Απόσπασματικό χρονογράφημα βιβλίου «Η ΖΩΗ ΜΟΥ» του Ιάσονα Μακρυγιάννη (έκδοση 2020) 1921-1922 – Η Μικρασιατική Καταστροφή

0

 

Η επέτειος των διακοσίων χρόνων απο την απελευθέρωση του Ελληνικού Έθνους που εορτάζεται φέτος, είναι στενά συνδεδεμένη με τη Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε τη νικηφόρα επέλαση του Ελληνικού στρατού με την ονομασία της «Μεγάλης Ιδέας», για να ακολουθήσει ο ατιμωτικός διωγμός. Μέχρι τον Αύγουστο του 1921, ο Ελληνικός στρατός έχει ανακτήσει τις ελληνικές πόλεις της χερσονήσου της Ερυθραίας (ή Ιονικής) και πολιορκεί τον τελευταίο σταθμό προ της Τουρκικής πρωτεύουσας, της Άγκυρας. Το Σεπτέμβριο του 1922 ωστόσο, επήλθε η συντέλεια εξανδραποδισμού και προσφυγιάς του Ελληνικού γένους από τα ιερά χώματα της Μικράς Ασίας, των 250.000 χριστιανών καταδιωκώμενων, ανυπεράσπιστων προσφύγων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνοντο και τα διασωθέντα από το διωγμό μέλη της οικογένειας μου.

Ήταν δειλινό του Σαββάτου 5ης Σεπτεμβρίου 1922 όταν ο Ν. Πλαστήρας μπήκε μέσα στα Αλάτσατα για να είναι πρωί-πρωί στον Τσεσμέ, τον τελευταίο σταθμό της Εθνικής Δράσης του στη Μ. Ασία. Τότε, εχθροί κι Έλληνες τον ονόμαζαν «Μαύρο Καβαλάρη». Ενθουσιάστηκε από την υποδοχή χιλιάδων λαού αλλά απόρησε όταν ρώτησε να μάθει προς τι η φανερή αδιαφορία τους, καθώς δεν είδε τις εικόνες που αντίκρυσε στο Κασιμίρ, «τα δύο Αδέλφια», τα Βουρλά και το Γκιουλμπαξέ, δηλαδή τον κόσμο ξεσηκωμένο στο δρόμο της φυγής. Με έκπληξη πληροφορήθηκε ότι τόσο στην πρωινή λειτουργια όσο και στον Εσπερινό, ο ιερέας της Κάτω Παναγιάς έλεγε στο ποίμνιο ότι σύμφωνα με μήνυμα του Μητροπολίτη Χρυσόστομου όλα θα κυλούσαν ομαλά γιατί έτσι είχε δηλώσει στον Μητροπολίτη ο ίδιος ο Μουσταφά Κεμάλ. Τα μάτια του Μαύρου Καβαλάρη από την οργή γύρισαν ανάποδα και στρεφόμενος προς τον παπά φώναξε εξαγριωμένος: «Τι είναι αυτές οι σαχλαμάρες που μου τσαμπουρνάς; Αδειάστε αμέσως το χωριό σας, τρέξτε προς τη θάλασσα και μπάτε σε όποιο πλεούμενο βρείτε και φύγετε μακρυά! Εγώ θα κρατήσω τους Τούρκους που έρχονται ως αύριο. Όσοι μπορείτε, τρεχάτε!». Έτσι κι έγινε. Ο «Σειτάν Γκρεκός», όπως τον αποκαλούσαν οι Τούρκοι, έσωσε τις ζωές  εκατοντάδων Αλατσατιανών.

Η θέση του Πλαστήρα όπως εκφράστηκε στην αυλή της εκκλησίας άλλους ξεσήκωσε για να τρέξουν στον Τσεσμέ (το πιο κοντινό λιμάνι) και να περάσουν απέναντι, κι άλλους τους προβλημάτισε για ένα τριήμερο και να τρέξουν μόλις άρχισαν να φτάνουν τα νέα από τα γύρω χωριά, ότι οι Τσέτες του Μπεχλιβάν όχι μόνο επιδίδονταν σε πλιάτσικο, αλλά βίαζαν όποιες κοπέλες έβρισκαν μπροστά τους κι έσφαζαν τους άνδρες. Στην κατηγορία των πρώτων ανήκε κι ο πατέρας μου, Τζώρτζης Μακρυγιάννης, ο οποίος υπάκουσε στις εντολές του Πλαστήρα και ζήτησε από τις τρεις γυναίκες της οικογένειάς του, τη μητέρα μου Φιλία, την αδελφή της Κυριακή και τη μητέρα τους Αρχοντία, να ετοιμαστούν και μόλις σκοτεινιάσει με το Αυγουστιάτικο φεγγάρι μεγάλο και φωτεινό, να τραβήξουν για τον Τσεσμέ. Τα πράγματα ήταν πολύ πιο δύσκολα για τον ίδιο, διότι η ηλικία του ήταν αυτή των ‘επίτακτων’ και η τιμωρία του αν συλλαμβανόταν ήταν η εκτέλεση. Για τις γυναίκες ήταν επίσης δύσκολα γιατί έπρεπε να τρέχουν μέσα στη νύχτα αφού η δημοσιά απαγορευόταν για ευνόητους λόγους. Αποφασίστηκε τελικά να χωριστούν. Ο πατέρας κι η μητέρα μου έφυγαν εκείνη τη στιγμή για την Αγρελιά (λιμάνι). Φτάνοντας εκεί διαπίστωσαν ότι η τελευταία μηχανότρατα είχε μπατάρει από επιβάτες κι ο καπετάνιος δεν ξεκινούσε. Τελικά με την υπόσχεση του καπετάνιου ότι θα γύρναγε ξημέρωμα να πάρει κι αυτούς, η μητέρα μου διαβλέποντας τον κίνδυνο πήρε τον πατέρα να κρυφτούν σε ένα νεκροταφείο που ήταν λίγο μακρυά, ώστε ο όρμος να φαίνεται έρημος. Όταν έφτασαν στο νεκροταφείο κι έτρεξαν να κρυφτούν στους τάφους, η μάνα μου είδε τον παπά του νεκροταφείου στην εκκλησία με σπασμένη την πόρτα και λεηλατημένη, και του ζήτησε να τους παντρέψει. Πράγματι εκείνo το ξημέρωμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1922 ο παπάς με ένα ευαγγέλιο που είχε μαζί του, για να μην πέσει στα χέρια των αντίχριστων, τους πάντρεψε.

Με το χάραμα ήταν πάλι στην παραλία και με τις πρώτες ακτίνες φάνηκε στον ορίζοντα η μηχανότρατα, και πίσω της ακόμα μία. Το μεσημέρι της Κυριακής, το ζεύγος πλέον Γεωργίου Μακρυγιάννη καταγράφηκε ως ‘πρόσφυγες εκ Τουρκίας’. Την ίδια ημέρα, ξημερώματα, η θεία Κυριακή και η γιαγιά Αρχοντία ξεκίνησαν μαζί με χιλιάδες άλλους από το Αϊδίνι, το Ναζλί, τα Βουρλά και τις γύρω περιοχές για το λιμάνι του Τσεσμέ καθώς όλοι οι δρόμοι που οδηγούσαν στο λιμάνι της Σμύρνης είχαν κλείσει από ποτάμια ολόκληρα ανθρώπων που κατευθύνονταν εκεί. Και οι δυό τους κουκουλωμένες με ένα φερετζέ σαν μπούρκα που άφηνε μόνο τα μάτια ακάλυπτα, τρέχοντας όσο άντεχαν τα πόδια τους αποφεύγοντας τους Τσέτες που καιροφυλακτούσαν γύρω από τον Τσεσμέ, να κτυπήσουν και να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν, φτάσανε στο λιμάνι. Εκεί, την ώρα που επιβιβάζονταν, όρμησαν σαν άγρια θηρία κάποιοι Τσέτες και κτύπησαν στην πλάτη τη γιαγιά με ένα σιδηρολοστό. Έφτασαν τελικά στη Σάμο όπου η γιαγιά Αρχοντία απεβίωσε από το τσάκισμα πριν περάσει ένας χρόνος, κι έτσι η θεία Κυριακή έμεινε στη Σάμο ως το τέλος του 1923.

Σε ό,τι αφορά στους γονείς μου, σε μια εβδομάδα με επίτακτα πλοία από τη Χίο έφτασαν στον Πειραιά. Εδώ καταγράφηκαν άλλη μια φορά και τους εξήγησαν ότι θα φτάσουν στο Παγκράτι (πλατεία Βαρνάβα) για να βρουν το σχολείο «Δραγάτση» όπου θα γινόταν η προσωρινή στέγαση. Την επόμενη ή μεθεπόμενη μέρα ο πατέρας κατέβηκε στη Δημαρχία Αθηνών και καταχώρησε την οικογένεια στα μητρώα του Δήμου Αθηναίων. Εκεί βρήκε έναν γνωστό του Αλατσατιανό από τον οποίο ζήτησε εάν υπάρχει κάποια δουλειά κι ένα μεροκάματο. Εκείνος τον συνέστησε σε κάποιο Λευτέρη Παπαδόπουλο, εργολάβο οικοδομών και δημοσίων έργων, κι έτσι ο πατέρας προσελήφθη ως εργάτης, να σπάει βράχους στην υπό κατασκευή Εθνική Οδό, στο τμήμα Θήβα-Δαδί. Έτσι εξασφαλίστηκε το πρώτο εισόδημα που τους επέτρεψε να φύγουν από τον καταυλισμό και να νοικιάσουν ένα ανήλιαγο υπόγειο στο κεντρικότερο σημείο του Παγκρατίου, δύο δωμάτια κάτω από τη γη με πρόχειρη τουαλέτα στη γωνιά της αυλής. Ιδιοκτήτης ήταν ο κος. Σωτηρακόπουλος, έμπορος.

Εκεί γεννήθηκε ο μεγάλος μας, ο Τάκης, το 1923 και ο Νίκος το 1925. Όμως μαζί με την οικογένεια έμενε και η θεία Κυριακή η οποία, όταν εντόπισε τη μάνα μου στην Αθήνα, πήρε το πλοίο από τη Σάμο κι έφτασε στον Πειραιά. Από εκεί πήγε στην Κοκκινιά όπου έμεναν Αλατσατιανοί αλλα΄και η ετεροθαλής αδελφή της, κι εκείνη την έφερε στο σπίτι μας στο Παγκράτι. Έκτοτε έζησε μαζί μας κι ήταν σα δεύτερη μάνα. Με την πιο πάνω οικογενειακή εξέλιξη, τα μεροκάματα του Τζώρτζη, σκαφτιά στους δρόμους και πιλοφόρου στις οικοδομές, και τα ραφτικά φορεμάτων σε αρχόντισσες της εποχής από τη θεία Κυριακή, στάθηκαν ικανά, οκτώ μόλις χρόνια από το θανατηφόρο διωγμό, να αποκτήσει η εξαμελής πλέον οικογένειά μας ιδιόκτητη κατοικία στο Βύρωνα. Εκεί γεννήθηκα κι εγώ το 1930. Τώρα πια είχε η θεία το δωμάτιό της και υπήρχε και η τραπεζαρία, όπου τα χειμωνιάτικα βράδια πάνω από το μαγκάλι, κυρίως κατά τη διάρκεια της κατοχής, οι τρεις μεγάλοι διηγούνταν περιστατικά της ζωής τους που καταλήγαν στην πίστη τους, το όνειρο αυτών αλλά και όλων των προσφύγων ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα επέστρεφαν τελικά να ζήσουν «εκεί, στα μέρη τους» και στην «πατρίδα», όπως ένιωθαν τις περιοχές από τις οποίες τόσο βάρβαρα ξεριζώθηκαν. Πίστευαν ακράδαντα ότι η Τουρκία με το τέλος του πολέμου, ούσα με τον Άξονα, θα επέστρεφε τα ελληνικά εδάφη που χάθηκαν το 1922, όπως έγινε με τους Ιταλούς και τα Δωδεκάνησα.

Εκείνα τα κρύα βράδια πάνω από το μαγκάλι, ήταν μια ευκαιρία να έχω από πρώτο χέρι περιεκτική εξιστόριση άπειρων περιστατικών από τη ζωή στη Μικρά Ασία. Κάποιες από αυτές τις ιστορίες, την τραγωδία, το διωγμό, την προσφυγιά στις νέες πατρίδες, να ξαναχτίσουν τις ζωές τους, τις άκουγα από τους γονείς μου, αλλά όπως τις έζησα κι εγώ σας τις εξιστορώ σήμερα που συμπληρώνονται σχεδόν 100 χρόνια από αυτή την τραγική σελίδα της Ιστορίας μας.

 

Ιάσων Μακρυγιάννης

1955-2012 Στέλεχος Εμπορικής Τράπεζας και Σύμβουλος Επιχειρήσεων, Γενικός Δ/ντης Flash 96,1, Πρόεδρος και Γενικός Δ/ντής Flash.gr, TV Magic, Sport TV.

Αφήστε μια απάντηση

Παρακαλώ εισάγετε το σχόλιό σας!
Εισαγάγετε εδώ το όνομά σας