Η ΕΥΡΩΠΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΙΣΧΥ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΕΣ – Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΡΤΣ, άρθρο του Υποναυάρχου ε.α. Στέλιου Φενέκου

0

 

Στην πρόσφατη συνέντευξή του στη Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς υποστήριξε ότι η εποχή της διεθνούς τάξης βασισμένης σε κανόνες φτάνει στο τέλος της, καλώντας την Ευρώπη να επιστρέψει στην πολιτική της ισχύος.

1)   Κατά τον ίδιο, ο κόσμος αλλάζει ταχύτερα απ’ όσο μπορούν να αντιληφθούν οι Βρυξέλλες, και ως αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Ένωση χάνεται μέσα στην υπερβολική ρύθμιση και τη γραφειοκρατία. Η παρατήρηση αυτή, αν και περιέχει δόση ρεαλισμού, είναι υπερβολικά βιαστική και εν μέρει ανιστόρητη. Ανοίγει, ωστόσο, μια κρίσιμη συζήτηση: πώς μπορεί η Ευρώπη να παραμείνει δύναμη με ρυθμιστικό πλαίσιο κανόνων χωρίς να καταστεί αδύναμη σε έναν κόσμο που επιστρέφει στη λογική της ισχύος.

2)   Ο Μερτς παρουσιάζει τον κόσμο ως πιο χαοτικό απ’ όσο είναι, θεωρώντας ότι το «δίκαιο του ισχυρότερου» υπερισχύει του διεθνούς δικαίου. Είναι αλήθεια ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και η αδυναμία των διεθνών θεσμών να επιβάλουν αποφάσεις δείχνουν τη φθορά της πολυμερούς θεσμικής τάξης που οικοδομήθηκε μετά το 1945.

Όμως το διεθνές δίκαιο δεν πεθαίνει επειδή κάποιοι το αγνοούν. Παραμένει το πλαίσιο νομιμότητας που επιτρέπει την αντίδραση απέναντι στην αυθαιρεσία, ιδιαίτερα σημαντικό για τις ασθενέστερες χώρες. Αντί να εγκαταλείπει την πίστη στους κανόνες, η Ευρώπη οφείλει να ενισχύσει τα μέσα με τα οποία τους υπερασπίζεται. Το τέλος μιας Ευρώπης «βασισμένης στους κανόνες» δεν είναι αναγκαιότητα της Ιστορίας, αλλά προϊόν πολιτικής αδράνειας — και σε αυτό η Γηραιά Ήπειρος δεν έχει περιθώρια υποβάθμισης ή ακόμη χειρότερα παραίτησης.

3)   Η τρίτη θέση του Μερτς αφορά το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατηγορεί τις Βρυξέλλες για υπερρύθμιση, υποστηρίζοντας ότι η εμβάθυνση της Ενιαίας Αγοράς έχει μετατραπεί σε λαβύρινθο γραφειοκρατίας. Πράγματι, η ευρωπαϊκή διοίκηση συχνά παράγει υπερβολικά περίπλοκους κανόνες που περιορίζουν την καινοτομία και την ευελιξία. Όμως η λύση δεν είναι η απορρύθμιση ή η επιστροφή στην πλήρη εθνική κυριαρχία, αλλά η βελτίωση της ποιότητας των κανόνων.  Αυτό σημαίνει λιγότερη γραφειοκρατική σχολαστικότητα, περισσότερη αμεσότητα και αποτελεσματικότητα και ταχύτερη συνεπή εφαρμογή. Οι αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, ήδη κατοχυρωμένες στις Συνθήκες, δείχνουν τον δρόμο. Η Ενιαία Αγορά δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινούς κανόνες και πρακτικές, αλλιώς απειλείται με αποσύνθεση και ανισορροπία.

4)   Ο Μερτς δηλώνει ακόμη ότι δεν πίστεψε ποτέ στην ιδέα ενός ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους και θεωρεί ότι η Ένωση πρέπει να επιστρέψει στη συνεργασία των εθνικών κυβερνήσεων. Είναι εν πολλοίς σωστό ότι η «μέθοδος της ολοκλήρωσης με 27 κράτη» αντιμετωπίζει πλέον σημαντικά προβλήματα του σκληρού πυρήνα εθνικής κυριαρχίας. Η ομοφωνία στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, με δεδομένα τα ζωτικά συμφέροντα, τις ανασφάλειες και τα προβλήματα των κρατών που απειλούνται εξωτερικά αλλά και στο εσωτερικό τους καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οδηγεί συχνά σε ημίμετρα είτε αδυναμία αποφασιστικής δράσης, εάν όχι σε αδράνεια. Όμως η απάντηση δεν είναι ένας νέος διακυβερνητισμός. Οι «συμμαχίες προθύμων» μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, όχι ως υποκατάστατο. Η Ευρώπη χρειάζεται αποφασιστικότητα και ευελιξία, χωρίς να χάνει τη συνοχή της, διαφορετικά κινδυνεύει να αναγεννηθούν οι εθνικοί ανταγωνισμοί και ισχύος, που οδήγησαν στις τραγωδίες του 20ού αιώνα.

5)   Ο ρεαλισμός του Μερτς εκτείνεται και στις διατλαντικές σχέσεις. «Ο Ατλαντικός έχει γίνει φαρδύτερος», είπε, διαπιστώνοντας ότι οι ΗΠΑ στρέφονται περισσότερο στον εαυτό τους.  Η παρατήρηση είναι ακριβής και αρκούντως προβλεπτική. Με τις ΗΠΑ να επαναπροσδιορίζουν τις προτεραιότητές τους, η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίζει να στηρίζεται αποκλειστικά στην αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας. Αυτό δεν σημαίνει αποσύνδεση από το ΝΑΤΟ, αλλά αναγκαιότητα για ανάπτυξη συμπληρωματικών ευρωπαϊκών δυνατοτήτων.

6)   Ο Μερτς υπερασπίζεται τη διατήρηση της πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ που εκφράζεται από το ΝΑΤΟ, αναγνωρίζοντας όμως τη σημασία και της γαλλικής αποτροπής ως ευρωπαϊκής επιλογής. Πράγματι, μια αποφασιστική και συνεκτική αμυντική πολιτική, με κοινές προμήθειες και ενίσχυση της ευρωπαϊκής αυτονομίας και της αμυντικής βιομηχανίας είναι ρεαλιστικές και αναγκαίες προτεραιότητες.  Η Ευρώπη, ωστόσο, δεν πρέπει να μετατραπεί σε αντίγραφο των ΗΠΑ (επικαλούμενος o Μερτς όπλα όπως τα πυρηνικά και οι bunker blasters). Η δύναμή της προέρχεται από τη συνδυασμένη οικονομική, θεσμική και πολιτιστική της επιρροή, όχι κυρίως και μονόπλευρα από το υπάρχων είτε το δυνητικό πυρηνικό της οπλοστάσιο.

7)   Η αναφορά του Μερτς στη Μέση Ανατολή αντικατοπτρίζει μια κοινή απογοήτευση για την αδυναμία της Ευρώπης να επιβάλει λύσεις. Είναι αλήθεια ότι η ΕΕ δεν διαθέτει τα στρατιωτικά μέσα να επηρεάσει δραματικά τις εξελίξεις.  Όμως η Ευρώπη δεν είναι μόνο στρατός και όπλα. Είναι ο μεγαλύτερος δωρητής αναπτυξιακής και ανθρωπιστικής βοήθειας στον κόσμο, με ισχυρή διπλωματική παρουσία και οικονομικά εργαλεία επιρροής.  Η ισχύς της δεν είναι επιθετική, αλλά κυρίως διαμεσολαβητική και μεταμορφωτική. Η δύναμή της βρίσκεται στην ικανότητά της να μετατρέπει την οικονομική της βαρύτητα σε πολιτικό αποτέλεσμα. Αν υιοθετήσει τη λογική της «ισχύος χωρίς αρχές», θα χάσει την ταυτότητά της, την εμπιστοσύνη προς αυτήν και την αποδοχή της από τις άλλες χώρες.

8)   Στον αντίλογο των απόψεων του Μερτς, οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η ΕΕ υπήρξε η πιο επιτυχημένη ειρηνική και πολιτική κατασκευή της σύγχρονης ιστορίας. Για περισσότερες από επτά δεκαετίες, η ήπειρος παρέμεινε απαλλαγμένη από πολέμους μεταξύ των κρατών-μελών της, κάτι που ήταν αδιανόητο για το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ακόμη και στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, η ΕΟΚ αποτέλεσε νησί σταθερότητας και δημοκρατικής ομαλότητας. Ιστορικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση γεννήθηκε για να αντικαταστήσει την πολιτική ισχύος με την πολιτική των κανόνων. Από την ΕΚΑΧ έως τη Συνθήκη της Λισαβόνας, το ευρωπαϊκό εγχείρημα βασίστηκε στην ιδέα ότι η ειρήνη εξασφαλίζεται όχι με στρατούς, αλλά με θεσμούς και κοινά συμφέροντα.

Η πρόταση για «επιστροφή στην ισχύ» είναι κατανοητή ως ανάγκη αυτοπροστασίας, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει πυξίδα ευρωπαϊκής πολιτικής. Η ισχύς αν δεν υπηρετεί τους κανόνες, τους διαβρώνει και αποδυναμώνει. Η πρόκληση για την Ευρώπη δεν είναι να επιλέξει ανάμεσα στα δύο, αλλά να τα συνδυάσει. Να αποκτήσει δηλαδή τη στρατηγική αυτονομία που χρειάζεται για να στηρίξει το θεσμικό της υπόβαθρο και διεθνές δίκαιο, όχι να το υποκαταστήσει.

