Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ θεωρείται ως ο «οραματιστής του ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ»
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα (το 356 π.Χ.), την τότε πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου του Β’ και της Ολυμπιάδας κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, Νεοπτολέμου Α’. Ο Αλέξανδρος ανατράφηκε με μεγάλη φροντίδα. Τη γενική ευθύνη της ανατροφής του είχε αναλάβει ένας συγγενής της Ολυμπιάδας, ο Λεωνίδας, ο οποίος μολονότι ήταν Ηπειρώτης εφάρμοσε σπαρτιατικές μεθόδους στον μαθητή του. Έτσι ο Αλέξανδρος σκληραγωγήθηκε από πολύ νωρίς, πράγμα που αργότερα τον βοήθησε εξαιρετικά κατά τις κοπιαστικές εκστρατείες του. Ο νεαρός Αλέξανδρος έμαθε να αντέχει στην πείνα, δίψα, στην έλλειψη ύπνου. Παράλληλα ο βασιλόπαις είχε και παιδαγωγούς οι οποίοι φρόντισαν για την πνευματική του καλλιέργεια. Ο Λυσίμαχος λόγου χάρη τον έκανε να αγαπήσει τις περιπέτειες των Ομηρικών ηρώων και ένα από τα προσφιλέστερα αναγνώσματα του Αλέξανδρου ήταν η Ιλιάδα.
Όταν ο Αλέξανδρος έγινε 13 ετών, ο πατέρας του επέλεξε για παιδαγωγό του τον Αριστοτέλη, την περίοδο που ο φιλόσοφος δεν είχε φτάσει στο απώγειο της δόξας του. Ο Αριστοτέλης εισήγαγε τον ευφυή και μελετηρό έφηβο στη φιλοσοφία, δηλαδή στη γνώση των φυσικών επιστημών. Παράλληλα ο πατέρας του φρόντισε να μυήσει το γιο του στην τέχνη του πολέμου.
Στη νίκη των Μακεδόνων κατά τη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. η συμμετοχή του 18χρονου Αλέξανδρου έπαιξε αποφασιστικό ρόλο.
Η ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
Δυο χρόνια μετά τη νίκη στη Χαιρώνεια ο Φίλιππος δολοφονήθηκε από έναν στρατηγό του τον Παυσανία και ο στρατός ανακήρυξε βασιλιά της Μακεδονίας τον Αλέξανδρο. Αφού συνέλαβε και θανάτωσε τον Παυσανία, ο Αλέξανδρος φρόντισε να απαλλαγεί από όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου της Μακεδονίας, από την τελευταία σύζυγο του πατέρα του, Κλεοπάτρα, και την νεογέννητη θυγατέρα της, και τον εξάδελφό του, Αμύντα, και το θείο του, και προστάτη της Κλεοπάτρας, τον Άτταλο. Αφού σταθεροποίησε με αυτόν τον τρόπο τη θέση του στο θρόνο της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος αποφάσισε να αντιμετωπίσει τις αντιμακεδονικές κινήσεις που είχαν αρχίσει να αναζωπυρώνονται στην Ελλάδα μόλις έγινε γνωστός ο θάνατος του Φιλίππου. Πρόθεση του νεαρού βασιλιά ήταν να συντρίψει τις ατίθασες ελληνικές πόλεις αλλά και να κερδίσει τον σεβασμό τους και να αναγνωρισθεί όπως ο πατέρας του «ηγεμόνας των Ελλήνων» στην επικείμενη εκστρατεία στη Μικρά Ασία με στόχο την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων από τον περσικό ζυγό. Πράγματι στο συνέδριο των ελληνικών πόλεων –πλην της Σπάρτης- το οποίο συγκάλεσε ο ίδιος το Φθινόπωρο του 336 π.Χ. στην Κόρινθο, ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε «Ηγεμόνας της συμμαχίας» και «Στρατηγός αυτοκράτωρ» στην εκστρατεία εναντίον των Περσών.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ
Προτού όμως εκστρατεύσει εναντίον των Περσών ο Αλέξανδρος φρόντισε να καθυποτάξει διάφορους ενοχλητικούς Βόρειους γείτονές του φθάνοντας πέρα από το Δούναβη και τα βουνά της Ιλλαρίας. Στο μεταξύ στην Ελλάδα η Θήβα παραπλανήθηκε από τη φήμη ότι δήθεν ο Αλέξανδρος σκοτώθηκε σε κάποια μάχη και εξεγέρθηκε εναντίον της μακεδονικής φρουράς της πόλης, με τη βοήθεια της Αθήνας. Μαθαίνοντας την είδηση ο Αλέξανδρος κινήθηκε στραπιαία προς νότον και αφού νίκησε τους Θηβαίους κατέστρεψε την πόλη τους, εκτός από τα ιερά και το σπίτι του ποιητή Πίνδαρου.
Η καταστροφή της Θήβας ήταν η πρώτη χαρακτηριστική πράξη της πολιτικής του Αλέξανδρου, όποιος έμπαινε εμπόδιο στα σχέδιά του έπρεπε να εκμηδενιστεί. Άλλωστε εκστρατεύοντας στην Ασία ο Αλέξανδρος ήθελε να έχει καλυμμένα τα νώτα του. Με την τιμωρία της Θήβας οι υπόλοιποι Έλληνες δεν θα τολμούσαν να στασιάσουν ενόσω αυτός θα βρισκόταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακρυά.
Την Άνοιξη του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του εναντίον των Περσών και μεσα σε δέκα χρόνια ελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις και την Αίγυπτο από τον περσικό ζυγό, κατέλυσε ολοκληρωτικά το περσικό κράτος, νίκησε όλους τους ηγεμόνες από τον Καύκασο ως τον Ινδό ποταμό, και σκόπευε να στραφεί προς την Αραβική χερσόνησο δημιουργώντας εμπορικές και πολιτιστικές ζεύξεις ανάμεσα στον Ινδικό Ωκεανό και τη Μεσόγειο. Δεν πρόλαβε όμως γιατί αρρώστησε και πέθανε στη Βαβυλώνα στα 33 του χρόνια.