Ας προχωρήσω όμως τώρα σε ένα άλλο χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς εδώ στο Μαρούσι που αφορά στον πρώτο και μοναδικό κινηματογράφο «ΤΙΤΑΝΙΑ» που άρχισε να λειτουργεί το 1937, τότε σχεδόν που εγκαινιάστηκαν και τα «σχολεία» του Μαρουσιού. Ο κινηματογράφος «ΤΙΤΑΝΙΑ» με τα πλούσια για την εποχή θεάματα λειτούργησε μέχρι το 1974. Για εμάς τα παιδιά πάντως εκείνη τη σκοτεινή περίοδο τα μοναδικά θεάματα εδώ στο Μαρούσι ήταν πρώτα ο Καραγκιόζης του γέρο-Σπαθάρη που ο γιος του Ευγένιος τότε συνομήλικος μου και φίλος έκανε το κολλητήρι στις παραστάσεις που γίνονταν στην αίθουσα υποδοχής του πρώην ξενοδοχείου «ΚΡΥΣΤΑΛ» κοντά στον σταθμό. Εκεί ξεκαρδιζόμασταν με τα καμώματα του Καραγκιόζη του μπάρμπα Γιώργου και του Χατζηαβάτη ξεγελώντας συγχρόνως την πείνα μας με λίγα στραγάλια και σταφίδες που είχαμε στις τσέπες μας. Θυμάμαι πως το κρύο ήταν ανυπόφορο.
Το άλλο θέαμα για εμάς ήταν στην πλατεία με τα «ΛΕΟΝΤΑΡΑΚΙΑ», την πλατεία Κασταλίας δηλαδή, όπου σε ένα καφενεδάκι ένας νεαρός διοπτροφόρος γιος του παλιού φωτογράφου που είχε το φωτογραφείο του στην αρχή της οδού Μητροπόλεως, να κι άλλο ένα σημείο αναφοράς η «Μητρόπολη» ή «Παναγία» όπως συνηθίζαμε να ονομάζουμε αυτή την περιοχή ειδικά αυτό το σημείο της πόλης. Αυτός λοιπόν ο νεαρός αντί ενός μικρού εισιτηρίου μας πρόβαλλε πάνω σε μια μικρή οθόνη με μια αντίκα χειροκίνητη μηχανή, και με το φως μιας λάμπας ασετιλίνης, διάφορες κόπιες από βουβές κωμικές ταινίες του παλιού καιρού και διάρκειας μιας ώρας. Πρέπει να καταλάβει κανείς ότι μετά τον πόλεμο και τις μεγάλες στερήσεις, όλες αυτές οι μικρές, όπως φαίνονται σήμερα, κατακτήσεις φάνταζαν στα μάτια μας σαν σπουδαία επιτεύγματα και μας έδιναν μια γεύση ευτυχίας και απόλαυσης.
Ο μοναδικός θερινός κινηματογράφος που άρχισε να λειτουργεί το 1937, όπως προανέφερα λίγο πριν τον πόλεμο, στην πλατεία του «ΣΤΑΘΜΟΥ» και στην αρχή της οδού Περικλέους ήταν η «ΤΙΤΑΝΙΑ», όνομα φαντάζομαι εμπνευσμένο από τους Τιτάνες της Ελληνικής μυθολογίας, που είχαν μάλλον μικρασιατική καταγωγή, συνώνυμους με τους γίγαντες και τις υπερφυσικές δυνάμεις. Την επιγραφή «ΤΙΤΑΝΙΑ» την είχε φτιάξει ο πατέρας μου με γράμματα ανάγλυφα από ψευδάργυρο, τον γνωστό «τσίγκο» που δεν σκουριάζει με την πάροδο του χρόνου όπως μου είχε πει.
Στο βάθος όλου του χώρου του κινηματογράφου που ήταν περιφραγμένος από μαντρότοιχο δυόμιση μέτρων, υπήρχε οθόνη μικρών διαστάσεων εν σχέσει με τις σημερινές πανοραμικές. Θυμάμαι, επειδή προανέφερα τον μαντρότοιχο, πως στο σαμάρι του, κυρίως από την πλευρά της οδού Περικλέους είχαν πακτώσει γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια, κάτι που συνηθιζόταν τότε για να αποτρέπουν, την νεολαία να σκαρφαλώνει επάνω για να βλέπει το έργο δωρεάν. Ή ίδια όμως δραστηριότητα γινόταν και από τα δέντρα που υπήρχαν μπροστά στην πλατεία της «ΤΙΤΑΝΙΑΣ». Τα καθίσματα για τους θεατές ήταν τότε οι γνωστές ξύλινες καρέκλες με το ψαθί. Γύρω από την οθόνη ήταν αναρτημένα διαφημιστικά πανό, συνήθως χειροποίητα, με διαστάσεις ενός επί δυο μέτρων, που έγραφαν, όπως έχει μείνει στη μνήμη μου «ΠΕΡMANANT, ΜΙΖΑΜΠΛΙ, ΜΑΝΙΚΙΟΥΡ, ΠΕΝΤΙΚΙΟΥΡ μόνο στον ΟΔΥΣΣΕΑ» ή άλλο δίπλα σ’ αυτά «ΑΝΔΡΙΚΕΣ ΚΟΜΜΩΣΕΙΣ ΕΓΓΛΕΖΟΣ» πιο εκεί «ΨΙΛΙΚΑ, ΥΦΑΣΜΑΤΑ ΠΑΝΤΟΣ ΕΙΔΟΥΣ ΚΑΙ ΥΛΙΚΑ ΡΑΠΤΙΚΗΣ ΑΦΟΙ ΜΗΛΛΑ» και άλλα πολλά που αφορούσαν σε διάφορες τοπικές επιχειρήσεις, κυρίως της οδού Ερμού. Στην είσοδο του «ΤΙΤΑΝΙΑ» ένθεν και ένθεν υπήρχαν ανηρτημένες προθήκες με φωτογραφίες από το έργο που προβάλλετο εκείνη την ημέρα ή και άλλων από τα προσεχή έργα. Ανάλογες προθήκες υπήρχαν ακόμη και σε κεντρικούς δρόμους της πόλης, για να ενημερώνεται το φιλοθεάμον κοινό. Κάποιες φορές ο κυρ Κώστας, ο τυφλός τελάλης του Μαρουσιού διαλαλούσε διαφημίζοντας κυρίως Ελληνικές ταινίες: «Κυρίες και Κύριοι μη χάσετε να δείτε σήμερα στην Τιτάνια το πολύ ωραίο έργο “Η βίλα με τα νούφαρα”» και άλλα ανάλογα έργα, τονίζοντας τις λέξεις «σήμερα» ή «το ερχόμενο Σάββατο».
Στη δεξιά πλευρά της πρόσοψης του «ΤΙΤΑΝΙΑ» υπήρχε ένα παραθυράκι πενήντα επί πενήντα εκατοστών με ένα περβάζι χρώματος λουλακί και με επιγραφή «ΤΑΜΕΙΟΝ» για την έκδοση των εισιτηρίων. Μπροστά στην είσοδο βρισκόταν πάντα ένας ελεγκτής που τα έκοβε στη μέση εκεί όπου βρισκόταν μια σειρά από τρύπες. Δεν ξεχνώ, όταν ήμουν έξη-επτά χρόνων αλλά αρκετά ψηλός γι’ αυτή την ηλικία, και επειδή τα μικρά παιδιά πλήρωναν μισό εισιτήριο, εγώ με δική μου πονηρή πρωτοβουλία, μπροστά από το ταμείο και δίπλα στη μητέρα μου λύγιζα τα γόνατά μου για να φαίνομαι στον ταμία μικρότερος και να χρεώνομαι με μισό εισιτήριο. Όσο για τη μητέρα μου γελούσε με αυτά μου τα καμώματα.
Κάποιες φορές, σ’ αυτόν τον ιστορικό κινηματογράφο πρόβαλλαν και Τούρκικες ταινίες με σενάρια απλοϊκά σαν τα ανάλογα Ελληνικά της εποχής όπως «Αμάρτησα για το παιδί μου» την «Αστέρω» και την «Γκόλφω» που εμένα δεν μου άρεσαν καθόλου αλλά αναγκαστικά ακολουθούσα τον πατέρα μου που μαζί με πολλούς Μικρασιάτες του Μαρουσιού τους γνωστούς «Τουρκόσπορους», όπως τους αποκαλούσαν αρκετοί και που ήσαν κυρίως επαγγελματίες που πήγαιναν ίσως από νοσταλγία να ακούσουν την γλώσσα που μιλούσαν στα μικράτα τους. Θυμάμαι πως ο μικρότερος από όλους σε ηλικία Κυριάκος Συμεςωνίδης που δεν πολυκαταλάβαινε τα Τουρκικά ούτε τα μιλούσε αρκετά, ζητούσε από τον πατέρα μου μεγαλοφώνως για να ακούνε και οι άλλοι να του εξηγήσει κάποιες λέξεις κι αυτός