Οδός Ερμού του Αμαρουσίου, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

H περιήγηση στο παλιό Μαρούσι συνεχίζεται. Αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, επαγγελματίες στον αγώνα της επιβίωσης, γραφικά Μαρουσιώτικα σπίτια και μαγαζιά, συνήθειες και τρόπος ζωής στα χρόνια μετά την κατοχή, αποτυπωμένες με γλαφυρό τρόπο από τον γνωστό Μαρουσιώτη γλύπτη Γιώργο Γεωργιάδη και στο σημερινό απόσπασμα.


Δίπλα στο μαγαζί και το σπίτι του Χαϊμαντά ήταν το σπίτι των κοριτσιών όπως το ονόμαζαν. Βρισκόταν στον πρώτο όροφο, είχε μια ξύλινη πόρτα στην είσοδο πάνω στην Ερμού κι ανέβαινες από μία ξύλινη σκάλα κολλητά στον τοίχο. Στο ισόγειό του υπήρχε ένα μικρό μαγαζί το οποίο στην αρχή ήταν ψιλικατζίδικο και μετά έγινε το ωρολογοποιείο του Κώστα. «ΕΠΙΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΙ ΓΥΑΛΙΑ ΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΝΔΥΟΝΤΑΙ ΚΟΜΒΙΑ» έγραφε πάνω σε πράσινο φόντο η ταμπέλα που του είχε κατασκευάσει ο πατέρας μου. Στο σπίτι λοιπόν αυτό πάνω από το ωρολογοποιείο ζούσαν τρεις αδελφές με την ηλικιωμένη μητέρα τους. Η πιο νέα και τσαχπίνα η Φλώρα που τη θυμάμαι πάντα γελαστή, δούλευε όπως και πολλές άλλες κοπέλες του Μαρουσιού στο εργοστάσιο αναψυκτικών «ΗΒΗ» που παρήγαγε την ξακουστή ομώνυμη γκαζόζα λεμονάδα με μαρουσιώτικο νερό. Βρισκόταν λίγο πιο κάτω από την πλατεία Κασταλίας και το είχε ιδρύσει ο Νίκος Παναγόπουλος το 1926, αλλά το λειτουργούσε κυρίως η αεικίνητη και δραστήρια Γαλλίδα γυναίκα του η οποία ήταν γνωστή σ’ όλους στο Μαρούσι ως «Μαντάμ».

Ας μεταφερθούμε όμως πάλι στην οδό Ερμού. Μετά το σπίτι των τριών κοριτσιών ήταν το μεγάλο ξυλουργείο των αδελφών Χασιώτη, εξοπλισμένο με πολλά μηχανήματα, κορδέλα, πλάνη, τόρνο, σβούρα, πρέσες και νταβίδια για όλων των ειδών τις κατασκευές, από κουφώματα κατοικιών μέχρι ξύλινους σταυρούς για τάφους. Όταν έφτανε κανείς σ’ αυτό το σημείο του δρόμου από τη μία πλευρά ακουγόταν ο ήχος της πριονοκορδέλας και της πλάνης του ξυλουργείου και απ’ την άλλη τα χτυπήματα του σφυριού στο αμόνι του μαγαζιού μας. Μεσοτοιχία με το ξυλουργείο ήταν το μανάβικο του Αντρέα Μάρκου, με πάντα φρέσκα φρούτα και λαχανικά, ο οποίος είχε δύο κόρες και κατοικούσε λίγο πιο πάνω, απέναντι σχεδόν από το γυμναστήριο και κοντά στο σπίτι της παλιάς μαρουσιώτικης οικογένειας Κουσουρή.

Θυμάμαι πως το σημείο αυτό της  Ερμού ήταν σημαντικό για τον εξής λόγο: ο Μάρκου είχε στο μαγαζί του μέσα σε μία μικρή τζαμαρία, όπου βρισκόταν το ταμείο και το γραφείο του, το μοναδικό τηλέφωνο της περιοχής με το οποίο εξυπηρετούσε όλους τους γύρω καταστηματάρχες. Ακουγόταν λοιπόν, δυνατά να φωνάζει: «Γεωργιάδηηη, τηλέφωνο!» κι έτρεχε ο πατέρας μου αφήνοντας τη δουλειά στη μέση, για να απαντήσει στο τηλεφώνημα. Το ίδιο βέβαια μοτίβο επαναλαμβανότανε συχνά και γι’ άλλους μαγαζάτορες του δρόμου.

Πρέπει να σκεφτούμε πως εκείνα τα αμέσως μεταπολεμικά χρόνια κάποια αντικείμενα καθημερινής χρήσης όπως το τηλέφωνο, το ραδιόφωνο, ο θερμοσίφωνας, που σήμερα θεωρούμε δεδομένα και αυτονόητα ήσαν μεγάλη πολυτέλεια. Έτσι ακούγαμε να λένε: «Αυτό το σπίτι έχει ραδιόφωνο και τηλέφωνο», ή «Έχει και θερμοσίφωνα!» ήταν δηλαδή η εξαίρεση στον κανόνα. Όλα αυτά τα αγαθά αποτελούσαν το μέτρο της καταξίωσης και της κοινωνικής αναβάθμισης, με σπίτια αργότερα μοντέρνα και εξοπλισμένα συνήθως με κακογουστιά – ένα μεταπολεμικό μπαρόκ της αντιπαροχής, το μπουζούκι, τα σπασμένα πιάτα που επάνω τους σειόταν ο νεόπλουτος που τον έραιναν με γαρδένιες κι είχε πάντα την «πρώτη θέση πίστα». Το ίδιο βέβαια ίσχυε και για το αυτοκίνητο. Την εποχή εκείνη όποιος τυχερός αποκτούσε αμάξι αποκαλούσε τον άλλο με το ίδιο προνόμιο «συνάδελφο». «Ε, συνάδελφε, έχεις ξεχάσει τα φώτα σου ανοιχτά!» έλεγε. «Ευχαριστώ, συνάδελφε!» του απαντούσε εκείνος.

Μετά το μανάβικο του Μάρκου με το περιβόητο και μοναδικό τηλέφωνο ακριβώς στη γωνία Ερμού και Διονύσου είχαμε το κουρείο του Αβράμ. Θυμάμαι πως όταν πήγαινα να με κουρέψει έβαζε στην καρέκλα μια σανίδα για να κάθομαι ψηλά, μα εκείνο που μου έχει μείνει από αυτό το μαγαζί ακόμη πιο έντονο στη μνήμη μου είναι πως ακριβώς πίσω μου στον τοίχο, ήσαν κρεμασμένα δύο αντίγραφα από πίνακες – δύο ρεπροντιξιόν. Η μία παρίστανε έναν γέρο θαλασσόλυκο με το τσιμπούκι του και η άλλη ήταν ο «Εσπερινός» του Μιλέ, με ένα ζευγάρι αγροτών που έχουν σταματήσει τη δουλειά και κάτω από το φως του σούρουπου, προσεύχονται με σκυμμένα τα κεφάλια και σταυρωμένα χέρια, ενώ στο βάθος διακρίνεται το καμπαναριό του χωριού τους. Τα παρατηρούσα με μεγάλη προσοχή από τον καθρέφτη˙  ήταν οι εικόνες που τότε με εντυπωσίαζαν.

Πίσω ακριβώς από το κουρείο του Αβράμ και επί της οδού Διονύσου στο ημιυπόγειο αφού έπρεπε να κατεβείς τέσσερα σκαλοπάτια, ήταν το μπακάλικο του Παπαθωμόπουλου που το λειτουργούσε ο ίδιος με τη βοήθεια της ψηλής και λεπτής γυναίκας του. Είχαν δύο παιδιά, ένα κορίτσι και ένα αγόρι, τον Κωστάκη που ήταν ένα χρόνο μικρότερός μου και φίλος μου τόσο αυτός – που χάθηκε πριν λίγα χρόνια – αλλά και η γυναίκα του η Μαρούσα. Θυμάμαι πως εκεί, από αυτό το μαγαζί πήγαινα κι έπαιρνα με το δελτίο κουπονιών τα τσιγάρα της κούτας για τον πατέρα μου που τα έλεγαν τότε «στούκας».

❃❃❃

Στην οδό Ερμού που βρισκόταν το μαγαζί του πατέρα μου είχα ζήσει τη μισή μέχρι τότε ζωή μου, ήταν φυσικό λοιπόν οι περισσότεροι φίλοι μου να είναι εκεί κι όχι στην οδό Διονύσου όπου ήταν τότε το σπίτι μας. Κι ήσαν πολλοί, ποιον να πρωτοθυμηθώ. Ήταν η Καιτούλα Παπασυμεών, ο Νίκος και ο Λουκάς Κουντουράκος, ο Γιάννης και η Μαρία Χαϊμαντά, η Ελένη Δαμουλάκη, ο Κώστας Μονεμβασιώτης, ο Ηλίας Παπαδόπουλος, ο Βαγγελάκης και ο Ηλίας Σιδέρης, ο Πρόδρομος και η Δέσποινα Σπυριδωνίδη, ο Σωτηράκης ο Λιακόπουλος, ο Γκούφας, ο Δέδες και τόσοι άλλοι.

Εκείνο όμως που με γοήτευε στον δρόμο αυτόν ήταν η διαρκής κίνηση, η εναλλαγή εικόνων και η ποικιλία και πληθώρα προϊόντων και εμπορευμάτων. Από τον σταθμό μέχρι το παντοπωλείο του Τόσκα στη Βασιλίσσης Σοφίας, τον αισθανόμουν πλημμυρισμένο με ήχους, εικόνες μα κυρίως αρώματα που ξεχύνονταν από τα μαγαζιά καθ’ όλο το μήκος του. Αρώματα όπως αυτό του καβουρντισμένου καφέ από τον Μερκούρη και τον Συμεωνίδη ή από τα ψημένα καρβέλια του Τσεκούρα, αλλά και μυρωδιές θάλασσας από το μοναδικό ιχθυοπωλείο της Ερμού, και μούστου κάθε Σεπτέμβρη με τον οποίο γέμιζαν τα βαρέλια τους οι ταβέρνες του Εγγλέζου και του Σαζάνη, αφού πρώτα τα έπλεναν στον δρόμο. Τότε ακριβώς θυμάμαι, μέσα Σεπτέμβρη στη μάντρα του κυρ Σωτήρη στη γωνία Ερμού και Διονύσου ερχόταν κι έστηνε το εργαστήριο επιδιόρθωσης βαρελιών ο Νίκος  Βαρβαρήγος – είχε μαγαζί μαζί με τον πατέρα του στον Πειραιά. Εκεί του έφερναν τα βαρέλια τους οι ταβερνιάρηδες κι αυτός τους άλλαζε ντούζες, τσέρκια και καπάκια και τα έκανε καινούργια ενώ επιπλέον, κατόπιν παραγγελίας έφερνε από τον Πειραιά και φρεσκοφτιαγμένα τέτοια.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας