Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από τη διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ Ηνωμένων Πολιτειών και Κίνας, ενός ανταγωνισμού που δεν περιορίζεται πλέον αποκλειστικά στο πεδίο της γεωπολιτικής, αλλά εκτείνεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση στον τομέα της γεωοικονομίας. Οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη συνυπάρχουν σε μια περίπλοκη σχέση αλληλεξάρτησης και ταυτόχρονα έντονου ανταγωνισμού. Η Κίνα επιχειρεί να εδραιώσει την παγκόσμια επιρροή της με την αξιοποίηση οικονομικών εργαλείων, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιδρούν με πολιτικές περιορισμού, ενίσχυσης στρατηγικών συμμαχιών και επανακαθορισμού των διεθνών τους σχέσεων.
Η γεωοικονομία αποτελεί τον πυρήνα της σημερινής αντιπαράθεσης. Οι ΗΠΑ και η Κίνα αλληλεπιδρούν σε πολλαπλά επίπεδα, άλλοτε ως ανταγωνιστές και άλλοτε ως αναγκαστικοί εταίροι. Υπό την προεδρία Τραμπ, οι δασμοί χρησιμοποιούνται ως εργαλείο πίεσης και επαναδιαπραγμάτευσης, με στόχο τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος και την ενίσχυση της εγχώριας αμερικανικής παραγωγής. Παράλληλα, η τεχνητή νοημοσύνη, οι ημιαγωγοί και τα δίκτυα 5G και μεταφοράς δεδομένων βρίσκονται στην καρδιά του τεχνολογικού ανταγωνισμού. Οι αμερικανικοί περιορισμοί στις εξαγωγές προηγμένων chips και λογισμικών έχουν στόχο να καθυστερήσουν την κινεζική τεχνολογική άνοδο. Η εξάρτηση των ΗΠΑ από τις κινεζικές σπάνιες γαίες αποτελεί επίσης ένα αδύναμο σημείο, με την Κίνα να αξιοποιεί το μονοπώλιό της, ενώ η Ουάσινγκτον αναζητά εναλλακτικές μέσω νέων συνεργασιών. Η πανδημία κατέδειξε την αμερικανική εξάρτηση από την κινεζική παραγωγή, οδηγώντας σε στρατηγικές reshoring και friendshoring.
Παράλληλα, η Κίνα προωθεί το Belt and Road Initiative, που επεκτείνει την επιρροή της σε τρεις ηπείρους. Επίσης το “String of Pearls”, ένα εκτεταμένο δίκτυο κινεζικών στρατιωτικών και εμπορικών εγκαταστάσεων και σχέσεων κατά μήκος των θαλάσσιων γραμμών επικοινωνίας της, οι οποίες εκτείνονται από την ηπειρωτική Κίνα μέχρι το Πορτ Σουδάν στο Κέρας της Αφρικής και ο διάδρομος CPEC ενισχύουν τον έλεγχο κρίσιμων θαλάσσιων και χερσαίων εμπορικών διαδρόμων.
Πολλές χώρες έχουν υπερχρεωθεί από κινεζικές επενδύσεις, δημιουργώντας ένα νέο είδος εξάρτησης, γνωστό ως debt-trap diplomacy. Την συνέχεια του BRI και του String of Pearls πλαισιώνουν τρεις νέες πρωτοβουλίες: GDI (Global Development Initiative), GSI (Global Security Initiative) και GCI (Global Civilization Initiative), που δείχνουν πως η Κίνα διεκδικεί ρόλο που ξεπερνά την οικονομία και επεκτείνεται σε στρατηγικό, πολιτισμικό και ηθικό επίπεδο. Όλα αυτά συγκροτούν μια σύνθετη στρατηγική, όπου η Κίνα συνδυάζει στοιχεία σκληρής και ήπιας ισχύος, δημιουργώντας ένα παγκόσμιο δίκτυο επιρροής που αναγκάζει τις ΗΠΑ να αναπροσαρμόζουν συνεχώς την πολιτική τους.
Παρά το γεγονός ότι η αντιπαράθεση παρουσιάζεται κυρίως ως γεωοικονομική, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως οι ΗΠΑ κινούνται προς ένα νέο είδος containment. Η στρατιωτική παρουσία τους στην Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία θυμίζει λογική περικύκλωσης, ενώ η επιτήρηση κρίσιμων θαλάσσιων περασμάτων όπως το Στενό της Μαλάκκα ή το Σουέζ δείχνει την πρόθεση διατήρησης στρατηγικού ελέγχου. Η Κίνα, αντίστοιχα, αναζητά εναλλακτικές μέσω του BRI και του CPEC. Τα κράτη της περιοχής αυξάνουν τις αμυντικές τους δαπάνες, συχνά με αμερικανική ενθάρρυνση (ο Τραμπ επανεξετάζει την συμφωνία AUKUS προκειμένου να αυξήσει τα Αμερικανικά οφέλη), ενώ οι κλασικές γεωπολιτικές θεωρίες, όπως του Mahan, του Mackinder και του Spykman, επανέρχονται στο προσκήνιο. Παράλληλα, οι ιστορικές αναλογίες με τη στρατηγική Νίξον–Κίσινγκερ, που επιδίωξε να αποτρέψει τη σύμπραξη ΕΣΣΔ και Κίνας, καθίστανται ορατές και σήμερα, με τις ΗΠΑ να αναζητούν πιθανή αναθέρμανση των σχέσεων με τη Ρωσία, ώστε να περιοριστεί η κινεζική ισχύς.
Στην παγκόσμια αυτή αντιπαράθεση, οι Ηνωμένες Πολιτείες δίνουν ιδιαίτερο βάρος σε κράτη-κλειδιά που μπορούν να λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστές ισχύος. Η Ινδία αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό αντίβαρο στην Κίνα στην Ασία, ενώ η Τουρκία, αν και ασταθής λόγω των ταλαντεύσεών της μεταξύ Δύσης, Ρωσίας και Κίνας, διατηρεί στρατηγική σημασία ως κόμβος ενέργειας και εμπορίου. Το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ελλάδα είναι κρίσιμοι δρώντες στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ οι χώρες της ASEAN, όπως οι Φιλιππίνες και το Βιετνάμ, αποκτούν αυξανόμενη σημασία για τον έλεγχο της Νότιας Σινικής Θάλασσας. Οι χώρες του Κόλπου παραμένουν κομβικές για την ενεργειακή ασφάλεια, ενώ η Αρκτική αναδεικνύεται σε νέο πεδίο στρατηγικής σημασίας, με τις ΗΠΑ να επιχειρούν να περιορίσουν τις κινεζικές φιλοδοξίες για έναν “Polar Silk Road” από τον Αρκτικό διάδρομο που ανοίγει.
Τα σημεία έντασης είναι ήδη εμφανή. Η Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο, με την Κίνα να αυξάνει τη στρατιωτική πίεση και τις ΗΠΑ να την στηρίζουν έμπρακτα. Η Νότια Σινική Θάλασσα γίνεται θέατρο συγκρούσεων, ενώ η ασφάλεια των υποθαλάσσιων καλωδίων τίθεται σε κίνδυνο με περιστατικά δολιοφθοράς να έχουν συμβεί. Στο Πακιστάν, οι επιθέσεις σε κινεζικές υποδομές στο Gwadar αποκαλύπτουν την αστάθεια του BRI, ενώ στην Αρκτική η αυξανόμενη κινεζική παρουσία προκαλεί ανησυχία σε ΗΠΑ και ΝΑΤΟ.
Για την Ελλάδα, η γεωστρατηγική σημασία αυξάνεται. Το λιμάνι του Πειραιά, ενταγμένο στο BRI, αποτελεί κρίσιμο κόμβο, ενώ οι ΗΠΑ ενισχύουν τη στρατιωτική της παρουσία στη Σούδα. Η συνεργασία Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου και Αιγύπτου λειτουργεί ως ανασχετικός μηχανισμός, αλλά η στρατηγική σημασία της Τουρκίας για τις ΗΠΑ παραμένει γεγονός. (αν και η πρόσφατη συμφωνία της Τουρκίας με την Αίγυπτο για την προμήθεια και συμπαραγωγή των Τουρκικών μαχητικών αεροσκαφών τύπου Kaan, δημιουργεί σημαντικούς προβληματισμούς για την τριμερή στρατηγική συνεργασία μας) . Παράλληλα, τα ενεργειακά κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου προσδίδουν πρόσθετη αξία στην περιοχή, καθιστώντας την αντικείμενο ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων.
Συνολικά, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας δεν είναι συγκυριακός αλλά δομικός και βαθαίνει σε όλα τα επίπεδα. Από τη γεωοικονομία επεκτείνεται στη γεωπολιτική και διαμορφώνει ένα νέο διεθνές πλαίσιο ισορροπίας δυνάμεων. Η αντιπαράθεση θα ενταθεί ιδιαίτερα στην τεχνολογία, στην ενέργεια, στους αγωγούς κάθε μορφής ενέργειας και μεταφοράς δεδομένων και στον έλεγχο κρίσιμων γεωπολιτικών κόμβων. Τα κράτη-κλειδιά θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της ισορροπίας, ενώ η πιθανή στρατηγική αναθέρμανση των σχέσεων ΗΠΑ–Ρωσίας μπορεί να αποτελέσει για τις ΗΠΑ κίνηση περιορισμού της Κίνας.
Για την Ελλάδα, το διακύβευμα (σε ότι αφορά την γεωπολιτική εξέλιξη των σχέσεων ΗΠΑ – Κίνας) είναι τριπλό: 1) ενίσχυση στρατηγικών συμμαχιών στην Ανατολική Μεσόγειο, 2) σταθεροποίηση της σχέσης με τις ΗΠΑ και την ΕΕ και 3) αξιοποίηση των κινεζικών επενδύσεων χωρίς να οδηγηθεί σε στρατηγικά αδιέξοδα.
Η Ανατολική Μεσόγειος αναδεικνύεται σε έναν από τους σημαντικότερους γεωπολιτικούς κόμβους του μέλλοντος, καθιστώντας την ελληνική εξωτερική πολιτική εξαιρετικά απαιτητική και καθοριστική για την εξέλιξη όχι μόνο των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων αλλά και των Ελληνοτουρκικών.

































