Εθνικός Διχασμός Μέρος Ι’ – Γράφει ο Ι. Μακρυγιάννης

0

Γκέρλιτς: τόπος Μαρτυρίου και ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΙΣΧΥΝΗΣ (Σεπτέμβριος 1916 – Φεβρουάριος 1919)

Πριν ακριβώς 103 ΧΡΟΝΙΑ, το Φεβρουάριο του 1919, ό,τι είχε απομείνει από τη Δύναμη του Δ’ Σώματος Στρατού που από τον Αύγουστο του 1916, προδομένο από τον μισέλληνα Βασιλέα Κωνσταντίνο Α,’ μεταφέρθηκε στη Γερμανία με τους Γερμανούς να τους αποκαλούν χλευάζοντας ως ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΥΣ του αυτοκράτορα, ελευθερώθηκε.

Είχαν ήδη παρέλθει τέσσερις μήνες κατόπιν της υπογραφής ΑΝΑΚΩΧΗΣ και η ΗΤΤΑ της Γερμανίας ήταν φυσικό να μεταβάλει την ροή των γεγονότων και φυσικά την επιστροφή των Ελλήνων στην πατρίδα των.

Δηλαδή τέσσερις μήνες κατόπιν της υπογραφής ΑΝΑΚΩΧΗΣ μεταξύ των αντιμαχόμενων Συνασπισμών και ενώ άρχισε η επιστροφή των μεταξύ τους «ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ» ήρθε η ώρα σε ένα κλίμα χαράς του Λαού και λιποτακτούντος του Κωνσταντίνου, να συναντηθούν συγγενείς και φίλοι στην γλυκιά πατρίδα των.

Ας ανατρέξουμε στο τι προηγήθηκε: Στις 26 Μαΐου 1916 με συμφωνία του Βασιλέως Κωνσταντίνου, ο Ιωάννης Μεταξάς με τον επιτελάρχη Δούσμανη επιστατούντα, παραδίδουν αμαχητί το οχυρό ΡΟΥΠΕΛ σε εκπροσώπους των Γερμανο-Βουλγαρικών δυνάμεων, ως επαναβεβαίωση του Βασιλέως προς τον Κάιζερ, περί διατηρήσεως της ουδετερότητας έναντι των αντιμαχομένων.

Τον Αύγουστο του 1916 Μεταξάς και Δούσμανης κατόπιν συνεννοήσεως του Βασιλέως με εκπρόσωπο τον Στρατηγό Διοικητή του Δ’ Σώματος Στρατού υπέγραψαν μνημόνιο παραδόσεως της Ανατολικής Μακεδονίας περιλαμβανομένης και της Καβάλας, στα όρια της οποίος ήταν εγκατεστημένο το Δ’ Σ.Σ.

Η εθνοπροδοτική αυτή δωρεά ικανοποιούσε σε απόλυτο βαθμό τις Βουλγαρικές βλέψεις εγκαταστάσεως της κυριαρχίας αυτής με ια την πλήρη .προσάρτηση του συνόλου της περιοχής.

Με την πράξη αυτή του Κωνσταντίου ετίθετο «κρεμασμένο επί ξηράς ακμής» το έμψυχο υλικό περίπου ΔΕΚΑ ΧΙΛΙΑΔΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ ΜΕΛΩΝ του Δ’.Σ.Σ.

Μετ’ ου πολύ, ο στρατηγός του εν λόγω σώματος στρατού, Διοικητής μιας Μεραρχίας εκ των υφισταμένων τεσσάρων, γνωστός όλων ως ο πλέον θερμός υποστηρικτής των πολιτικών επιλογών του Βασιλέως, ο Ιωάννης Χατζόπουλος, βάσει της εντολής παρέμεινε ως μοναδικός αξιωματικός του στρατοπέδου ο οποίος θα αποφάσιζε για την τύχη του στρατεύματος.

Την ίδια περίοδο ΕΜΦΑΝΊΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟ-ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΟΎΝ ΤΗΝ ΠΑΡΆΔΟΣΗ ΤΗΣ ΚΑΒΑΛΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΑΡΆΔΟΣΗ ΤΟΥ Δ’ Σ.Σ. ΩΣ ΑΙΧΜΑΛΏΤΩΝ.

Προκρίθηκε αυτοβούλως η παράδοση να γίνει στον Γερμανικό στρατό και να μεταφερθούν εντός στρατοπέδου στην Γερμανία προκειμένου να αποφευχθεί μία Βουλγαρική αιχμαλωσία.

Μετά την εκούσια και αμαχητί αποδοχή της αιχμαλωσίας μία μεγάλη δύναμη στρατιωτών αυτομόλησε και διέφυγε στο Αγιον Όρος, ενώ άλλοι μέσω Θάσου κατέφυγαν στην Θεσσαλονίκη και έθεσαν εαυτούς στις τάξεις της ΚΙΝΗΣΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΗΣ, ενώ περίπου πεντακόσιοι κατέφυγαν στα γύρω χωριά της Δράμας.

Η υπόλοιπη δύναμη στρατού, μαζί με το σύνολο των ανδρών της χωροφυλακής των περιοχών της Ανατολικής Μακεδονίας που αντικαταστήσαν Βουλγαρικές αστυνομικές δυνάμεις, συγκεντρώθηκαν στην Δράμα και εκείθεν σιδηροδρομικά οδηγήθηκαν στην Ανατολική Γερμανία την πόλη ΓΚΕΡΛΙΤΣ, στο κρατίδιο της ΣΑΞΟΝΙΑΣ.

Μία ιδιότυπη αιχμαλωσία

Οι κάτοικοι της πόλης τους υποδέχθηκαν με στρατιωτικά εμβατήρια, εορταστικές γιρλάντες και καλωσόρισμα στα ελληνικά. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτή η υποδοχή δεν ήταν παρά κομμάτι της γερμανικής προπαγάνδας, αφού οι Έλληνες στρατιώτες είχαν μεταφερθεί εκεί ως ιδιότυποι αιχμάλωτοι πολέμου με κάποια προνόμια, λόγω της σχέσης του Βασιλιά Κωνσταντίνου με τον Κάιζερ.

Επρόκειτο για πρωτόγνωρη αιχμαλωσία, καθώς κανένας απολύτως δεν είχε το δικαίωμα να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος. Ο τρόπος διαβίωσης των αιχμαλώτων καθορίζετο από τους αξιωματικούς. Η ομάδα των φιλοβασιλικών και κατ’ αντιστοιχία φιλογερμανών αξιωματικών, που απολάμβανε προνόμια σε αντίθεση των βενιζελικών αξιωματικών που υπέστησαν απάνθρωπη συμπεριφορά τόσο από τους συναδέλφους τους, φιλοβασιλικούς, όσο και από τους επιστατούντες Γερμανούς στρατιωτικούς.

Οι επτά χιλιάδες περίπου βασιλόφρονες στρατιώτες, τους μεταχειρίζοντο ως «σάκους του ΜΠΟΞ» και υπέφεραν επί μακρόν το μαρτύριο των στερήσεων, της ελλιπούς διατροφής και του αφόρητου κρύου στους γυμνούς θαλάμους του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους αρκετές εκατοντάδες άτομα από γρίπη και φυματίωση.

Οι σχέσεις των αιχμαλώτων με το κοινό ήταν καλές μεταξύ ιδία Γερμανών διανοούμενων φιλελλήνων, υπήρξαν και γάμοι εκδίδετο και εφημερίδα στα Ελληνικά με τίτλο τα ΝΕΑ του ΓΚΕΡΛΙΤΣ.

Η ΑΝΑΚΩΧΗ ΕΜΠΟΛΕΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ «ΟΙΚΑΔΕ» ΤΩΝ ΑΙΧΜΑΛΩΤΩΝ

Ήταν Τρίτη 12/11/1918, όταν Γερμανοί κάτοικοι της πόλης που είχαν φίλους από τους αιχμαλώτους έσπευσαν να τους ενημερώσουν ότι ΟΙ ΜΕΓΆΛΟΙ εμπόλεμοι συναντήθηκαν και αποφάσισαν ΝΑ ΣΙΓΗΣΟΥΝ ΤΑ ΟΠΛΑ.

Αμέσως χιλιάδες άτομα πετάχτηκαν έξω από τις «μπαράκες» άλλοι έστησαν αυτοσχέδιους χορούς και άλλοι περίσκεπτοι σε ομαδούλες χαμηλοσυζητούσαν. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο περί Βασιλοφρόνων Αξιωματικών και Στρατιωτικών που συζητούσαν ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ. Μια καινούρια σελίδα ΖΩΗΣ είχε ανοιγεί.

Οι βασιλόφρονες αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνούνταν να επιστρέψει το Σώμα στη βενιζελική Ελλάδα. Αυτό έδωσε το έναυσμα στους απελπισμένους στρατιώτες να πάρουν αθρόα μέρος στη γερμανική επανάσταση των Σπαρτακιστών (Ρόζα Λούξεμπουργκ), με αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα. Μετά την -εν μέρει αιματηρή- αποτυχία της εξέγερσής τους, δραπέτευσαν άτακτα με κάθε μέσο και επέστρεψαν κατά ομάδες, ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες και με πολλά επί πλέον θύματα…

Μετά την πολυπόθητη επιστροφή, όμως, υπέστησαν διώξεις εκ μέρους των βενιζελικών αρχών, τη χλεύη και την άδικη κατηγορία της προδοσίας. Υπήρξαν μέχρι και θανατικές καταδίκες αξιωματικών, οι οποίες όμως δεν εκτελέστηκαν.

 

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας