Οδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Μυρωδιές και αρώματα

Θα επιστρέψω όμως στα αρώματα και τις μυρωδιές της οδού Έρμου εκείνης της εποχής, έτσι όπως ξεχύνονταν καθώς τη διέσχιζες από τα διάφορα μαγαζιά και εργαστήρια που υπήρχαν κι απ’ τις δύο πλευρές καθ’ όλο το μήκος της. Εγώ τις έχω ονομάσει οσμητικές αναμνήσεις.

Κατ’ αρχάς, όπως έχω ήδη αναφέρει, όταν κατέβαινες από τον σταθμό προς τη Βασιλίσσης Σοφίας, αισθανόσουνα έντονα το άρωμα του καβουρντισμένου καφέ από το καφεκοπτείο των αδελφών Μερκούρη και του Συμεωνίδη. Κατόπιν σου ερχόταν η μυρωδιά του φρέσκου ζυμωτού ψωμιού από τον ξυλόφουρνο του Τσεκούρα. Ύστερα σε ξάφνιαζε το άρωμα του γλυκάνισου από το ουζερί του Σπυριδωνίδη όπως και στη συνέχεια αυτό που ανέδιδαν τα φρέσκα φρούτα, καθώς κι ο δυόσμος και το σέλινο που ήταν αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο μπροστά από το μανάβικο του Μάρκου. Παρακάτω, κάτι διαφορετικό ήταν η μυρωδιά από τα ξύλα και τα ροκανίδια του ξυλουργείου των αδελφών Χασιώτη, όπως και στη συνέχεια η ξινωπή μυρωδιά των τυριών από το τυροπωλείο του Γούλα.

Τα περισσότερα προϊόντα ήταν ντόπιας παραγωγής όπως και το εξαιρετικό λάδι από τα πολλά ελαιόδεντρα που υπήρχαν στην περιοχή. Το παραδοσιακό ελαιοτριβείο βρισκόταν απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων κοντά στο σπίτι μας, ενώ υπήρχαν και δυο ή τρία πατητήρια για το σαββατιανό σταφύλι που έβγαινε από τα αμπέλια της περιοχής κι από το οποίο γινόταν εξαιρετικό ρετσινάτο κρασί. Τον Σεπτέμβρη λοιπόν, όλ’ αυτά τα αρώματα που ανέφερα πριν, τα κάλυπτε η διάχυτη στην ατμόσφαιρα της οδού Ερμού μυρωδιά του μούστου με τον οποίο γέμιζαν τα βαρέλια στις διάφορες ταβέρνες αλλά και στα σπίτια του δρόμου αυτού. Πριν μπει ο μούστος όμως στα βαρέλια έπρεπε αυτά να καθαριστούν και να πλυθούν στον δρόμο. Μέθαγες και μόνο από την έντονη μυρωδιά.

Τα κτήματα για όλα αυτά τα ντόπια προϊόντα ποτίζονταν όχι μόνο με το νερό που έβγαινε από τα μαγκανοπήγαδα και τις στέρνες που υπήρχαν τριγύρω, αλλά κυρίως μ’ εκείνο που έφερναν από το Κεφαλάρι όπου υπήρχε μεγάλο αρτεσιανό πηγάδι. Το νερό έρεε με ορμή και για ώρα πολλή στις αμπολές δεξιά κι αριστερά των δρόμων, διέσχιζε την Κηφισιά κι έφτανε μέχρι τα χωράφια του Μαρουσιού αναγκάζοντας τους αγρότες να τρέχουν με τα μπατζάκια σηκωμένα, ξυπόλυτοι και με μια τσάπα στον ώμο για να κουμαντάρουν τη ροή του. Επειδή το Κεφαλάρι ήταν σε υψηλότερο επίπεδο από το Μαρούσι –όπως τα ρωμαϊκά υδραγωγεία που βασίζονταν στην ίδια αρχή των διαφορετικών επιπέδων–, το νερό κυλούσε από μόνο του προς τα κάτω μέχρι το τελευταίο χωράφι. Στο Μαρούσι τα περισσότερα σπίτια είχαν πηγάδια με μαγκάνι ενώ πολλά απ’ αυτά, τα πιο πλούσια διέθεταν μύλο που ανέβαζε το νερό με τη βοήθεια του αέρα. Είχαν επίσης γλάστρες με λουλούδια, βασιλικούς, γαρδένιες, γιασεμιά και γαριφαλιές που με το μεθυστικό άρωμά τους ευωδίαζαν συμπληρώνοντας τις χαρακτηριστικές μυρωδιές των εργαστηρίων και των καταστημάτων του δρόμου.

Αυτές είναι οι οσμητικές αναμνήσεις που προανέφερα από ένα περιβάλλον φτιαγμένο με εικόνες και αρώματα που χάθηκαν ανεπιστρεπτί, αφού η σημερινή μορφή του δρόμου αυτού δε θυμίζει τίποτα από το παρελθόν.

Συμβάντα

Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής δεν μπορώ να ξεχάσω, όπως έχω πει, την ατελείωτη ουρά των Μαρουσιωτών στον γωνιακό φούρνο του Παπασυμεών που καρτερικά περίμεναν για να πάρουν με τα κουπόνια ένα μικρό κομμάτι μπομπότα. Άνθρωποι απλοί, λαϊκοί μα και της ανώτερης τάξης, ας τους πούμε αριστοκράτες με την ευρύτερη έννοια του όρου που κατά τον Αριστοτέλη είναι προνόμιο του κληρονομικού δικαιώματος των προγόνων σου – ίσως στη χώρα μας να υπάρχει σύγχυση μεταξύ της αριστοκρατίας και της πλουτοκρατίας. Κάνω αυτές τις διαπιστώσεις καθώς θυμήθηκα πως τότε που ήμουν μικρό παιδί οκτώ χρόνων μου είχε κάνει εντύπωση βλέποντας σ’ αυτή την ουρά των πεινασμένων ανθρώπων τον καβγά και το μαλλιοτράβηγμα που είχε ξεσπάσει για την προτεραιότητα μεταξύ μιας γυναίκας «λαϊκής» και μιας άλλης που θεωρείτο τότε ότι ανήκε στην αριστοκρατική τάξη της περιοχής. Τόσο έντονο ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης που καταργούσε τα όρια της ευγένειας και ευπρέπειας, ακόμη και της ανώτερης όπως νόμιζα τότε τάξης ανθρώπων. Φαίνεται πως οι άνθρωποι στην εξέλιξή τους μέσα στους αιώνες δεν έχουν αποβάλλει πλήρως τα πρωτόγονα ένστικτά τους, και σε ανύποπτο χρόνο και ειδικές συνθήκες αυτά έρχονται στην επιφάνεια και αναβιώνουν με απίστευτο τρόπο. Θυμάμαι ακόμη το ίδιο έντονα πως αυτή η ίδια αίσθηση της αυτοσυντήρησης, είχε αναγκάσει έναν πατέρα εκεί στην οδό Ερμού να τρώει τις μερίδες της μπομπότας της οικογένειάς του, που μόλις είχε πάρει από τον φούρνο. Τα ίδια του τα παιδιά του επιτέθηκαν και τον έριξαν στον δρόμο χτυπώντας τον, ενώ αυτός πεσμένος συνέχιζε να τρώει λαίμαργα, για να κοπάσει την αβάσταχτη πείνα του.

Στην οδό Βασιλίσσης Σοφίας πάλι, τον κάθετο κεντρικό δρόμο με την οδό Ερμού και στο πεζοδρόμιο μπροστά από το παντοπωλείο του Τόσκα, μέχρι το γαλακτοπωλείο του άλλου Αυγερόπουλου και το φαρμακείο του Παπαδόπουλου, σε μήκος ως και πενήντα μέτρων ήταν στημένοι ο ένας μετά τον άλλον οι μαυραγορίτες που για ένα κομμάτι ψωμί ή για ένα μπουκάλι πετιμέζι, λίγες σταφίδες, αλεύρι, λάδι, γαλέτες ή κονσέρβες, μάζευαν τις περιουσίες των ανθρώπων που πεινούσαν ανταλλάσσοντας τις πραμάτειες τους με ρούχα, έπιπλα, ακόμη και χρυσαφικά. Από εκείνους είχε ακουστεί η φράση: «Βάστα Ρόμελ!» αφού όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος τόσο ανέβαιναν οι τιμές των αγαθών που βρίσκονταν στα χέρια τους. Μήπως το ίδιο δεν γίνεται και σήμερα εν έτη 2020 όταν διαφημίζουν από την τηλεόραση την αγορά χρυσού και τιμαλφών για ένα κομμάτι ψωμί λόγω απόλυτης ανάγκης. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου εκείνην τη μαύρη εποχή, το βράδυ που γυρνούσε στο σπίτι, πάντα πριν από την απαγόρευση της κυκλοφορίας, έφερνε ένα μικρό ψωμάκι ένα πανιότο όπως ονομαζόταν και καθώς έλεγε στη μητέρα μου είχε δώσει γι’ αυτό ό,τι είχε κερδίσει όλη την ημέρα, δηλαδή πέντε εκατομμύρια δραχμές λόγω του πληθωρισμού. Μαύρες σκέψεις που δεν μπορώ να τις στεγανοποιήσω για να ξεχαστούν.

Άλλη μία εικόνα που έχω να θυμάμαι είναι όταν κάποιο πρωινό μπροστά από το μαγαζί μας, ένας λόχος Γερμανών στρατιωτών που όλοι ήσαν ντυμένοι ομοιόμορφα  με αθλητικά φανελάκια και σορτσάκια ολοκάθαρα κατέβαιναν τροχάδην  από τον σταθμό προς την πλατεία Κασταλίας διασχίζοντας την Ερμού. Από πίσω ακολουθούσαν με ασυγχρόνιστο βηματισμό Ιταλοί στρατιώτες ψηλοί και κοντοί ανάκατα ντυμένοι, άλλοι με κοντό σώβρακο, άλλοι με πολύχρωμο και μακρύ, κάποιοι με φανελάκια ή πουκάμισα, φορώντας αρβύλες και αθλητικά παπούτσια με κάλτσες διαφόρων χρωμάτων και γενικά με ανόμοια αμφίεση αμφιβόλου καθαριότητας, μιμούμενοι ανεπιτυχώς τους σχολαστικούς Γερμανούς. Η σύγκρισή τους αργότερα, μου θύμισε τον νεορεαλισμό του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου που έκανε ο Ροσελίνι, στιγματίζοντας το φασιστικό κατεστημένο.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας