρείαστα μνημόνια, την υπερφορολόγηση, τα εκβιαστικά δημοψηφίσματα, τις κλειστές τράπεζες και τις αθρόες μεταναστευτικές ροές να κατακλύζουν Αιγαίο και Έβρο.
Επομένως, το δίλημμα που προκύπτει είναι ξεκάθαρο και συμπυκνώνεται στην ερώτηση: σταθερότητα ή χάος; Άλμα στο μέλλον ή πισωγύρισμα; Ισχυρή διακυβέρνηση ή κυβερνητικό αλαλούμ; Αυτοδύναμη Ελλάδα ή πολιτικός μιθριδατισμός;
Με το τελευταίο να συνιστά, κατά την άποψή μου, την πιο σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα της πατρίδας μας. Άλλωστε, η ελληνική κοινωνία έχει εμποτιστεί με έναν διάχυτο εθισμό στον λαϊκισμό, που διαχρονικά καλλιεργήθηκε, φτάνοντας στο απόγειό του τα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Ένα κλίμα αδιαφορίας και ζεμανφουτισμού, που οδηγεί αναπόδραστα στην υιοθέτηση μοιρολατρικής συμπεριφοράς, επί τη λογική του «έλα, μωρέ, όλοι ίδιοι είναι…». Όπως, λοιπόν, ο τελευταίος βασιλιάς του Πόντου, Μιθριδάτης ΣΤ’ ο Ευπάτωρ, είχε αποκτήσει ανοσία στο δηλητήριο, λαμβάνοντας βαθμιαία αυξανόμενες μη θανατηφόρες δόσεις, με αποτέλεσμα στο τέλος να προδοθεί από τον ίδιο του τον εθισμό, έτσι και ένα τμήμα του εκλογικού σώματος έχει καταστείλει ή απολέσει τα κοινωνικά του αντανακλαστικά, επιδεικνύοντας πολιτική ανοσία στα όσα εξελίσσονται γύρω του. Το επιμύθιο, κατά συνέπεια, του μιθριδατισμού είναι, ότι η πιο δηλητηριώδης συνήθεια για την ελληνική κοινωνία είναι εν τέλει η ίδια η εξοικείωσή της με τη διχόνοια, τον λαϊκισμό, και την παντός είδους τοξικότητα.
Οι πολίτες, όμως, δεν έχουν κοντή μνήμη. Γνωρίζουν, βλέπουν, κρίνουν και συγκρίνουν. Και αξιολογώντας τα πεπραγμένα της κάθε κυβερνητικής θητείας μπορούν εύκολα να διαπιστώσουν ποιος αντεπεξήλθε μέσα από αλλεπάλληλες και πρωτοφανείς κρίσεις (πανδημία, υβριδική επίθεση στον Έβρο, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση κτλ.), κρατώντας όρθια τη χώρα και στηρίζοντας εν τοις πράγμασι την κοινωνία, αλλά και ποιοι αντιλαμβάνονται το κράτος ως λάφυρο, επιδιώκοντας τη «δεύτερη φορά» να ελέγξουν τους «κρίσιμους αρμούς της εξουσίας». Ποιος εγγυάται τη σταθερότητα και την προοπτική και για ποιους «η κανονικότητα δεν συνιστά ευκαιρία».
Βέβαια, οι εκφραστές των κακώς κειμένων και οι δυνάμεις της οπισθοδρόμησης και του λαϊκισμού, αντιδρούν και επιτίθενται πιο βάναυσα από ποτέ, υπονομεύοντας τη συλλογική προσπάθεια και τα εθνικά μας κεκτημένα, και, δη, στο όνομα της κατ’ ευφημισμόν προοδευτικής κυβέρνησης. Όμως, πραγματική πρόοδος σημαίνει τολμηρές μεταρρυθμίσεις και αταλάντευτη βούληση, ώστε να πάει η χώρα μπροστά, αφήνοντας πίσω όλες τις παθογένειες του παρελθόντος.
Κάτι που αυτή τη στιγμή μπορεί να συμβεί μόνο με μια ισχυρή και «αυτοδύναμη» Ελλάδα, μέσα από την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Οποιοδήποτε άλλο μείγμα θα βάλει τη χώρα σε μεγάλες περιπέτειες. Η αντιμετώπιση όλων των προκλήσεων απαιτεί ταχύτητα, αποφασιστικότητα, αποτελεσματικότητα, αλλά και ενισχυμένη αξιοπιστία. Μόνο έτσι θα προχωρήσουμε στην ανάταξη της οικονομίας και σε αναδιαρθρώσεις, που θα βελτιώσουν το περιβάλλον της επιχειρηματικότητας και θα δημιουργήσουν νέες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Το παράδειγμα, άλλωστε, της Βουλγαρίας, με την πολυδιάσπαση του σκηνικού και τις πολλαπλές εκλογικές αναμετρήσεις, όπως και των καχεκτικών και πολλές φορές βραχύβιων ελληνικών κυβερνήσεων συνεργασίας στο παρελθόν, σε συνδυασμό με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, όπως το κληροδότησε ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ αλλά και ο υψηλός βαθμός τοξικότητας, που επικρατεί στην κεντρική πολιτική σκηνή, αποδεικνύουν γιατί η συγκρότηση βιώσιμης κυβέρνησης συνεργασίας φαντάζει εξαιρετικά απίθανη.
Καμία ψήφος, λοιπόν, δεν πρέπει να πάει χαμένη, ενώ οι νέοι, και κυρίως όσοι ψηφίζουν για πρώτη φορά, θα πρέπει να αποφασίσουν οι ίδιοι και με σύνεση για το μέλλον τους.
Γιατί αυτή τη φορά, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί, ότι δεν ήξερε.
Γιάννης Κεχρής
Αντιπεριφερειάρχης Δημόσιας Υγείας & Κοινωνικής Μέριμνας
Ταμίας Δ.Σ. του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών