Η κυρά Ελπίδα, μια μοναχική αγρότισσα του Μαρουσιού, γράφει ο Μαρουσιώτης γλύπτης Γιώργος Γεωργιάδης

0

Συνέχεια από το προηγούμενο

Σε ένα στενό αγροτικό δρομάκι κολλητά με τον ελαιώνα και τα κτήματα με τις στέρνες του Μπαστιλιάρη και του Κουσουρή κατοικούσε μία ηλικιωμένη αγρότισσα σ’ ένα  πλινθόκτιστο σπιτάκι με κεραμίδια που είχε δύο χώρους, ο πρώτος με ένα μαυρισμένο από την κάπνα τζάκι στην άκρη, με χωμάτινο δάπεδο στρωμένο με κουρελούδες. Τα λιτά έπιπλα εκεί ήσαν μερικά ράφια, ένα ερμάριο και χαμηλά σκαμνάκια γύρω από ένα εξίσου χαμηλό ξύλινο μικρό τραπέζι. Ο άλλος χώρος, πιο μικρός όπως θυμάμαι, ήταν το υπνοδωμάτιό της. Αυτή τη γυναίκα την έλεγαν Ελπίδα κι εγώ την ήξερα σαν «κυρά Ελπίδα» που ήταν φίλη της μητέρας μου και το επώνυμό της δεν το έμαθα ποτέ. Ήταν ανύπαντρη και άτομο, όπως σκέπτομαι τώρα, μοναχικό ανεξάρτητο και με το ιδιαίτερο γνώρισμά της εκείνη τη μαύρη εποχή που ήταν η αυτάρκειά της, έχοντας τα πάντα για την επιβίωσή της γατί είχε στην κατοχή της μερικά στρέμματα γης, από πατρική κληρονομιά, όπως έλεγε, όχι πολλά τόσα όμως που να της εξασφαλίζουν καλλιεργώντας τα μόνη της, το λάδι, τις ελιές, τις πατάτες, τα άγρια χόρτα, τα λαχανικά, τα φρούτα, το αλεύρι και την ξυλεία για να μαγειρέψει και να ζεσταθεί. Δεν της έλειπε και το κρασάκι και καμιά ρέγκα που έπαιρνε από το μπακαλικάκι του κυρ Θανάση στη μέση της οδού Διονύσου πληρώνοντάς τον με μερικά αυγά από τις κοτούλες της. Αυτή προφανώς ήταν και η μοναδική της συναλλαγή. Για ψυγείο, αν χρειαζόταν να κρατήσει φαγητό για την άλλη μέρα, είχε έξω από το σπίτι και κάτω από την κληματαριά ένα φανάρι με σίτα που είχε δύο ράφια και πορτάκι. Πολλές φορές χρησιμοποιούσε το πηγάδι κατεβάζοντας χωρίς να ακουμπούν στο νερό διάφορα τρόφιμα για να διατηρηθούν δροσερά. Εκεί έξω από την πόρτα της είχε και  το «ραδιόφωνό» της, μια λαλίστατη καρδερίνα που όλη την ημέρα κελαηδούσε ασταμάτητα. Στον μοναδικό κινηματογράφο του Μαρουσιού την «Τιτάνια» στον σταθμό που όπως θυμάμαι τον διηύθυνε η κυρία Φούλη θεία του φίλου μου Κάτη είχε πάει μία φορά όπως μας έλεγε στα νιάτα της για να δει ένα ελληνικό έργο. Από συγγενείς μας έλεγε πως είχε κάποια μακρινά ξαδέλφια που σπάνια βλεπόντουσαν. Ήταν θρησκόληπτη και θεοσεβούμενη με μια ίσως βαθύτερη έννοια λαϊκής φιλοσοφίας, χωρίς όμως να την έχει κατανοήσει η ίδια. Πριν ξεκινήσει το ξημέρωμα για το χωράφι της, όπως μας έλεγε, έπινε ένα φασκόμηλο κι έτρωγε ένα παξιμάδι με τυρί κι ελιές. Μαζί της έπαιρνε το λιτό της μεσημεριανό φαγητό  που το’ χε ετοιμάσει από την προηγουμένη. Είχα καταλάβει πως αγαπούσε τα ζωντανά και μου έκανε εντύπωση που τα καλούσε χωρίς ιδιαίτερο όνομα  για το καθένα τους «σκύλε», «γάιδαρε», «κόκορα», «κότες», «κατσίκα», «καρδερίνα». Γάτα δεν  ήθελε να έχει γιατί, όπως έλεγε, τις γάτες δεν τις συμπαθούσε  επειδή τα ήθελαν όλα δικά τους και δεν άφηναν ήσυχα τα ποντικάκια και τα μικρά κοτόπουλα.

Το φτωχικό της αγροτόσπιτο απείχε από το δικό μας γύρω στα διακόσια μέτρα. Με τη μητέρα μου δύο τρία απογεύματα την εβδομάδα την επισκεπτόμαστε. Δεν θέλαμε και πολύ χρόνο για να φτάσουμε εκεί περπατώντας στον χωματόδρομο του τέρματος της οδού Διονύσου, λέω τέρματος γιατί μετά υπήρχαν τα χωράφια με τα λιόδεντρα. Έξω από την πόρτα της υπήρχε ένας ξύλινος πάγκος που καθόμαστε τις πιο πολλές φορές περιμένοντάς την να γυρίσει από το χωράφι της. Προπομπός ήταν ο «Σκύλος» της κι από πίσω ακολουθούσε η ίδια πάνω στον «Γάιδαρό» της φορτωμένο με μερικά ξύλα και φυλλώματα από τις ελιές της για το τζάκι της. Μας καλωσόριζε πάντα με χαμόγελο ανοίγοντας την ξυλόπορτά της που έτριζε μ’ ένα πελώριο κλειδί που είχε κρεμασμένο στη ζώνη της, και την ακολουθούσαμε βοηθώντας την να μεταφέρει την πραμάτεια της. Οι κινήσεις της, όπως την θυμάμαι, ήταν γρήγορες και αφού άναβε πρώτα το λυχνάρι της, γιατί άρχιζε ήδη να σκοτεινιάζει, έβαζε φωτιά στο καπνισμένο όπως έχω πει τζάκι της και άρχιζε το τρίξιμο από τα φυλλώματα της ελιάς που καιγόντουσαν με μεγάλες φλόγες και δημιουργούσαν με την ζεστασιά τους μία αίσθηση θαλπωρής. Μετά τοποθετούσε δίπλα στο τζάκι ένα κοφίνι που μέσα του έβαζε τα νεογέννητα κατσικάκια για να ζεσταίνονται. Έβαζε πάνω στην τρίποδη πυροστιά ένα κατάμαυρο από την καπνιά τσουκάλι με νερό κι αλάτι και έριχνε μέσα τις βρούβες και τα ραδίκια και κάποιες φορές μερικές λαχανίδες, όλα καθαρισμένα και πλυμένα ήδη από το χωράφι της. Στη χόβολη της φωτιάς κάτω από την πυροστιά έβαζε πατάτες για να ψηθούν κι αυτές. Από ένα ταγάρι που είχε πάντα κρεμασμένο πίσω απ’ την πόρτα της έβγαζε ένα μεγάλο ζυμωτό καρβέλι που είχε ψήσει στον ξυλόφουρνό της στην αυλή της. Τέτοια φουρνάκια είχαν πολλά σπίτια τότε, στρογγυλά και φτιαγμένα με μικρά τουβλάκια ή σπασμένα κεραμίδια, άφθονα στο Μαρούσι, χτισμένα τεχνικά με λάσπη από χώμα. Κρατώντας λοιπόν το καρβέλι με το ένα της χέρι στον κόρφο της έκοβε με το άλλο κι ένα μαχαίρι μακρόστενες φέτες μυρωδάτο ψωμί που τις φρυγάνιζε στα κάρβουνα. Ανάμεσα στην κουβέντα που έπιανε αυτή και η μητέρα μου μας έβαζε σ’ ένα πήλινο πιάτο λίγα αχνιστά χόρτα με λάδι και λεμόνι από τη λεμονιά της, καμιά ψητή πατάτα και τσακιστές ελιές, κάποιες φορές θυμάμαι και λίγο νόστιμο τυρί που έφτιαχνε μόνη της από το γάλα της «Κατσίκας». Θυμάμαι με νοσταλγία και το χάδι της με αγάπη στο κεφάλι μου. Ίσως κι αυτή να ήθελε να έχει δικό της παιδί που η ζωή δεν της το έδωσε. Εγώ συχνά έβαζα το χέρι μου στο κοφίνι και χάιδευα τα κατσικάκια που θυμάμαι πως ήταν ζεστά και με απαλό τρίχωμα. Ο «Σκύλος» καθόταν δίπλα μας κουλουριασμένος πάνω στην κουρελού κι αυτός κοντά στο αναμμένο τζάκι, και η κουβέντα δεν είχε τέλος, για τα παλιά, τις αναμνήσεις, για τις ιδιαίτερες ζωές αυτών των δύο γυναικών. Η κυρά Ελπίδα γεννημένη και μεγαλωμένη μέσα σε μία φτωχή αγροτική οικογένεια και η άλλη η μητέρα μου η Ελευθερία, άλλο αισιόδοξο όνομα, που την λέγαμε κυρά Λίτσα,  σε μία πλούσια πειραιώτικη και πολυμελή οικογένεια, αφού ο πατέρας της και παππούς μου Παναγιώτης Βασιλάκος, που δεν είχα την τύχη να γνωρίσω μια και πέθανε σχετικά νέος, ήταν ιδιοκτήτης του πρώτου πυριτιδοποιείου της Ελλάδας εγκαταστημένου σε όλη την έκταση της παλαιάς Κοκκινιάς, της σημερινής Νίκαιας, και η οποία του ανήκε εξ ολοκλήρου. Η μητέρα μου είχε άλλα δώδεκα αδέλφια, να φανταστεί κανείς πως το πιο μικρό, τον θείο μου Γιώργο τον θήλαζε η αδελφή του η Μαρίκα που ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας Βασιλάκου, με τον γιο της Κώστα Ρεπετσά, δικηγόρο αργότερα και νονό μου. Αυτό που σκεπτόμουν και αναρωτιόμουν πολύ αργότερα σαν μαθητής πλέον του γυμνασίου ήταν το πώς η μητέρα μου Ελευθερία και η κυρά Ελπίδα, δύο γυναίκες με εκ διαμέτρου διαφορετικούς χαρακτήρες και βιώματα η κάθε μία τους, επικοινωνούσαν και ταίριαζαν. Η Ελπίδα γυναίκα ψημένη στη βιοπάλη ανεξάρτητη δραστήρια και αποτελεσματική με ό,τι καταπιανόταν και αποφάσιζε να κάνει, και η μητέρα μου που ήταν αργή στις αποφάσεις της μέχρι να ενεργήσει, εξαρτημένη από τον πατέρα μου για κάθε της δραστηριότητα. Φαίνεται ότι τα κενά της μιας τα συμπλήρωνε η άλλη κι έτσι υπήρχε μια ισορροπία στη σχέση τους και στις συζητήσεις που έκαναν. Η Ελπίδα αγαπούσε τα ζώα, όταν επρόκειτο να σφάξει ένα κατσικάκι ή μία κότα το έκανε χωρίς αναστολές και τύψεις. Ενώ η μητέρα μου δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί κάτι ανάλογο για την ίδια. Ο πατέρας μου για να σκληρύνει τον χαρακτήρα μου με άφηνε να σφάζω εγώ κάποια κότα για να την μαγειρέψουμε μ΄ όλο που τα ζώα τα αγαπούσα ιδιαίτερα. Ίσως αυτές οι δύο γυναίκες να είχαν τυχαία ανακαλύψει ένα κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους που σταδιακά και μέσα στον χρόνο είχε εξελιχθεί σε μία ισχυρή φιλία. Αλλά καιρός είναι να επανέλθω στη κυρά Ελπίδα η οποία μου έχει αφήσει τις πιο ζεστές και ανεξίτηλες αναμνήσεις με την απλότητα και την καλοσύνη της που την έκαναν ξεχωριστή, χαρακτηριστικά που φτάνουν στα όρια της υπερβολής μαζί με την αγάπη της για τα ζώα εν γένει με τα οποία μιλούσε σαν να απευθύνεται σε ανθρώπους. Δεν ξεχνώ ένα περιστατικό, γιατί με είχε εντυπωσιάσει αφάνταστα σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία που όλα καταγράφονται, πως κάποια στιγμή προσπαθώντας να βγάλει το ψωμί από το ταγάρι που είχε κρεμασμένο από ένα καρφί στον τοίχο πίσω από την ξύλινη πόρτα της εισόδου πετάχτηκε ένας αρκετά μεγάλος ποντικός που χώθηκε μέσα στον κόρφο της. Αυτή, τρομαγμένη προφανώς από το αναπάντεχο πλιάτσικο, έβαλε το χέρι της πιάνοντας από την ουρά τον εισβολέα και κρατώντας τον μπροστά της τον μάλωσε λέγοντάς του πως ήταν πολύ «μπαμπέσης», μια λέξη κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, που συχνά έλεγε όταν ήθελε να μαλώσει κάποιο από τα ζώα της. Συνέχιζε δε απευθυνόμενη στον κυρ πόντικα ενόσω τον κρατούσε κρεμασμένο από την ουρά λέγοντάς του πως η σκανταλιά που έκανε ήταν πολύ μεγάλη «αφού σου έριχνα πάντα ψωμάκι έξω από το σπίτι για να μην πεινάς». Μετά άνοιξε την πόρτα και τον έβγαλε έξω αφήνοντάς τον απαλά στο χώμα. Μετά πήρε το καρβέλι και φωνάζοντας «Γάιδαρε και Σκύλε έχετε τα τυχερά σας από τον φίλο σας τον Ποντικό». Ευτυχώς είχε προβλέψει να έχει παξιμάδια που τα έφτιαχνε όταν το ψωμί είχε πολυκαιρίσει για ώρα ανάγκης. Αυτά τα παξιμάδια θυμάμαι πως άμα τα μούσκευες και έβαζες επάνω λίγο λάδι, αλάτι και ρίγανη ήταν πάρα πολύ νόστιμα μαζί με λίγες θρούμπες ελιές ή μου φαίνονταν έτσι λόγω της πείνας που με κυρίευε από τα νερόβραστα ξερά κουκιά που τα τρώγαμε λέγοντας πως σήμερα φάγαμε κουκιά με κρέας επειδή είχαν πολλά σκουλήκια μέσα. Ίσως όλα αυτά να φαίνονται υπερβολικά σήμερα, ιδίως σε νέους ανθρώπους που δεν έχουν ευτυχώς ανάλογα βιώματα. Με την κουβέντα λοιπόν της κυρά Ελπίδας με την μητέρα μου Ελευθερία, τι αισιόδοξα ονόματα και των δύο, η ώρα είχε προχωρήσει κι εγώ κοντά στη θαλπωρή της φωτιάς που η κυρά Ελπίδα την τροφοδοτούσε με φύλλα και ξύλα ελιάς που είχε στοιβαγμένα δίπλα στο τζάκι, είχα γλυκονυστάξει. Άλλωστε μετά τις εννέα το βράδυ είχε απαγορευτεί η κυκλοφορία κατόπιν διαταγής της Κομαντατούρ. Να μία λέξη ακόμα με την οποία είχε πλουτιστεί το λεξιλόγιό μας. Κομαντατούρ δηλαδή διοίκηση, κατ’ ανάγκην έπρεπε να ξέρουμε πως «μπροτ» ήταν το ψωμί, «βάσερ» το νερό, «γκουντ» καλά, «νάιν» όχι, «γκελντ» χρήματα, «φερμπότεν» απαγορεύεται, «φροϊλάιν» δεσποινίς, «μπίτε» παρακαλώ, «μόργκεν» μέρα, «ντάνκε» ευχαριστώ, «ναχτ» νύχτα, «στούκας» μικρά επιθετικά αεροπλάνα κατακόρυφης εφόρμησης όπως λέγανε τότε, «σαΐζεν» σκατά, και άλλες μη δόκιμες λέξεις που δεν γράφονται. Μ’ όλη την ηλικία μου, γιατί η Κατοχή κράτησε από το 1940 ως το 1944, όλες αυτές τις λέξεις και πλήθος άλλες τις είχα μάθει απ’ έξω και ανακατωτά που λένε για καθημερινή χρήση. Έπρεπε όμως με βαριά καρδιά εγώ και η μητέρα μου να γυρίσουμε στο σπίτι που ήταν κρύο γιατί μέχρι να ζεσταθεί από την ξυλόσομπα που είχαμε χρειαζόταν πάνω από μία ώρα. Αυτή η αλλαγή δεν μου άρεσε καθόλου και θα προτιμούσα να κοιμηθώ μπροστά στο τζάκι της κυρά Ελπίδας παρέα με τον κουλουριασμένο σκύλο της και τα κατσικάκια στο κοφίνι.

Το αμέσως επόμενο διάστημα και για ένα χρόνο σχεδόν πάντα μέσα στην τετραετή γερμανική Κατοχή, αρρώστησα από γαστρεντερίτιδα, φυσικό επακόλουθο της κακής διατροφής αφού για να κορέσουμε την πείνα μας τρώγαμε ό,τι βρίσκαμε. Θυμάμαι ένα μεσημέρι που ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι τρίμματα κιτρινισμένου τυριού φέτα που είχαν σκουληκιάσει. Του είπαν να τ’ αφήσει στον ήλιο και τα σκουλήκια θα φύγουν. Και ω του θαύματος πράγματι είδαμε πως τα άσπρα σκουληκάκια εγκατέλειψαν το υποτιθέμενο τυρί που εμείς μετά το φάγαμε και μας φαινόταν και νόστιμο. Ακόμα τρώγαμε, όπως είπα και πριν, βραστά ξερά κουκιά που είχαν σκουληκιάσει. Ο πατέρας μου μία άλλη φορά έφερε σ’ ένα σακούλι που έμοιαζε με μαξιλαροθήκη, χαρούπια και τα κρέμασε ψηλά στον τοίχο κοντά στο ταβάνι ονομάζοντάς τα «μάνα εξ ουρανού» για την περίπτωση που δεν θα είχαμε τίποτ’ άλλο να φάμε. Όταν έφτασε, όχι και πολύ αργά, αυτή η περίπτωση και ανοίξαμε την σακούλα πετάχτηκε από μέσα ένα σμήνος από μικρές πεταλούδες. Την ίδια αυτή εποχή υπήρξε μία φήμη ότι κάποιο καράβι που μετέφερε ζάχαρη είχε βομβαρδιστεί και το φορτίο του καμένο το μοίραζαν στον κόσμο. Το περιστατικό αυτό συνέβη στην περιοχή που λεγόταν Χασάνι το σημερινό Ελληνικό. Ο πατέρας μου έτρεξε, ποιος ξέρει πώς, μέχρις εκεί και έφερε μερικά μεγάλα σαν κοτρόνια καρβουνιασμένη ζάχαρη που η μητέρα μου τα έβρασε και τα σούρωσε γιατί περιείχαν ξύλα, γυαλιά και καρφιά, βγάζοντας ένα πηχτό σκούρο ζουμί πικρόγλυκο που το βάζαμε στο τσάι αντί για ζάχαρη. Όλ’ αυτά δείχνουν μία διατροφή επικίνδυνη για την υγεία. Αυτή η αρρώστια με έφερε στα πρόθυρα του θανάτου και αναγκάστηκαν  όταν στάθηκα στα πόδια μου να μου αλλάξουν σχολείο και να πάω στο δημόσιο επειδή εκεί η σχολική ύλη ήταν όπως είπα πιο ελαφριά. Ουδέν κακόν όμως αμιγές καλού και τούτο γιατί με την αλλαγή αυτή γνώρισα πολλούς καινούργιους φίλους, όπως και εξαιρετικούς δασκάλους, και όταν μετά από δύο χρόνια μπήκα στο δημόσιο Γυμνάσιο, ιδιωτικό Γυμνάσιο στο Μαρούσι δεν υπήρχε, είχα συμμαθητές από το ιδιωτικό Δημοτικό του Φιλιππιάδη αλλά και από το δημόσιο Δημοτικό. Την γιατρειά μου την οφείλω στον αείμνηστο παιδίατρο και καθηγητή Γιώργο Μακκά που μου χορήγησε και πήρα δύο χάπια σουλφαμίδης που μόλις τότε τα είχε φέρει το φαρμακείο του Μπακάκου στην Αθήνα. Θυμάμαι πως ζήτησε και ήλθε πάλι στο Μαρούσι