με την ίδια ένταση φωνής του εξηγούσε το νόημα κάποιας δυσνόητης Τουρκικής φράσης. Εμένα τότε μου άρεσαν ιδιαίτερα ταινίες του Ταρζάν στη ζούγκλα με την μαϊμού Τσίτα και τον Τζόνυ Βαισμίλερ ή οι ταινίες κάου μπόι με τον Τζων Γουέιν και τον Έρολ Φλιν, ο Χοντρός-Λιγνός, ή το Τρίο Στούτζες που με διασκέδαζαν πολύ. Τη διεύθυνση του «ΤΙΤΑΝΙΑ» την είχε η κυρία Φούλη, μια δραστήρια γυναίκα που είχε, όπως θυμάμαι, μια ωραία κόρη, χωρίς να υστερεί η ίδια –τα ωραία πλάσματα δεν τα ξεχνώ ποτέ– κι επίσης είχε υπό την προστασία της δυο ανίψια, τον Νίκο λίγο μεγαλύτερο από εμένα και τον συνομήλικο και φίλο μου Κάτη. Την άνοιξη που επρόκειτο να λειτουργήσει ο κινηματογράφος γινόταν καλλωπισμός με γενική καθαριότητα και ασβέστωμα των τοίχων που κατά διαστήματα είχαν αναρριχώμενες πρασινάδες και κυρίως γιασεμιά που το βράδυ γέμιζαν με αρώματα όλη την αυλή, την στρωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη με ψιλό χαλίκι. Εκείνο το μικρό διάστημα που μεσολαβούσε μέχρι το επίσημο άνοιγμα με εισιτήριο, ήταν πολύ σημαντικό για εμάς τα παιδιά γιατί γίνονταν μερικές δοκιμαστικές προβολές με σκηνές από διάφορα έργα που είχαν πολύ ενδιαφέρον λόγω της ποικιλίας τους. Ευτυχώς για μένα ο φίλος μου ο Κάτης που είχε τα μέσα σαν ανιψιός της κυρίας Φούλης, με έπαιρνε μαζί του και παρακολουθούσα αυτές τις ιδιαίτερες προβολές. Δυστυχώς, αυτή η μικρή απόλαυση δεν διαρκούσε πάνω από τρία απογεύματα.
Οι υπότιτλοι τότε στις ταινίες προβάλλονταν με χειροκίνητο μηχανισμό από τον μηχανικό χειριστή της προβολής, κι αν καμιά φορά αυτός ξεχνούσε να αλλάξει τον υπότιτλο ακουγόταν από την πλατεία η γνωστή φράση «γράμματα χασάπη» πολύ υποτιμητική για τους κρεοπώλες του Μαρουσιού. Αν μερικοί θεατές δεν προλάβαιναν να δουν την αρχή του έργου στην απογευματινή παράσταση, παρέμεναν και στην δεύτερη, την «Βραδινή» όπως λεγόταν. Έτσι άκουγες κατά διαστήματα, από πολλά σημεία της πλατείας σε διαφορετικούς χρόνους και από διαφορετικές φωνές «παιδιά εδώ ήρθαμε πάμε». Στο σχόλασμα της απογευματινής παράστασης, βγαίνοντας έξω, έβλεπες μια ουρά απ’ αυτούς που περίμεναν να παρακολουθήσουν τη βραδινή προβολή. Τότε λοιπόν κάποιοι απ αυτούς ρωτούσαν τους εξερχόμενους πώς τους είχε φανεί το έργο. Η απάντηση συνήθως ήταν του τύπου «πολύ καλό», «υπερβολικά δραματικό» ή ακόμη «ολίγον περιπετειώδες και λυπητερόν», απαντήσεις που δίνονταν με πρησμένα μάτια από τη συγκίνηση και το κλάμα. Το ενδιάμεσο δεκάλεπτο διάλειμμα είχε κι αυτό το γούστο του γιατί από το μεγάφωνο ο χειριστής προβολής με ένρινη δυνατή φωνή που προφανώς μέσα στη νύχτα θα άκουγαν κι οι περίοικοι του «ΤΙΤΑΝΙΑ» σε ακτίνα δυο χιλιομέτρων έλεγε: «Προσοχή προσοχή μη χάσετε την άλλη εβδομάδα το αριστούργημα του Ιταλικού σινεμά “Πόθοι στους βάλτους” με την εκρηκτική Συλβάνα Μαγκάνο και τον αξεπέραστο Αμεντέο Νατσάρι. Επίσης από αύριο και για δυο ημέρες το γαλλικό αριστούργημα “Το μεροκάματο του τρόμου”, με τους Ύβ Μοντάν, Σαρλ Βανέλ, Φόλκο Λούλι και την Βέρα Κλουζό». Αυτό το τελευταίο έργο τότε με είχε συγκλονίσει, γι αυτό και θυμάμαι ακόμη όλους τους ηθοποιούς.
Στο ίδιο διάλειμμα περιφερόταν στους διαδρόμους ο πωλητής του αναψυκτηρίου με ένα ξύλινο ταβά κρεμασμένο στο λαιμό του, διαλαλώντας κι αυτός τα καλούδια του με δυνατή φωνή για να καλύψει τις φωνάρες του μεγαφώνου. Όπως θυμάμαι ο δυστυχής είχε πρόβλημα με την προφορά του σίγμα το οποίο πρόφερε ως «θήτα». Έλεγε λοιπόν: «Λεμονάδεθ, πορτοκαλάδεθ, θοκολάτεθ, θτραγάλια, φυθτίκια, μπιθκότα, καραμέλεθ, και ΚΩΚ!» Το τελευταίο το χαιρόταν ιδιαίτερα και το βροντοφώναζε γιατί δεν είχε θίγμα. Το δυστύχημα γι’ αυτόν ήταν ότι ονομαζόταν Θώτοθ ή Θπύροθ δεν θυμάμαι ακριβώς. Χάθηκε ο κόσμος να τον βαφτίσουν Κίμωνα ή Χερουβείμ;
Όταν σαν φοιτητής βρισκόμουν στην Φλωρεντία, στους κινηματογράφους και κατά την ώρα του διαλείμματος τοποθετούσαν επάνω σε τρέιλερ μπροστά από την οθόνη μια μεγάλου μεγέθους συσκευή τηλεόρασης, που τότε δεν είχαμε την τύχη να βλέπουμε στην Ελλάδα αφού ήρθε μετά το 1969. Έτσι λοιπόν οι Ιταλοί μπορούσαν να παρακολουθήσουν την έκβαση κάποιου ματς που τους ενδιέφερε ή τη συνέχεια μιας τηλεοπτικής ταινίας όπως και το δελτίο ειδήσεων της «RAI». Μέσα στις αίθουσες των σινεμά όλοι σχεδόν οι θεατές κάπνιζαν αφού σε κάθε κάθισμα υπήρχε ένα ενσωματωμένο σταχτοδοχείο. Το αποτέλεσμα ήταν να βλέπεις το έργο μέσα σε ένα σύννεφο καπνών που σου έκοβε και την ανάσα. Μαζί μ’ αυτούς κάπνιζα κι εγώ –τρομάρα μου– τα πολύ βαριά Ιταλικά τσιγάρα «ESPORTAZIONE» που στη Ελλάδα τα ανάλογα με αυτά συνήθιζαν να τα λένε «της κούτας» ή «στούκας» και τα πουλούσαν συνήθως χύμα. Αυτά προς ενημέρωση κυρίως των νέων. Άλλοι καιροί, άλλοι τόποι, κι άλλες συνήθειες.
Ας πάμε πάλι στον κινηματογράφο «ΤΙΤΑΝΙΑ». Όταν κάποιες φορές στη μέση της παράστασης άρχιζε να βρέχει, πολλοί αποχωρούσαν αναθεματίζοντας τον κακό κι απρόβλεπτο καιρό, άλλοι όμως πιο θαρραλέοι έμεναν στη θέση τους, παρά τη δυνατή πλέον βροχή, μιας κι η παράσταση συνεχιζόταν, σηκώνοντας μια καρέκλα σαν ομπρέλα πάνω από τα κεφάλια τους μετατρέποντας το θέαμα σε θέατρο του παραλόγου. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς απ’ τη ζωή κι όσα διαδραματίζονταν στην καθημερινότητα των κατοίκων αυτής της ωραίας πόλης του Μαρουσιού. Ο κινηματογράφος «ΤΙΤΑΝΙΑ», ένα απλό σημείο αναφοράς, υπήρξε για όσα χρόνια λειτουργούσε ένας πόλος έλξης για τους κατοίκους της πόλης όλων των ηλικιών, γιατί εκείνη την εποχή που περιγράφω μέσα στους τέσσερεις ασπρισμένους τοίχους μπορούσαν να αγοράσουν και να απολαύσουν λίγη διασκέδαση, ξεφεύγοντας, έστω και για ένα δίωρο από τη βαρετή καθημερινή ρουτίνα του άχαρου πολλές φορές βίου τους.
Πολύ αργότερα εγκαινιάστηκαν δύο ακόμη, κινηματοθέατρα πλέον, γιατί εκτός από την οθόνη είχαν και θεατρική σκηνή. Πρώτα το θερινό «ΡΕΞ» στη μέση σχεδόν της οδού Ράλλη όπου σ’ αυτό και κατά τη διάρκεια της κατοχής όπως θυμάμαι εκτός από κινηματογραφικά έργα δίνονταν για λίγες όμως ημέρες και θεατρικές παραστάσεις, κυρίως βαριετέ και επιθεωρήσεις, πολλές φορές με θιασάρχη και σκηνοθέτη τον ποιητή Ορέστη Λάσκο, που τις παρακολουθούσαν ακόμη και Γερμανοί στρατιώτες. Μετά την κατοχή λειτούργησε το κλειστό πλέον κινηματοθέατρο «ΔΙΑΝΑ» στην οδό Περικλέους λίγο πιο πάνω από το «ΤΙΤΑΝΙΑ».
Γιώργος Γεωργιάδης 2025