9)   Η αντιμετώπιση της σημερινής επιθετικότητας της Ρωσίας δεν μπορεί να βαρύνει αποκλειστικά την ΕΕ. Εκτός από τις επεκτατικές αντιλήψεις του Πούτιν που επεκτείνονται σε παραδοσιακούς χώρους επιρροής, η σύγκρουση στην Ουκρανία συνεχίζεται σε μεγάλο βαθμό και από την αντιφατική στρατηγική των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ, που άλλοτε ενθάρρυναν την επέκταση προς Ανατολάς και πέριξ της Ρωσίας (χωρίς να προσμετρήσουν τις ανησυχίες της Ρωσίας για ένα βιώσιμο πλαίσιο ασφάλειας – ο Κίσσινγκερ και άλλοι σημαντικοί γεωπολιτικοί επιστήμονες το είχαν επισημάνει) και άλλοτε άφηναν την ΕΕ να πληρώνει το κόστος μιας αντιπαράθεσης που δεν ξεκίνησε η ίδια. Βέβαια θα πει κάποιος ότι οι χώρες της ΕΕ συμμετέχουν και στο ΝΑΤΟ και όφειλαν να τοποθετηθούν. Όμως έχω αναφερθεί πολλές φορές στον αντιφατικό τρόπο με τον οποίο συμμετέχουν οι χώρες της ΕΕ στις συνεδριάσεις του ΝΑΤΟ έναντι αυτών στην ΕΕ αλλά και στον καθοριστικό χαρακτήρα που δίνεται στο ΝΑΤΟ από τις χώρες εκτός ΕΕ.

ΚΑΤΑΛΗΓΟΝΤΑΣ

Οι δηλώσεις του Μερτς για τον ρεαλισμό της ισχύος δεν είναι ένα ουδέτερο φαινόμενο, αλλά αποτέλεσμα των πιέσεων και της πολιτικής δυναμικής που διαμορφώνουν σήμερα αυταρχικοί ηγέτες.  Αυτά τα πρότυπα ηγεσίας, με τον κυνισμό τους απέναντι στους θεσμούς και την πίστη τους στην προσωπική βούληση ως πηγή νομιμοποίησης, ασκούν πιέσεις με ισχυρή επιρροή διεθνώς, ακόμη και σε ηγέτες της Δύσης που δεν συμμερίζονται ανοιχτά τις αυταρχικές τους μεθόδους (δεν είναι μόνο ο Μερτς που φαίνεται να έχει ενδώσει σε αυτές).

Έτσι, διαμορφώνεται μια ανησυχητική τάση: η υποχώρηση του δημοκρατικού ελέγχου και της λογοδοσίας υπέρ μιας υποτίθεται «αποτελεσματικότερης» διακυβέρνησης ηγεμονικού τύπου, όπου οι θεσμοί θεωρούνται εμπόδιο και όχι εγγύηση σταθερότητας. Η προσέγγιση αυτή παραγνωρίζει ότι η ισχύς χωρίς θεσμικά αντίβαρα οδηγεί τελικά σε πολιτική αυθαιρεσία. Η ιστορία της Ευρώπης, άλλωστε, έχει δείξει επανειλημμένα πως όταν η αποτελεσματικότητα μέσω της ισχύος τίθεται πάνω από τη δημοκρατία, η δεύτερη πάντα χάνεται πρώτη.

Παρά τις αδυναμίες της, η ΕΕ έχει προσφέρει κάτι πολύ ουσιαστικότερο: ένα κοινό αξιακό και κανονιστικό πλαίσιο που επιτρέπει στις χώρες της να αντιμετωπίζουν συλλογικά κρίσεις και απειλές — από τις οικονομικές κρίσεις, τις πανδημίες και την κλιματική αλλαγή, έως την παράνομη μετανάστευση και το οργανωμένο έγκλημα. Χωρίς αυτό το πλαίσιο, τα κράτη-μέλη θα ήταν εκτεθειμένα σε αστάθεια, διαφθορά και δημοκρατικό έλλειμμα. Οι χώρες της ΕΕ, και ιδιαίτερα οι ηγέτιδες δυνάμεις της, οφείλουν να μην υποκύψουν στην αποσάθρωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου ούτε στην απαξίωση του διεθνούς θεσμικού πλαισίου. Ενός παγκόσμιου κεκτημένου που οικοδομήθηκε με θυσίες και αίμα. Η Ευρώπη, αν θέλει να παραμείνει παγκόσμιος παράγοντας, πρέπει να συνδυάσει τον ρεαλισμό με τις αξίες της και όχι να τις ανταλλάξει.

Γιατί όταν η ισχύς αποδεσμεύεται από τους θεσμούς, στο τέλος στρέφεται εναντίον της ίδιας της δημοκρατίας.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας