Η πολυμερής σύνοδος κορυφής στο Σαρμ ελ-Σέιχ, υπό την προεδρία και την προσωπική πρωτοβουλία του Ντόναλντ Τραμπ, δεν ήταν απλώς μια ακόμη ειρηνευτική συνάντηση. Ήταν δείγμα μιας συστηματικής προσπάθειας να μετατραπεί η αμερικανική επιρροή σε προσωποκεντρικό δίκτυο δεσμεύσεων.
Το αποτέλεσμα, η “Trump Declaration for Enduring Peace and Prosperity”, συνδυάζει ρητές δεσμεύσεις για εκεχειρία και ανοικοδόμηση της Γάζας, με το σαφές αποτύπωμα και το branding της προσωπικής ηγεσίας του Τραμπ (και με το όνομα του φαρδύ πλατύ στην ονομασία της).
- H ΗΓΕΜΟΝΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΚΑΙ Η “PERSONALIZED NETWORK DIPLOMACY”
Πίσω από τις άκομψες (τουλάχιστον) προσωπικές αναφορές για τον μεγαλειώδη ρόλο του και τα σιβυλλικά λόγια του προς τους ηγέτες των χωρών που συμμετείχαν, η Σύνοδος σηματοδοτεί τη γέννηση ενός μοντέλου αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, όπου η ειρήνη δεν οικοδομείται μέσα από θεσμούς, αλλά μέσα από δίκτυα εξάρτησης και επιρροής.
ΣΗΜ: Η συμπεριφορά του ήταν υποτιμητική και προσβλητική κάποιες στιγμές προς τους ηγέτες που παρατάχθηκαν σαν κομπάρσοι πίσω του, αδημονώντας για μία χειραψία, για ένα χαμόγελο είτε μία «ξεχωριστή» ένδειξη συμπάθειας.
Η Σύνοδος αυτή, οι ομιλίες, η συμπεριφορά του ίδιου του Τραμπ και το περιεχόμενό τους, επιβεβαιώνουν τις κεντρικές παραδοχές μίας “προσωποπαγούς διπλωματίας δικτύου” (personalized network diplomacy). Ο Τραμπ οργανώνει ένα δίκτυο «hub-and-spokes», όπου ο ίδιος είναι ο “hub” που συγκεντρώνει “spokes” — χώρες, περιφερειακούς παράγοντες και οικονομικούς παίκτες — σε ένα πλαίσιο προσωπικών σχέσεων και δεσμεύσεων.
Η έμφαση δεν δίνεται σε πολυμερή θεσμικά όργανα (τα οποία τα απαξιώνει για να τα αποδυναμώσει), αλλά στην προσωπική δέσμευση των ηγετών και στην απειλή ύπαρξης κόστους για μονομερείς αποκλίσεις. Η φιλοσοφία αυτής της προσωποπαγούς διπλωματίας δικτύου (personalized network diplomacy) δεν αποκλείει τη χρήση ή την υπόμνηση της δυνατότητας επιβολής σκληρής ισχύος. Στην ομιλία του στην Κνεσέτ αλλά και στην Σύνοδο, έγινε πολλές φορές αναφορά από αυτόν, σε τουλάχιστον τρεις τρόπους με τους οποίους η διπλωματία αυτή συνοδεύθηκε από μορφές εκφοβισμού ή «πίεσης» ώστε να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση:
(1) Με Πολιτική πίεση (maximum pressure), η οποία ενασκήθηκε στους εμπλεκόμενους και στους εταίρους, για να συμφωνήσουν για την εκεχειρία και να δεσμευθούν στο σχέδιο εκεχειρίας και αποκατάστασης.
(2) Με Διπλωματικές πιέσεις, εκβιασμούς και ανταποδόσεις, συνδέοντας οικονομικά κίνητρα, πολιτικές ανταμοιβές ή αποκλεισμούς, δημιουργώντας ένα ήπιο μεν αλλά αποτελεσματικό εκβιαστικό πλαίσιο.
(3) Με υπόμνηση/επισήμανση της στρατιωτικής υπεροχής των ΗΠΑ, ως δυνητικό στοιχείο επιβολής και τιμωρίας (όχι απαραίτητα ως πρώτη επιλογή, αλλά ως ικανό μέσο εκφοβισμού) που αύξησε την πίεση για αποδοχή των όρων του.
- ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ
Η Συμφωνία του Σαρμ ελ-Σέιχ δεν είναι μια τυπική διεθνής συνθήκη. Δεν περιλαμβάνει όρια, στρατιωτικούς όρους ή λεπτομερείς μηχανισμούς εποπτείας. Είναι, περισσότερο, ένα μανιφέστο προθέσεων για την ειρήνη στην περιοχή, με ρητορικές κορώνες, πολιτικά ευέλικτο και θεσμικά ασαφές. Η γλώσσα του κειμένου έχει ως σκοπό να γίνει ευρύτερα αποδεκτό, προβάλλοντας έννοιες ήπιας ισχύος (π.χ. αξιοπρέπεια, ανεκτικότητα, ευκαιρίες, ευημερία κλπ), αποφεύγοντας τις προκλήσεις που θα δημιουργούσαν αντιθέσεις. Η ουσία του όμως βρίσκεται κυρίως στην προσωποπαγή δικτύωση ισχύος.
Ο Τραμπ προβάλλεται μεν ως πρόεδρος ενός πανίσχυρου κράτους, αλλά πρωτευόντως, ως προσωπικός εγγυητής της ειρήνης, ως κεντρική, λαμπερή και με μοναδικές ικανότητες και αποφασιστικότητα προσωπικότητα (“hub”) ενός δικτύου, που μπορεί να συνδέει άμεσα Αίγυπτο, Τουρκία, Κατάρ αλλά και όλες τις υπόλοιπες χώρες που συμμετείχαν στην Σύνοδο (“spokes”). Μία νέα μορφή “Hub and Spokes diplomacy” με τις χώρες και τους ηγέτες, εκτός όμως κάθε διεθνούς θεσμικού πλαισίου (νέα μορφή έναντι της παραδοσιακής του προηγούμενου αιώνα, γιατί αποδυναμώνει διεθνείς οργανισμούς και συλλογικότητες).
Η έκφραση “Ειρήνη μέσω ευημερίας” προωθεί την εξής απλή ιδέα: Εάν οι Παλαιστίνιοι και οι Ισραηλινοί έχουν κοινά οικονομικά συμφέροντα, τότε το κίνητρο για νέα βία θα μειωθεί. Η λογική αυτή δεν είναι καινούργια. Οι “Συμφωνίες του Αβραάμ” του 2020, βασίσθηκαν σε αυτήν την λογική. Η οικονομία προηγήθηκε της πολιτικής. Άλλωστε στην ομιλία του στην Κνεσέτ αναφέρθηκε εκτεταμένα στις συμφωνίες του Αβραάμ και είναι προφανές ότι θα κινηθεί πάλι σε αυτήν την βάση.
Επιδιώκει ώστε ο βασικός πυλώνας της επιτυχίας της συμφωνίας να είναι η ίδρυση ενός Ταμείου Ανασυγκρότησης της Γάζας. Επίσης είναι προφανές ότι θέλει να δεσμεύσει αυτούς που συμμετείχαν στην Σύνοδο να πληρώσουν το τίμημα αυτό. Οι ΗΠΑ αν και θα συμμετέχουν, δεν θα είναι ο βασικός χρηματοδότης, αλλά ο ρυθμιστής της ροής των πόρων. Αυτή η προσέγγιση εδραιώνει την αμερικανική επιρροή χωρίς άμεσο κόστος.
- ΕΙΡΗΝΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Παρά την ήπια ρητορική, η συμφωνία δεν κρύβει τη σκιώδη πλευρά της. Η λογική είναι ξεκάθαρη: όσο περισσότεροι εμπλέκονται, (ακόμη χειρότερα υπό το καθεστώς φόβου και σε προσωπικό επίπεδο), τόσο πιο ακριβό γίνεται να αποχωρήσουν. Είναι μια διπλωματία που δεν επιβάλλει ειρήνη με τη βία, αλλά παγιδεύει τη βία μέσα σε πλέγμα προσωπικών σχέσεων και συμφερόντων. Πίσω από το όραμα της συνεργασίας υπάρχει ένα σαφές υπόβαθρο απειλής μέσω προβολής σκληρής ισχύος για αποτροπή (όσων θα ήθελαν να διαφοροποιηθούν). Στην ουσία αποτελεί τη σιωπηρή εγγύηση της συμφωνίας, όπου η ειρήνη βασίζεται περισσότερο στην αποτροπή (τιμωρητική) παρά στην εμπιστοσύνη.
Η ειρήνη θα διατηρηθεί, όχι μόνο επειδή όλοι την επιθυμούν, αλλά και επειδή όλοι φοβούνται να τη χάσουν.
- ΟΙ ΑΔΥΝΑΜΙΕΣ ΤΟΥ
Παρά την διπλωματική λάμψη που επιδιώχθηκε στο «μανιφέστο», το κείμενο έχει εμφανείς αδυναμίες, αφού στην Σύνοδο δεν μετείχαν κυρίως δρώντες (Ισραήλ, Χαμάς αλλά και το Ιράν). Επίσης αναφέρεται αόριστα στην συμφωνία που υπάρχει στο τραπέζι, χωρίς καμία αναφορά στον μελλοντικό διοικητικό μηχανισμό διακυβέρνησης της Γάζας ούτε και για μια Παλαιστίνη ολόκληρη. Γιατί εάν δεν αντιμετωπισθεί το Παλαιστινιακό στο σύνολό του, τότε όχι μόνο η ανασυγκρότηση θα είναι δύσκολη αλλά και η ειρήνη δεν θα είναι βιώσιμη. Ούτε αναφέρθηκε σε κάποια δέσμευση από το Ισραήλ, πέρα από τη συμμετοχή τρίτων, ούτε σε κάποια διεθνή θεσμική αρχή εποπτείας (π.χ. ΟΗΕ, ή κάποιο άλλο μηχανισμό διοίκησης και εποπτείας).
Αυτή η ασάφεια καθιστά τη δήλωση πολιτικά βολική αλλά επιχειρησιακά εύθραυστη. Γιατί αν η εφαρμογή της συμφωνίας βασίζεται αποκλειστικά στην προσωπική επιρροή του Τραμπ, τότε η ειρήνη εξαρτάται από έναν άνθρωπο (με τις προφανείς αδυναμίες) και όχι από ένα συμπαγές και σταθερό σύστημα.
Η “ειρήνη του Τραμπ” συνεπώς είναι μεν μια τολμηρή αρχή, αλλά όχι ακόμη λύση. Προσφέρει ανακούφιση, όχι όμως οριστική διευθέτηση του Παλαιστινιακού. Ενισχύει την αμερικανική ηγεσία, αλλά αφήνει την παλαιστινιακή πολιτική εκπροσώπηση στο περιθώριο.
Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι αν η συμφωνία θα μετατραπεί σε πραγματική διαδικασία ειρήνης, ή θα παραμείνει ένα προσωποπαγές project, που μπορεί να καταρρεύσει μόλις αλλάξουν οι ηγεσίες είτε οι πολιτικοί παράγοντες που το επηρεάζουν. Αν πετύχει, μπορεί να αποτελέσει πρότυπο ειρήνης τύπου “network diplomacy” και να ενισχύσει, επαναπροσδιορίζοντας, τον τρόπο ενάσκησης της αμερικανικής διπλωματίας (και προβολής ισχύος) για πολλά χρόνια. Το τελικό στάδιο μίας επιτυχημένης εφαρμογής θα είναι η ειρήνευση στην Ουκρανία. Αν αποτύχει, θα μείνει στην ιστορία ως ένα ακόμη παράδειγμα, ότι ” η ειρήνη χωρίς εμπιστοσύνη είναι απλώς μια “ανακωχή με υπογραφές”.
- ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ “ΔΗΛΩΣΗ ΤΡΑΜΠ”
Οι ομιλίες Τραμπ στην Κνεσέτ και στο Σαρμ ελ-Σέιχ, καθώς και το μανιφέστο που υπογράφτηκε ως «Trump Declaration» αποτελούν την πιο καθαρή υλοποίηση της αντίληψης του Τραμπ, ότι η αμερικανική εξωτερική πολιτική και διπλωματία ενασκείται μέσω ενός προσωποκεντρικού δίκτυο δεσμεύσεων (personalized network diplomacy), όπου οι διεθνείς θεσμοί δεν είναι αναγκαίοι και όπου ο ίδιος λειτουργεί ως “hub” και οι άλλοι ηγέτες ως “spokes”.
Το μοντέλο αυτό ενισχύεται από τις προσωπικές αναφορές, τις έρπουσες απειλές, την αοριστία και ασάφεια των λόγων του και την ικανότητα του να συνδέει οικονομικά και πολιτικά κίνητρα με μηχανισμούς κόστους αποχώρησης — και, εάν χρειαστεί, να στηρίζεται στην πραγματική στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ ως στοιχείο εγγύησης μέσω εκφοβισμού.