για να μου τα δώσει ο ίδιος με τα χέρια του. Φεύγοντας μου είπε: «Συνονόματε, θα γίνεις γρήγορα καλά, μη φοβάσαι». Όπως και έγινε, σε δύο ημέρες σηκώθηκα από το κρεβάτι και περπάτησα τρικλίζοντας στην αρχή. Η σκέψη μου στην κυρά Ελπίδα με βοήθησε όχι μόνο με το όνομά της αλλά με  την ευγένεια, την καλοσύνη και την απλοϊκή της σκέψη όπως την θεώρησα αργότερα. Η φιλοσοφία που αντιμετώπιζε τη ζωή και μου έδινε κουράγιο και αισιοδοξία. Η μητέρα μου φυσικά με στήριζε με την απέραντη και αδιαμφισβήτητη αγάπη και στοργή, όπως και η θεία μου Ελισάβετ, αδελφή του πατέρα μου που κι αυτή στεκόταν δίπλα μου σαν δεύτερη μητέρα, μια και δεν είχε αποκτήσει η ίδια παιδιά που τόσο λάτρευε. Ο  πατέρας μου ζούσε με την κρυφή του αγωνία. Αυτή υπήρξε η κυρά Ελπίδα που ποτέ δεν μάθαμε το επίθετό  της και δεν πάψαμε να την επισκεπτόμαστε και μετά την Κατοχή μόλο που είχαμε μεταφερθεί λίγο πιο μακριά για ένα διάστημα δύο χρόνων στην προέκταση της οδού Διονύσου δίπλα στο γυμναστήριο. Ο ρυθμός της ζωής αυτής της ιδιαίτερης γυναίκας όπως θυμάμαι δεν είχε αλλάξει με το πέρασμα του καιρού. Συνέχισε να ζει με τα ζώα της, το χωράφι της και τις πολλές αναμνήσεις από τη νιότη της. Όταν μεταφερθήκαμε το 1946 στην Μαγκουφάνα όπως λεγόταν μέχρι τότε η σημερινή Πεύκη, και στο πρώτο μας ιδιόκτητο σπίτι, οι επισκέψεις μας σ’ αυτήν λόγω της απόστασης έγιναν πλέον πιο αραιές. Μου έλλειπε να βλέπω το σκαμμένο και ρυτιδιασμένο πρόσωπό της όπως και τα ροζιάρικα μα δραστήρια χέρια της, αλλά κυρίως τα λαμπερά και καλοσυνάτα μάτια της, ακόμα και τη διάθεσή της να σου προσφέρει ό,τι μπορούσε για να σε ευχαριστήσει. Πολύ αργότερα μάθαμε πως η κυρά Ελπίδα η αγρότισσα έφυγε ήσυχα από τη ζωή κοντά στα αγαπημένα της ζώα αφού η ανάσα της έσβησε σαν τη μικρή φλόγα από το καντήλι που είχε πάντα αναμμένο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς. Είχε απολαύσει την ανεξαρτησία της και τα αγαθά που της πρόσφερε το φυσικό της περιβάλλον, τη συντροφιά των ζώων της, των πολύ στενών αλλά λίγων φίλων της αφήνοντας με το χαμό της ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

Κυρά Ελπίδα, θα είσαι πάντα στην καρδιά μου και στη σκέψη μου όσο ζω κι εγώ.

«Η αγάπη και η φιλία ζουν και πέραν του τάφου και θάλλουν», όπως έγραψε ένας ποιητής μας.

 

Γιώργος Γεωργιάδης

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας