Σε ηλικία 83 ετών έφυγε από τη ζωή ο τέως Βασιλιάς Κωνσταντίνος, το βράδυ της Τρίτης 10 Ιανουαρίου, κλείνοντας ένα μεγάλο κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Το τελευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε ΜΕΘ ιδιωτικού θεραπευτηρίου της Αθήνας σε κρίσιμη κατάσταση με αναπνευστική ανεπάρκεια. Μετά την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του σύσσωμη η οικογένειά του είχε καταφθάσει στην Ελλάδα για να βρίσκεται στο πλευρό του. Κοντά του βρίσκονταν η σύζυγός του Άννα Μαρία, τα παιδιά του που ήρθαν από το εξωτερικό, αλλά και οι αδελφές του Σοφία και Ειρήνη που ήρθαν από την Ισπανία.
Ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ είχε γεννηθεί στις 2 Ιουνίου του 1940 στην Αθήνα. Ήταν γιος του βασιλιά Παύλου Α’, του οίκου των Γλύξμπουργκ και της βασίλισσας Φρειδερίκης – Λουίζας του Αννοβέρου. Στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 24 ετών διαδεχόμενος τον πατέρα του, Παύλο Α΄ μετά τον θάνατό του ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας.
Ο Κωνσταντίνος φοίτησε στο δημοτικό σχολείο που λειτούργησε μέσα στα ανάκτορα Ψυχικού ενώ έκανε τις γυμνασιακές του σπουδές στο εθνικό εκπαιδευτήριο Αναβρύτων και συνέχισε στη Σχολή Ευελπίδων. Στις 28 Ιουνίου του 1958 ανακηρύχτηκε αξιωματικός και στα τρία όπλα. Ασχολήθηκε ενεργά με τον προσκοπισμό και το 1959 ανακηρύχτηκε αρχιπρόσκοπος. Το 1960 αναδείχτηκε χρυσός ολυμπιονίκης στη Ρώμη, στο αγώνισμα της ιστιοπλοΐας.
Στις 6 Μαρτίου 1964 την επομένη του θανάτου του πατέρα του, ανακηρύχτηκε βασιλιάς σε ηλικία 24 ετών. Στις 18 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Άννα Μαρία της Δανίας, τριτότοκη κόρη του βασιλιά της Δανίας Φρειδερίκου Θ’. Από το γάμο του απέκτησε πέντε παιδιά: την Αλεξία, τον Παύλο, τον Νικόλαο, τη Θεοδώρα και τον Φίλιππο.
Σύντομα, όμως, η βασιλεία του Κωνσταντίνου κλυδωνίζεται από βαθύτατες πολιτικές κρίσεις. Έναν χρόνο περίπου μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, άνοιξη – καλοκαίρι του 1965 ξεσπά έντονη πολιτική κρίση που έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη ως τα «Ιουλιανά». Στις 15 Ιουλίου του 1965 ο Κωνσταντίνος προκάλεσε την πτώση της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου όταν συγκρούστηκε με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, με αποτέλεσμα την παραίτηση του τελευταίου, και διόρισε τις κυβερνήσεις Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα και Ηλία Τσιριμώκου, οι οποίες δεν συγκέντρωσαν ψήφο εμπιστοσύνης, ανοίγοντας ένα μακρύ κύκλο πολιτικής κρίσης και αστάθειας με συνεχή εναλλαγή κυβερνήσεων.
Τα γεγονότα προκάλεσαν την έντονη αντίδραση των πολιτών που διαδήλωναν καθημερινά στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις. Οι φήμες για την επιβολή δικτατορίας αυξάνονταν και συζητούνταν ευρέως ακόμη και εντός του Κοινοβουλίου. Τελικά τη νύχτα της 20ης προς 21η Απριλίου 1967 εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Ο Κωνσταντίνος επιλέγει την οδό της συνδιαλλαγής με τους πραξικοπηματίες ενώ του καταλογίζεται αδράνεια και συζητείται έντονα η φωτογραφία του Βασιλιά ανάμεσα στα μέλη της δικτατορικής κυβέρνησης, αν και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος αρνούνταν πάντα τους ισχυρισμούς διατυπώνοντας πως έκανε ότι μπορούσε θέλοντας να αποφύγει την αιματοχυσία.
Στις 13 Δεκεμβρίου οργάνωσε αντιδικτατορική κίνηση που απέτυχε. Κατέφυγε με την οικογένειά του στη Ρώμη και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο. Την 1η Ιουνίου 1973 το δικτατορικό καθεστώς ανακοίνωσε την κατάλυση της βασιλείας και στις 29 Ιουλίου έκανε «δημοψήφισμα» για να κατοχυρώσει την απόφασή του αυτή.
Μετά την πτώση των συνταγματαρχών και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, έγινε το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου του 1974, με το οποίο ο Κωνσταντίνος Β’ κηρύχτηκε οριστικά έκπτωτος, με ποσοστό ψήφων 69,18% υπέρ της προεδρευομένης Δημοκρατίας.
Μετά την έκπτωσή του, διεκδίκησε ακίνητη περιουσία (Κτήμα και ανάκτορα Τατοΐου, κτήμα και ανάκτορο Μon Repos Κερκύρας και δασόκτημα Πολυδενδρίου Λαρίσης) και προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στράφηκε κατά του ελληνικού Δημοσίου απαιτώντας 161,1 εκατομμύρια ευρώ και τελικά μετά από δικαστικές διαμάχες κατάφερε να αποζημιωθεί με 13,7 εκατομμύρια ευρώ.



































